Sunday, October 28, 2012

ΛΟΓΟ(ΤΕΧΝΗ)Α και ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

            Μπορεί η τέχνη να ξεσηκώσει τη ναρκωμένη συνείδηση του ανθρώπου; Μπορεί “να ρίξει καθεστώτα” ή να βγάλει στους δρόμους καναπεδάτους κυρίους και κυρίες; Κι όχι μόνο σε καιρό πολέμου και αντίστασης αλλά και σε εποχές κρίσης, ο τρόπος γραφής μπορεί να εξεγείρει το κοιμισμένο-μας εγώ;
 
Γλυπτό στην
Eyre Square του Galway
Γιατί να αποτυπώνει κανείς τον κόσμο όπως είναι; Τι θα δώσει στον αποδέκτη του καλλιτεχνήματός-του αν του δείξει αυτό που βλέπει και ο ίδιος; Πολλοί καλλιτέχνες θέτουν στον εαυτό-τους αυτά τα ερωτήματα και τελικά απορρίπτουν την απλή φωτογράφηση της πραγματικότητας. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος της τέχνης θέλει να αλλάξει τον κόσμο, να αλώσει το καθημερινό και οικείο και να το ανανεώσει σε μια απόπειρα ανατροπής. Η τέχνη μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται πνευματική προβοκάτσια, υποβολιμαία θρυαλλίδα, προκειμένου να μεταμορφώσει την πραγματικότητα.
Pablo Picaso:
Η γυναίκα
μπροστά στον καθρέφτη
            Ακούγοντας παλιότερα, στα χρόνια της συντηρητικής νιότης-μου, για “επαναστατική τέχνη”, πίστευα ότι μιλάμε κατ’ ανάγκη για σαρωτικές ανακατατάξεις και αναρχικές τάσεις. Απεναντίας, η τέχνη μπορεί να γίνει ανατρεπτική για να συγκλονίσει και να υποκινήσει σε πιο ήπιες αναταράξεις. Το σημαντικό είναι να σε κάνει να δεις τον κόσμο ως το φθαρμένο είδωλο μιας καλύτερης πραγματικότητας, να δεις το αλλοιωμένο και συμβιβασμένο πρόσωπο που θέλει ρετούς. Να σε κάνει να αφυπνιστείς και να πεις έστω και στιγμιαία ότι δεν σου αρέσει αυτό το τακτοποιημένο φαρισαϊκό περιβάλλον. Αλλαγή λοιπόν μπορεί να σημαίνει επανάσταση, εξέγερση, ανατροπή, ανταρσία, λαιμητόμος, πυρπόληση αλλά και μπούχτισμα, αντικομφορμισμός, αποστασιοποίηση, καθημερινή αντίσταση, ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, προσωπικές και κυρίως κοινωνικές, ανυπακοή, φρεσκάρισμα του ξεθωριασμένου χρώματος του ουρανού…
Πηγή:
www.bestdesigntuts.com112

            Οι εικαστικές τέχνες, και όποιος επισκεφτεί μια έκθεση ζωγραφικής ή γλυπτικής μπορεί να το καταλάβει αν σταθεί στο μήνυμα των έργων, έχουν δοκιμάσει να σοκάρουν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Ο μοντερνισμός και οι πρωτοπορίες επιχείρησαν να δώσουν την πραγματικότητα με πρίσμα χρωμάτων και οπτικών γωνιών, να αποδομήσουν το οικείο είδωλο του κόσμου και να ωθήσουν τον θεατή στο να τολμήσει το προσωπικό-του ξέσπασμα. Δεν ξέρω αν έχουν γίνει έρευνες για το πόσο επιτυχείς στάθηκαν αυτές οι επαναστάσεις, πόσο επηρέασαν λ.χ. τις αλλαγές μετά τον Α΄ και πιο πολύ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο οδήγησαν στο Μάη του ’68 κ.ο.κ. Βλέπω όμως, κάθε φορά που μπαίνω σε μια πινακοθήκη με μοντέρνους πίνακες, αυτό το συνολικό μήνυμα, ασχέτως αν μου αρέσει ο Χ ή ο Ψ πίνακας: η πλημμύρα που σηκώνεται μέσα-μου είναι συνέπεια της παρωθητικής δράσης μιας τέχνης που δεν αντέχει τον συμβιβασμό και τη μαζοποιημένη ομοιομορφία.
            Η λογοτεχνία το κατορθώνει αυτό; Το επιχείρησε ο μεσοπόλεμος με την απελευθέρωση των μορφών και τα ανατρεπτικά μηνύματα του υπερρεαλισμού, του ντανταϊσμού, του εσωτερικού μονολόγου, της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής διαστρέβλωσης της αφήγησης… Μερικά έργα χάρη στη γλώσσα-τους αλλά και στις έμμεσες αφηγηματικές αποδομήσεις-τους δείχνουν φανερά στην επανάσταση που ξεκινά από τις σελίδες-τους και επεκτείνεται στο μυαλό και στην καρδιά του αναγνώστη και έπειτα στη ζωή-του.
Μιχαήλ Μήτρας:
Θαλασσογραφία

            Τελικά, η ποίηση είναι πιο κοντά σ’ αυτό το κλίμα ανατροπής. Χτυπά πιο καίρια στο συναίσθημα, απελευθερώνει σκέψεις και αισθήματα, δρα πιο πολύ αντισυμβατικά. Διαβάζεις ποίηση και ξεσπάς, άλλοτε σε λυγμούς για τη χαμένη αθωότητα κι άλλοτε σε δάκρυα χαράς για το όραμα του μέλλοντος. Διαβάζεις το πυκνό νόημα των στίχων, περιεκτικό και κεντροβόλο, και νιώθεις πως δεν σου αξίζει αυτή η ζωή. Η πεζογραφία από την άλλη είναι πιο μαζεμένη, πιο τακτοποιημένη: φτιάχνει έναν δικό-της κόσμο και σε βάζει σε μια δομημένη ζωή. Ίσως ένας λόγος που το μυθιστόρημα έχει επικρατήσει είναι αυτός: προσφέρει ένα οργανωμένο πλαίσιο δράσης στο οποίο μπορεί να κινηθεί και ο αναγνώστης, παρά τις ανατροπές που συχνά επιχειρούνται.
            Το ζητούμενο ίσως είναι αυτή η επαναστατική διάθεση να περάσει στο ευρύ κοινό και να μη μείνει στο πλαίσιο μιας κλειστής ομάδας φιλόμουσων. Από τη μία, η ίδια η τέχνη να περάσει στη φάση της κοινωνικής-της αποστολής και του ανοίγματός-της στο ευρύ κοινό κι από την άλλη το κοινό πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί (από το σχολείο; εδώ γελάνε!) ώστε να μπορεί να θεωρεί τέχνη κάτι παραπάνω από το σκυλάδικο ή το ευπώλητο.
            Κλείνοντας μπορώ να πω πως μεταξύ συντήρησης και προόδου, μεταξύ πειθαρχίας και αναρχίας, μεταξύ βολέματος και επανάστασης, ο άνθρωπος ενίοτε αναζητά στην τέχνη αυτό που θα τον ξεβολέψει. Κι η τέχνη μέσα στην τρέλα-της μπορεί να του το δώσει…
[Η εικόνα κορυφής είναι το έργο του Chidi Okoye "Χαριτωμένη τέχνη"]
Πατριάρχης Φώτιος
 
Zwarez Enigmatic

Art and Revolution


Why should Ι reflect the world as it is? What will Ι give to the recipient of my artwork, if I show him what he already sees? Many artists ask themselves these questions and ultimately reject the simple pictures of reality. Instead, art wants to change the world, to change everyday life, to intimate and to renew in an attempt to overthrow the current situation. Art to him is an intellectual provocation, a substituted   fuse in order to transform reality.
Daniel Spoerri:
Γεύμα
κάτω από το γρασίδι
       When I used to listen, during the conservative years of my youth, about "revolutionary art", I thought it was necessarily about sweeping upheavals and anarchist tendencies. Instead, art can be subversive to shock and stimulate a more moderate turbulence. The important thing is to make you see the world as the damaged image of a better reality, you see the compromised and corrupted person who wants retouching. To make you wake up and say even for a moment that you do not like this neat Pharisees environment. So change may mean revolution, rebellion, subversion, sedition, guillotine, and sicken of burning, detachment, everyday resistance, need for reforms, especially social and personal, disobedience, and the refreshment of the faded colour of the sky...
Αφηρημένο μοντέρνο
γλυπτό τοίχου
από ανάμικτα μέταλλα
του Bruce Gray

        The visual arts (and anyone who has visited a painting or sculpture exhibition can understand the message) have tried to shock the public since the late 19th century and early 20th century. Modernism and the avant-garde have tried to portray reality in light colours and perspectives, to deconstruct the familiar image of the world and to engage the viewer to dare himself to let go of what is right and be outraged. I do not know if research has been done on how successful these revolutions have been, for example how they affected the changes that were made after the first and mostly after the Second World War and if what led to May '68 etc. But I see, every time I go to a gallery of modern paintings, this overall message, whether I like the X or Z painting: a flood rises in me as a consequence of an art that cannot afford to compromise and become globalized.
        Can literature succeed in this? Literature tried this between the two World Wars by releasing the forms and subversive messages of surrealism, Dadaism, internal monologue, the interwar and post-war perversion ... Some stories thanks to their language but also to the indirect narrative show clearly the revolution that is starting from the pages of the book, which expands to the mind and the heart of the reader and then to his life.
Conclusively, poetry is closer to this climate of change. It hits more keynotes emotionally, it releases thoughts and feelings, and it acts more unconventionally. Someone reads poetry and breaks down in tears; sometimes it is tears for the lost innocence and sometimes tears of joy for what the future holds. You read the thick meaning of the lyrics, which are full of meaning, and you feel like you do not deserve this life. The prose on the other hand is more put together, more neat: it creates its own world and puts the reader in a structured story and life. Perhaps one reason the novel has prevailed is this: it is the fact that it offers an organized framework in which the plot can be unfolded and the reader can join in, despite the twists that are often undertaken.
            The challenge is perhaps for the idea of revolution to go to the general public and not to be left in a closed group of philosophers. On the one hand, the art itself has to pass the stage of its social mission and to be open to the general public and on the other hand the need to educate the public (from school? I am just kidding) to be able to consider art something more than Greek nightclubs.
            Finally I can say that between maintenance and progress, between discipline and anarchy, between shots and revolution, man sometimes seeks in art what will awake him. And art in its madness can give it to him...
Bookmark

Friday, October 26, 2012

“Έγκλημα στη σέκτα” του Γιάννη Καρβέλη

Όταν τα μαθηματικά γίνονται ο άξονας διαλεύκανσης ενός φόνου, τότε το αστυνομικό μυθιστόρημα επιζητεί να μετατρέψει τη λογική και τους συλλογισμούς-της σε αριθμούς και επαγωγές. Μπορεί να το πετύχει; 


Μόκα:
Γιάννης Καρβέλης
“Έγκλημα στη σέκτα”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2012 

            Τι εννοεί κανείς όταν λέει ότι το μυθιστόρημα που διαβάζει στηρίζεται σε έναν γρίφο; Το μυαλό πηγαίνει αμέσως στην αστυνομική λογοτεχνία, η οποία στην κλασική-της μορφή οικοδομείται πάνω στον θεμέλιο λίθο ενός αινίγματος, του οποίου η λύση και κυρίως του οποίου η πορεία προς τη λύση αποτελεί τη βάση της αφήγησης. Αν στο αστυνομικό μυθιστόρημα προσθέσει κανείς και ένα μαθηματικό πρόβλημα, τότε έχουμε ένα διγενή γρίφο που θέλει λογικούς και μαθηματικούς συλλογισμούς για να φτάσει στη λύση-του.
            Θυμάμαι ανάλογη απόπειρα έκανε ο Τεύκρος Μιχαηλίδης με τα “Πυθαγόρεια εγκλήματα” και ο Αργύρης Παυλιώτης με τους “Παράξενους ελκυστές”. Χωρίς να έχω διαβάσει άλλοτε βιβλίο του Καρβέλη, έχω την εντύπωση ότι έχει ξανασυνδέσει μαθηματικά και ντετέκτιβ. Είναι, πιστεύω, η ίδια διαδικασία με την οποία ο νους παράγει λογικούς συλλογισμούς, για να οδηγηθεί είτε στη εύρεση του άγνωστου Χ στα μαθηματικά, ή στην ανεύρεση του άγνωστου εγκληματία στα αστυνομικά έργα.
            Ο Καρβέλης βάζει μέσα στη χύτρα της αφήγησής-του τρία υλικά που δένουν μεταξύ-τους πολύ αρμονικά. Αφενός, όπως προείπα, τον αστυνομικό γρίφο, συνάμα το μαθηματικό πρόβλημα που είναι και ο τρόπος για να βρεθεί ο δολοφόνος και τέλος το μυθιστόρημα εποχής, καθώς το έργο διαδραματίζεται στην Ισπανία του 16ου αιώνα με την ανάλογη ατμόσφαιρα. Ο αναγνώστης απολαμβάνει το έργο, καθώς ξαναζεί μια άλλη εποχή, με άλλο τρόπο σκέψης, με πολύ πρώιμα, τουλάχιστον σε σχέση με το σήμερα, επιστημονικά επιτεύγματα, με πιο πρωτόγονες μεθόδους έρευνας. Όλο αυτό το κράμα καθιστά την ανάγνωση ενδιαφέρουσα και μέχρις ενός σημείου το κείμενο μας εισάγει όλο και πιο βαθιά στο μεδούλι-του.
            Λέω όμως μέχρις ενός σημείου, γιατί όταν τίθεται το μαθηματικό πρόβλημα, με πολλές παραμέτρους και επιμέρους ζητούμενα, ο αναγνώστης ξεχνά τη λογοτεχνία και πρέπει να βυθιστεί σε βαθιά για τον μέσο όρο νερά. Η αφήγηση μετατρέπεται έτσι σε μια συζήτηση (και λίγη δράση) για τον τρόπο με τον οποίο θα λυθεί η εξίσωση. Όλο το μυθιστόρημα αφορά σε μια δολοφονία κρατικού αξιωματικού σε μια θρησκευτική σέκτα, όπου καθένας από τους 14 μοναχούς τηρεί τον όρκο σιωπής και δεν έρχεται σε επαφή με τους άλλους. Όταν όμως μια αρρώστια πέσει στο μοναστήρι-τους, αναγκάζονται να λάβουν κάποια φάρμακα κι, όταν γίνεται αντιληπτό ότι πρέπει να τεθούν σε καραντίνα, ένας από αυτούς δολοφονεί τον αρμόδιο αξιωματούχο. Η μαθηματική λύση θα οδηγήσει και στην αποκάλυψη του ενόχου.
            Τέτοια κείμενα, μαθηματικού εννοώ χαρακτήρα, περιέχουν συχνά, όπως κι εδώ, μεγάλες δόσεις διδακτισμού, σαν το έργο να είναι ένα είδος μαθήματος. Αυτό το κάνει πολύ στημένο, πολύ μονοεστιακά προσανατολισμένο και του στερεί τη φυσικότητα της δράσης.

            [Μετά το προηγούμενο ποστ για τον Μουρακάμι, που γέννησε μεστές συζητήσεις, νιώθω σαν να κάνω ιεροσυλία κατεβάζοντας τον πήχυ. Συγχωρήστε-με]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 22, 2012

“Νορβηγικό δάσος” του Χαρούκι Μουρακάμι

Τι είναι απόλαυση στη λογοτεχνία; Πάντα αναζητούσα κείμενα που συνδυάζουν το “τερπνόν μετά του ωφελίμου” σε κυριολεκτική βάση. Ανάμεσα στα εύκολα μπεστ-σέλερ και τα στρυφνά ελιτίστικα κείμενα, μπορεί ένας μεγάλος συγγραφέας να εναρμονίσει βαθύ προβληματισμό, (πιθανή) καινοτομία στη μορφή και προσιτή γραφή; Ο Μουρακάμι μπήκε ολόκορμος στη λίστα με αυτούς που μπορούν.


Στιγμιαίος καφές με sake:
村上
ノルウェイの
1987
Haruki Murakami
“Norwegian Wood”
tran. J. Rubin
2000
Χαρούκι Μουρακάμι
“Νορβηγικό δάσος”
μετ. Α. Μαντόγλου
εκδόσεις Ψυχογιός
2012
(υπήρχε και η προηγούμενη έκδοση: μετ. Μ. Αγγελίδου, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2007).
 

            Μετά από καιρό, επιτέλους ένα βιβλίο να βουλιάξεις μέσα-του και να μην βγαίνεις. Ο τρόπος που γράφει ο ιάπωνας συγγραφέας, αυτό το μαγικό χαλί που απλώνει κάτω από τα πόδια-μας, αυτό το βελούδινο άγγιγμα που βοηθάει το πέλμα να περπατήσει προσελκύει τον αναγνώστη σε μια σταθερή πορεία στις ζωές των χαρακτήρων. Ο Μουρακάμι επιβεβαιώνει τη φήμη-του και καταφέρνει να απλώσει μπροστά στα μάτια-μας το σαγηνευτικό σεντόνι της αφήγησης. Μπήκα πολύ ποιητικά στο κείμενό-μου, γιατί θέλω να μείνω όσο πιο πολύ γίνεται, όχι σε μια ανάλογη ατμόσφαιρα (το μυθιστόρημα δεν διακρίνεται από μελό ποιητικότητα) αλλά σε ένα κλίμα που κάνει την ανάγνωση μια απολαυστική εμπειρία.
            Ο Τόρου Βατανάμπε είναι φοιτητής, ένας φυσιολογικός φοιτητής, λίγο απόκοσμος, λίγο ευαίσθητος, λίγο παράξενος, πολύ ειλικρινής και ντόμπρος, εν μέρει σαρκικός, εν μέρει πνευματικός, αρκετά ηθικός. Μένει στην εστία, όπου ακολουθεί μια τυπική καθημερινότητα. Ωστόσο γύρω από αυτόν κινούνται άτομα με ιδιαιτερότητες που σε συνδυασμό μαζί-του λειτουργούν παράδοξα και συχνά άκρως αντισυμβατικά. Ο φίλος-του Κιζούκι αυτοκτόνησε και το κορίτσι του τελευταίου (και φίλη του Τόρου), η Ναόκο, περνά ψυχολογικές διαταραχές και κλείνεται σε ένα σανατόριο στο βουνό, όπου όλα χαρακτηρίζονται από μια ήρεμη αλλά δημιουργική μακαριότητα. Εκεί ο Τόρου, σε επίσκεψή-του, γνωρίζει τη μεγαλύτερη σε ηλικία μουσικό Ρέικο και οι τρεις-τους αλληλεπιδρούν σε μια προσπάθεια αυτοβελτίωσης όλων. Πίσω στο Τόκιο ο Τόρου κάνει παρέα με έναν ευφυή, κυνικό γυναικά, τον Ναγκασάβα, και την κοπέλα-του τη Χατσούμι, ενώ γνωρίζει μια ιδιαίτερη συμφοιτήτριά-του, τη Μιντόρι, η οποία διακρίνεται για την ακόρεστη σεξουαλικότητά-της και την αχόρταγη τάση για ζωή.
            Η υπόθεση απλώνεται σταδιακά και από σκηνή σε σκηνή, από διάλογο σε διάλογο, γνωρίζουμε καλύτερα τα πρόσωπα και ακολουθούμε τον ιστό που επεκτείνεται προς διάφορες κατευθύνσεις δημιουργώντας ένα ευρύ σκηνικό. Η καθημερινότητα παρουσιάζεται απολαυστικά ρεαλιστικά, χωρίς να κουράζει αλλά με τρόπο που να δημιουργεί πολλαπλά ερείσματα για την κατανόηση του συνολικού πλάνου της ζωής του Τόρου. Ο πρωταγωνιστής είναι πολύ διαφανής, πολύ διαυγής, καθώς όλα όσα κάνει έχουν την καθαρότητα του γυαλιού, χωρίς αυτό να σημαίνει αλάνθαστη συμπεριφορά ή ηθική τελειότητα. Είναι ένας απλός νέος που δεν παρεκκλίνει από την υποσυνείδητη αθωότητά-του μέσα στην οποία χωράνε και μικρά ανθρώπινα λάθη.
            Μίλησα και πριν για τη βελούδινη γραφή, με δόσεις ποιητικότητας κι αυτό που λένε στον κινηματογράφο «φωτογραφία»: φροντισμένα τοπία, ειδικά οι σκηνές στο βουνό, αλλά και προσεκτικά, ρεαλιστικά αποδοσμένα τα μέρη και οι διαδρομές στην πόλη. Όλα είναι τοποθετημένα στην απόλυτη φυσικότητά-τους κι ο αναγνώστης τα εκλαμβάνει ως κομμάτια μιας καθαρόαιμης αφήγησης που δεν κάνει τρικ, έστω και αν οι καμπές που συμβαίνουν σταδιακά, απόλυτα φυσιολογικές και προετοιμασμένες κι αυτές, δεν αφήνουν το μυαλό να βαρεθεί.
            Ο ιάπωνας μυθιστοριογράφος έχει επιλέξει συνειδητά να αφαιρέσει από το κείμενό-του στοιχεία της ιαπωνικής κουλτούρας, αφήνοντας όσα είναι κοινά σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Έτσι, το έργο-του θα μπορούσε να εξελίσσεται οπουδήποτε. Με αυτόν τον τρόπο, καθαιρούνται τα τείχη της ηθογραφίας ή του γραφικού παραδοσιακού και το μυθιστόρημα γίνεται άπατρι αλλά μαζί και διεθνές. Από την άλλη, οι δόσεις σεξουαλικότητας με τις οποίες βρίθει το έργο, χωρίς να φτάνουν στο πορνό, το φλερτάρουν αναδεικνύοντας τη σαρκικότητα ως διαχρονικό στοιχείο του ανθρώπου αλλά και ως σύγχρονο σύμπτωμα μιας ελεύθερης (ασύδοτης;) κοινωνίας.  

            Θα επιχειρήσω να δώσω τη δική-μου ερμηνεία στο όλο εγχείρημα, προτού διαβάσω απόψεις Ελλήνων και ξένων που έχω συγκεντρώσει. Κι αυτό το έκανα, γιατί τόσο πολύ βυθίστηκα μέσα στη μαγεία του μυθιστορήματος, που είπα «αυτό είναι λογοτεχνία, γνήσια, καθαρή, παγκόσμια…». Έτσι, ακόμα κι όταν έκλεινα το βιβλίο, η σκέψη των σελίδων-του στριφογύριζε στον νου-μου.
            Θεωρώ ότι το “Νορβηγικό δάσος” (από τραγούδι των Beatles) αφορά την ενηλικίωση και τον έρωτα, ως στοιχεία αλληλένδετα, από τα οποία το δεύτερο επηρεάζει με πλείστους τρόπους τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων. Ο Τόρου είναι ο απλός μέσος άνθρωπος, όχι κάτι ακραίο, όχι κάτι ιδιαίτερο, εκτός βέβαια από τις ιδιαιτερότητες που έχουμε όλοι-μας και μας κάνουν ξεχωριστούς. Συναντά ανθρώπους γύρω-του, καθώς βγαίνει από την εφηβεία, φίλους που αυτοκτονούν στη δίνη των συναισθηματικών-τους μεταπτώσεων, κι άλλους που κυνικά χρησιμοποιούν το σώμα ως πηγή φευγαλέων ηδονών.
            Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι δύο κοπέλες συμβολίζουν δύο κόσμους σεξουαλικότητας, τον κόσμο της αθωότητας και τον κόσμο της ηδονής. Από τη μία η Ναόκο, που λειτουργεί με τη συστολή της νιότης, αγαπά χωρίς να ζητά, δίνεται χωρίς να προκαλεί, κάνει έρωτα όπως θα έκανε μια συζήτηση και βέβαια μόνο με ανθρώπους με τους οποίους συνδέεται στενά, ούτε καν με το πρώτο-της αγόρι. Η απώλειά-του την κλονίζει και ο ψυχισμός-της διασαλεύεται, ακριβώς επειδή διασαλεύτηκαν τα θεμέλια των σχέσεών-της με τους άλλους. Από την άλλη, η Μιντόρι είναι πιο δραστήρια, σκόπιμα προκλητική, ηδονοθήρας, δίνεται βουλιμικά, επιζητεί την ανδρική επιβεβαίωση, ορμά και κυνηγά σαν θηρευτής, είναι αθυρόστομη, εκφράζει τις φαντασιώσεις-της και επινοεί καινούργιες. Η σεξουαλικότητα είναι μια διαφυγή, την οποία χρησιμοποιεί για να εξισορροπήσει την πεζότητα της ζωής αλλά και βασικό ένστικτο που την κάνει διεκδικητική και αδηφάγα. 
            Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους κινείται ο άνθρωπος. Έχει ένα ένστικτο φιλήδονο, σαρκικό, ενστικτώδες, αλλά και μια ψυχή αθώα που θα ήθελε τα πράγματα να είναι πιο απλά και πιο φυσικά. Ο πρώτος γίνεται κατά καιρούς πηγή ελευθερίας αλλά και ανισορροπίας, ενώ ο δεύτερος εγκλωβίζεται μερικές φορές στα «πρέπει» και πλακώνεται από το βάρος-τους.
          
 
   Το έργο έχει πλείστους χειμάρρους και λιμνούλες, για να εξαγάγουμε μια κεντρική ερμηνεία, θα πρέπει να φέρουμε τα πολλά ρυάκια-του σε ένα κεντρικό ποτάμι. Αυτό δεν είναι εύκολο, αλλά είναι ίσως και η πηγή του προβληματισμού, η βάση της προσπάθειας να εκτιμήσουμε τα μέρη μέσα στο σύνολο και να δούμε τις καθημερινές σχέσεις μέσα σε ένα συνολικό φωτογραφικό άλμπουμ με κοινό άξονα.
Πολλοί έλληνες μπλόγκερς (βιβλίο και βιβλίο, πανδοχείο, ανάγνωση, librofilo,  annabooklover, ναυτίλος κ.ο.κ.) μίλησαν και παλιότερα για το βιβλίο και είδαν πόσο δυτικός είναι ο Μουρακάμι, πόσο λίγο Ιάπωνας, πράγμα που δεν είναι καλό ή κακό από μόνο-του, αλλά είναι δείγμα μιας παγκοσμιοποίησης που βρίσκει κοινά μονοπάτια να περάσει.
Ολόκληρη η ταινία (χωρίς όμως αγγλικούς υπότιτλους) εδώ:
[Δημοσιεύτηκε στο In2life την 1η Αυγούστου 2012 ]

Πατριάρχης Φώτιος
 
 
Haruki Murakami
"The Norwegian Wood"

           What is pleasure in literature? I am always looking for texts that combine "business with pleasure" in a literal basis. Among the easy best-sellers and the cantankerous elite texts, can a great writer harmonize deep reflection, (potential) innovation in form and accessible writing? Murakami has joined the list of those who can.
            It has been a long time but I have finally found a book to get lost in. The way the Japanese author writes, it is like this magic carpet spreads under our feet, this velvet touch that helps the foot to walk, attracts the reader on a steady course in the lives of the characters. Murakami confirms his reputation and manages to stretch out in front of us a seductive narrative sheet. My text starts poetically, because I want to stay as long as possible, not in a similar atmosphere (the novel is not distinguished by a part of poetry) but in a climate that makes reading an enjoyable experience.
           Toru Watanabe is a student, a normal student, and a little eerie, a little sensitive, a little weird, very frank and outspoken, partly sensual, partly spiritual, and moral. He lives in the university’s accommodation and follows a standard daily routine. But the people that move around him have some peculiarities in combination with him function paradoxical and often highly unconventional. His friend Kizuki committed suicide and his girlfriend (who is also a friend of Toru), Naoko, faces psychological disorders so she goes to stay in a sanatorium in the mountains, where everything is characterized by a quiet but creative bliss. There Toru, in a visit, meets Reiko who is an older musician and the three interact in an attempt for self-improvement. Back in Tokyo, Toru makes friends with a smart, cynical womaniser, Nagasawa, and his girlfriend Hatsumi, he also meets Midori an intriguing fellow student, who is known for her insatiable sexuality, and her insatiable trend for life.
          The case unfolds gradually from scene to scene, from dialogue to dialogue; we start to get to know better the people and follow the marrow that extends in various directions, creating a wide setting. Everyday life is presented delightfully realistic, without tiring, but in a way that creates multiple foundations for understanding overall Toru’s life plan. The protagonist is very transparent, very clear, and everything he does has the clarity of glass without that meaning that his behaviour is flawless or that he is perfectly moral. He is a simple young man who does not derogate from his subconscious innocence in which small human errors fit.
          I have talked before about the velvet poetic writing and what they call in the film industry "photography": well tended landscapes, especially mountain scenes, but carefully, realistically given locations and city routes. All are located in the absolute naturalness, and the reader perceives them as pieces of a pure storytelling that does play tricks, even if the bends that occur gradually, and prepared perfectly normal, they do not let your mind get bored. 
       The Japanese novelist has consciously chosen to remove from the text elements of Japanese culture, leaving what is common to the entire civilized world. Thus, the project could be developed anywhere. This way, by throwing down the walls of localization or the graphic traditions, the novel becomes stateless but at the same time international. On the other hand, the dose to which sexuality is in the novel, without making it into porn, highlights the timeless human element of sexual lust, but also as a contemporary symptom of a free (unrestrained?) society.
         I will try to give my own interpretation to the whole project before you get the chance to read Greek and foreign views that I have collected about it. And what I did, because I was so immersed in the magic of the novel, that I said "this is literature, pure, perfect and for the whole world to see...". So even when I had finished the book, my thoughts kept going back to it.
         I think the "Norwegian Wood" (from a Beatles Song) talks about adulthood and love, as interrelated elements, of which the latter mostly affects ways of life and death of people. Toru is the simple average person, not something extreme, not anything special, except that the peculiarities, which we all have that makes us special. He meets the people, as goes through puberty, friends who commit suicide in the midst of their emotional transitions, and others who cynically use the body as a source of fleeting pleasures.
         In this context, the two girls symbolize sexuality two worlds, the world of innocence and the world of pleasure. On the one hand, Naoko, who works with the contraction of youth, loves without asking, is given without cause, makes love like she would a conversation, and of course only with people whom she feels close to, not even her first boyfriend. The loss of her boyfriend shakes her mental balance, because the foundations she had in her relations with others have been destroyed. On the other hand, Midori is more active, deliberately provocative, lust seeking, bulimic, seeks confirmation from men, and rushes like a predator hunting, in Rabelaisian prose, expresses her fantasies and invents new ones. Sexuality is an escape, which she uses to balance the prosaic of life and the basic instinct that makes her assertive and voracious.
         Between these two poles man operates. He has an instinct sensual, carnal, visceral, and an innocent soul who would like things to be simpler and more natural. The first is at times a source of freedom and imbalance, while the second is sometimes trapped in a "must" and oppressed by the weight of them.
        The novel is mostly streams and ponds to extract a central interpretation; it should bring the streams in a central river. This is not easy, but it is probably the source of the problem, the basis of trying to appreciate the parts into the whole and see the everyday relations in a comprehensive photo album with a common axis.
         Many Greek bloggers have talked previously about the book and saw how Western Murakami is, how little Japanese, which is neither good nor bad, but it is a sign of globalisation finding common paths to cross. 
   
                                                                                          Bookmark

Thursday, October 18, 2012

“Ίσλα Μπόα” του Χρήστου Αστερίου

Πλάνα σε ένα εξωτικό νησί, εικόνες από το παρελθόν δέκα ατόμων από τα πέρατα της γης, συγκλίσεις και αποκλίσεις, πάλη με τον εαυτό, τον άλλο και τη φύση και άλλα πολλά συστήνουν το ψηφιδωτό του νέου μυθιστορήματος του Αστερίου που αξίζει όσο λίγα. 


Καφές με γάλα καρύδας:
Χρήστος Αστερίου
“Ίσλα Μπόα”
εκδόσεις Πόλις
2012 

            Ποιος μπορεί να δει το πανόραμα της διεθνοποιημένης κοινωνίας-μας χωρίς να καταφύγει σε υπερσυσσώρευση μυθοπλαστικών στοιχείων και φόρτο λεπτομερειών μέσα σ’ ένα βαρυφορτωμένο μυθιστόρημα; Αυτό το ερώτημα επιχείρησε να απαντήσει ο συγγραφέας, σχέδιο φιλόδοξο, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να τον φέρει μπροστά σε μια μεγάλη αποτυχία, μόνο και μόνο εξαιτίας της μακρόπνοης στόχευσής-του. Και το πέτυχε χάρη σε μια έξυπνη ιδέα: να αποδώσει το παγκόσμιο σκηνικό με την αλληγορία ενός τηλεπαιχνιδιού, το οποίο φέρνει μαζί δέκα άτομα και των δύο φύλων, από διαφορετική ήπειρο, χώρα, κουλτούρα, επάγγελμα, θρησκεία κ.ο.κ.
            Η επιτυχία-του οφείλεται, κατά τη γνώμη-μου, στην εύγλωττη αντιστοιχία των μυθιστορηματικών δεδομένων, που ξεδιπλώνουν μια ευφάνταστη όσο και καλοστημένη ιστορία, και της οικουμενικής πραγματικότητας που αναδεικνύεται άρρητα αν και ξεκάθαρα στα μάτια του αναγνώστη. Όταν η διοργανώτρια εταιρεία φαλιρίζει, δέκα παίχτες μαζί με μερικά στελέχη της παραγωγής αποκλείονται στο νησί του Ειρηνικού και μόνοι, αβοήθητοι και άπειροι προσπαθούν να επιβιώσουν. Η επιβίωσή-τους, ενώ στην αρχή ισοδυναμεί με την ίδια τη φυγή από το παρελθόν-τους, το οποίο αποδίδεται με συνεχείς αναδρομές, και με το τεράστιο χρηματικό έπαθλο, γίνεται σταδιακά παιχνίδι ενάντια στη φύση και φυσικά στον θάνατο.
            Το μυθιστόρημα αποτελεί έναν κόσμο-καθρέφτη που αντικατοπτρίζει ένα κολοσσιαίο γίγνεσθαι, ένα παγκόσμιο σκηνικό που κάνει τη ζωή ζούγκλα και την επιβίωση αγώνα σε ένα γιγάντιο πεδίο που συχνά γίνεται ανεξέλεγκτο. Αυτό το παιχνίδι-αλληγορία συλλαμβάνει καίρια, πιο καίρια από κάθε κριτική στην οποία ανέτρεξα, η Δημητρούλια στην «Καθημερινή» της 3ης/6/2012. Θα ξεκινήσω από τα σημεία που επισημαίνει:
1.      η ιδέα του μυθιστορήματος προέρχεται από την τηλεοπτική κουλτούρα των realities και των παιχνιδιών επιβίωσης, ένα από τα οποία εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
2.      η φύση από παιχνίδι, εξωτισμός, επαφή με την οικολογία, γνωριμία με μια άλλη πιο αυθεντική ζωή μετατρέπεται ακούσια σε ζούγκλα, σε επιβίωση, σε αγώνα για να βγουν οι παίχτες από αυτήν και να ξαναγυρίσουν στην ασφαλή αγκαλιά του πολιτισμού!
3.      ποικίλα θέματα της (μετα)νεωτερικής εποχής-μας θίγονται, λιγότερο ή περισσότερο, και αναλύονται μέσα στη δράση: η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, η ταυτότητα και οι εσωτερικές συγκρούσεις, ο καπιταλισμός, η αγριότητα, η συλλογικότητα κ.ο.κ.
4.      η ανθρώπινη μοίρα είναι κοινή πέρα από τις όποιες επιμέρους πολιτισμικές διαφορές, μοίρα που ορθώνεται γυμνή μπροστά στο φυσικό περιβάλλον και στο θανατερό του περίβλημα.
5.      η πολυγωνική και πολυδιάστατη γραφή αναδεικνύει και τον τρόπο σύστασης του κόσμου: κάθε συνείδηση βλέπει τον εαυτό-του και μέσω αυτού τους άλλους που βιώνουν τα ίδια αλλά αισθάνονται και σκέφτονται διαφορετικά. 


Τι διαβάζουμε λοιπόν; Μα ένα κειμενικό παιχνίδι αναπαράστασης, όπου τα δεδομένα του σύγχρονου πολυδιασπασμένου και πολυπολιτισμικού κόσμου έρχονται σε σύγκρουση με τον εαυτό-τους αλλά και με τις αρχέγονες δυνάμεις της φύσης και της ζωής. Δέκα ματαιωμένων ζωών άνθρωποι προσπαθούν βρουν διέξοδο στη αναχώρηση από τον εαυτό-τους και στο χρήμα, αλλά το στίγμα της εποχής δεν τους εγκολπώνεται σύμφωνα με το ανθρώπινο σχέδιο κι έτσι μετατρέπονται σε πιόνια (Κουρμουλής, «Αυγή», 27/3/2012). Ο Αστερίου γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα, όπως επισημαίνει η Χαρτουλάρη («Τα Νέα», 18/2/2012), όπου ένα γνωστό λογοτεχνικό μοτίβο, το νησί των ναυαγών (βλ. τον Ροβινσώνα Κρούσο, τους ‘Ναυαγούς της Πασιφάης’ του Ταμβακάκη κ.ο.κ. -Μαντόγλου, www.bookpress.gr, 25/4/2012), γίνεται μικρογραφία μιας άλλης υπέρτερης εξουσίας, που είναι τα παγκόσμια συμφέροντα, αλλά και τα ΜΜΕ. Το υπαρξιακό παιχνίδι γίνεται παιχνίδι ύπαρξης και σαγηνεύει κριτικούς, αλλά, απ’ όσο καταλαβαίνω, και το κοινό, αφού ο καθένας μπορεί να βρει σ’ αυτό το μυθιστόρημα μια καλοκαιρινή, ενδιαφέρουσα και ζωντανή αφήγηση.
      Ο Κούρτοβικ («Τα Νέα», 12/5/2012) είναι ο μόνος που εξέφρασε δημόσια σοβαρές επιφυλάξεις για τη βαρύτητα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Καταρχάς, παρατηρεί ότι η ατσαλάκωτη γλώσσα των προσώπων δεν ανταποκρίνεται στο ρεαλιστικό πλαίσιο της μυθιστορηματικής παρουσίας-τους. Κι ακόμα περισσότερο που λείπει η γλωσσική πολυφωνία που θα διαφοροποιηθεί έντονα από αφηγητή σε αφηγητή σε μια σκυταλοδρομία που θέλει να δει καλειδοσκοπικά το ίδιο πράγμα. Αποτέλεσμα αυτής της πολυπολιτισμικής ισοπέδωσης είναι η εξωτερική ματιά με την οποία εκλαμβάνουμε τους ήρωες, αν και η σκέψη-τους δίνεται πρωτοπρόσωπα.
      Εντέλει, παρά τη δυνατότητα που είχε ο Αστερίου να απλώσει με μεγαλύτερη ποικιλία τον λόγο και τη «φωνή» των προσώπων-του, καταφέρνει να δώσει την αποσπασματικότητα του κόσμου αλλά και την εναγώνια πάλη του ανθρώπου να ξεφύγει από τα δεσμά-του σε μια κοινωνία που τον κινεί σαν μαριονέτα. Το έργο πέρα από όλα τ’ άλλα είναι και μια πραγμάτευση της ελευθερίας και των ορίων-της.
[Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 23/7/2012 ]
Πατριάρχης Φώτιος

Christos Asteriou
“Isla Boa”

            Images of an exotic island, of ten people’s past, who come from the ends of the earth, convergences and divergences, wrestling with themselves, the other and the nature, and many more recommend the mosaic of the new novel of Asteriou, which is truly worth it.
            Who can see the panorama of our globalized society, without resorting to fictional accumulation of data and of load details in a jam-packed novel? The author tried to answer this question; it was an ambitious plan, which could easily bring him to a major failure, simply because of the long-term targeting. And it succeeded thanks to a clever idea: to give the world stage with the allegory of a reality TV show, which brings together ten people of both sexes, from different continents, countries, cultures, professions, religions etc.
            The success is due, in my opinion, in an eloquent fictional correspondence of data, which unfurled an imaginative, and a well-presented history, an universal reality that emerges implicitly but clearly in the eyes of the reader. When the organizer goes bankrupt, ten players along with some of the production executives are left shipwrecked on the Pacific island alone and helpless, inexperienced are trying to survive. Their survival, while in the beginning is equivalent of escape from their past, which is attributed with constant flashbacks, and the huge prize money, it becomes progressively a game of survival against nature and of course death.
The novel is a mirror world that reflects a huge scene, setting a world that makes life a jungle and survival a constant combat in a giant field that is often uncontrollable. This game metaphor is captured more crucial in a book review by Dimitroulia, published in "Kathimerini" (3/6/2012), than any other book review which I read. I will start with the points she mentions:
        1. The idea of ​​the novel comes from the television culture of reality TV like survival games, one of which develops in front of the reader.
        2. The nature from game, exotic twist, contact with ecology, and knowledge of an authentic life, is converted into a jungle, a survival game, and a struggle for the players to come out of and to return to the safety of civilization!
        3. Various aspects of our (post)modern era are affected, more or less, and are analysed in the action: the relationship between man and nature, identity and internal conflicts, capitalism, wilderness, collegiality and so on.
       4. Human destiny is common and it goes beyond any individual and cultural differences; fate stands naked in front of the natural environment and ghastly crust.
       5. Polygonal and multidimensional writing show how the world is set up: every consciousness sees itself and the others who live through the same things but feel and think in a different way. 


            So what are we reading? A textual representation of the game, where the data of the modern world that is multi-rupturing and multicultural are in conflict with themselves, but at the same time also with the primordial forces of nature and life. Ten people’s lives which are trying to find a way out from themselves and the money, but the stigma of their era does not encapsulates according to the plan so people become pawns (Kourmoulis, newspaper "Avgi", 03/27/2012). Asteriou wrote a political novel, as is pointed out by Chartoulari (newspaper "Ta Nea" 18/02/2012), where a familiar literary pattern, Castaway Island (see Robinson Crusoe, "The Shipwrecked of Pasiphae” by Tamvakakis and so on –Mantoglou, www.bookpress.gr, 25/4/2012), becomes a miniature of another superior power, which is the world's interests, but also the media. The existential game is a game that seduces not only the critics, but from what I understand, the public as well, since anyone can find in this novel, a summer narrative which is interesting and lively.
            Kourtovik ("Ta Nea", 12.05.2012) is the only one who publicly expressed serious reservations about the importance of this undertaking. First, he observes that the unwrinkled language of the protagonists do not respond to the realistic context of the novel presence. And even more, they lack the linguistic diversity that should vary from narrator to narrator in a relay race who wants to see kaleidoscopically the same thing. The result of this multicultural leveling is the external look that the heroes are seen, although their thoughts are given in the first person.
            Finally, despite the possibility that Asteriou had, to stretch a more diverse speech and the "voice" of the protagonists, he manages to give the fragmentation of the world and the agonizing struggle of man to escape from his chains, in a society that moves him like a puppet. The project beyond everything else is a negotiation of freedom and its limits.
                                                                                   Bookmark