Tuesday, November 20, 2012

“το κίτρινο γιλέκο” του Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε

Μια περιπετειώδης ιστορία, με σκηνικά και κοστούμια εποχής, με ίντριγκες και συνωμοσίες βασιλικού βεληνεκούς είναι ικανή να ταξιδέψει τον αναγνώστη; 


Ισπανικός καφές από καστιλιάνικο χαρμάνι:
Arturo Pérez-Reverte
“El caballero del jubón amarillo”
2003
Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε
“Το κίτρινο γιλέκο”
μετ. Δ. Δημουλάς
εκδόσεις Πατάκη
2012 
            Τι περιμένει κανείς από τη σύγχρονη ισπανική πεζογραφία όταν χρησιμοποιεί το “μυθιστόρημα εποχής” για να γυρίσει σε ένα ένδοξο παρελθόν, το οποίο όμως παρουσιάζεται με λιγότερο λαμπερά χρώματα απ’ ό,τι θα ταίριαζε στην προβαλλόμενη δόξα-του;
            Ο καρθαγένιος συγγραφέας κερδίζει τον αναγνώστη που ανοίγει το βιβλίο-του με δυο τρεις πρώτες αλλά πετυχημένες πινελιές. Ένας αφηγητής, ο Ίνιγο Βαλβόα Αγίρε, ακόλουθος του λοχαγού και δεινού, αλλά οξύθυμου, ξιφομάχου Διέγο Αλατρίστε, παραμερίζει τον εαυτό-του για να περιγράψει το αφεντικό και τον κύκλο-του. Φυσικά, κάποια στιγμή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία, αφού η παρουσία-του θα συνδυαστεί με την αποκάλυψη μιας συνωμοσίας. Η εξιστόρηση απλώνεται σταδιακά, χωρίς βιασύνη που οδηγεί άλλους πεζογράφους στη συσσώρευση λεπτομερειών και προσώπων από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Οι μικρές αυτές πινελιές κυκλώνουν το θέμα και σταδιακά το αποκαλύπτουν. Η αφήγηση θυμίζει ελαφρά Θερβάντες και την τεχνική της εποχής να μιλάει ο αφηγητής χωρίς να πολυφαίνεται, να σχολιάζει, να ζητά συγγνώμη για τα λάθη-του, να διατηρεί ένα κουβεντιαστό ύφος που απευθύνεται ενίοτε στον αναγνώστη κ.ο.κ.
            Το δεύτερο στοιχείο είναι η αποτύπωση της εποχής. Πρόκειται για τις αρχές του 17ου αιώνα, όταν η Μαδρίτη διατηρεί ακόμα την αίγλη της ισπανικής κοσμοκρατορίας, αλλά με εμφανή τα σημάδια της παρακμής και με ακόμα πιο εμφανή τα συμπτώματα μιας υποβόσκουσας κοινωνικής κρίσης, όπου κυριαρχεί η υποκρισία, η αρχοντική ξιπασιά, η επιφάνεια που αποδέχεται την τιμή ως ύψιστη αξία αλλά κατά βάθος προβαίνει στις μέγιστες αυθαιρεσίες, η τιμή των όπλων, πιο πολύ ως εγωισμός παρά ως αξιοπρέπεια, η απιστία, η παρασκηνιακή πολιτική από το παλάτι και την άρχουσα τάξη που ζει αλαζονικά, η νύχτα της πόλης και ο υπόκοσμος που προσπαθεί να επιβιώσει, η ανασφάλεια των δρόμων… Και μέσα σ’ όλα αυτά, προβάλλεται διακειμενικά η υψηλή θέση της λογοτεχνίας, περισσότερο του θεάτρου (με προεξάρχοντα τον δραματουργό Λόπε δε Βέγα) και της ποίησης με τον Φρανθίσκο δε Κεβέδο και λιγότερο της πεζογραφίας, όπου η μορφή του Μιγέλ δε Θερβάντες αρχίζει δειλά δειλά να κερδίζει την εκτίμηση του κοινού.
            Το πλαίσιο, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι σαφή. Μένει να δούμε πώς αυτό το κλίμα θα προσδώσει στην ιστορία μυθοπλαστική ένταση (τραγική; ειρωνική; κοινωνική; κ.ο.κ.).
            Κι εκεί κάπου, καθώς το μυθιστόρημα έχει φτάσει στη μέση-του, ο λοχαγός Αλατρίστε κατηγορείται για απόπειρα δολοφονίας του ίδιου του βασιλιά, αποτέλεσμα μιας καλοστημένης μηχανορραφίας που μετέτρεψε μια βραδινή έξοδο σε παγίδα. Έτσι, το μυθιστόρημα αποκαλύπτει πλήρως την περιπετειώδη φύση-του, σαν αυτά του 19ου αιώνα, όπου σπαθιά, μονομαχίες και νυχτερινές διαφυγές παίρνουν πρωταγωνιστική θέση. “Οι τρεις σωματοφύλακες” γίνονται παράδοση, που έρχεται μέχρι τον 21ο αιώνα να συνεχιστεί ως ανάγνωσμα εποχής που βυθίζεται στην ατμόσφαιρα μιας περιόδου, η οποία ευνοούσε –τουλάχιστον λογοτεχνικά- το σκηνικό περιπέτειας και σασπένς.
            Αν κανείς μείνει στην περιπέτεια και στην ιστορική ανάπλαση, κέρδισε ένα ανάγνωσμα που δεν συνεπαίρνει καθηλωτικά, αλλά προσελκύει σε αξιοπρεπή βαθμό το ενδιαφέρον και ζωντανεύει τον 17ο αιώνα με κινηματογραφικές φωτογραφίες και καίριες λογοτεχνικές περιγραφές. Αν όμως θελήσει να δει πίσω από τα χρώματα, ίσως εκτιμήσει και την αποτύπωση της σήψης μιας κοινωνίας, που από τη μία βιώνει την υποκρισία της υψηλής κοινωνίας (μια καλοστημένη βιτρίνα πίσω από την οποία ούτε οι ίδιοι οι υψηλά ιστάμενοι δεν ήταν ικανοποιημένοι με τη ζωή-τους και φρόντιζαν να την διανθίσουν χωρίς όμως να γίνουν αντιληπτοί) κι από την άλλη ανέχεται τα κατώτερα στρώματα που ζουν στην αμάθεια, στην ανέχεια, στη διαφθορά και στην κοινωνική υποβάθμιση. Η Μαδρίτη του 17ου αιώνα, η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας δύο τουλάχιστον ηπείρων και πολλών θαλασσών, είναι και το δείγμα της εποχής, η οποία, ενώ καλλιεργεί τα γράμματα ως εξωτερικό διάκοσμο, τα παραμερίζει όταν το χρήμα ή το συμφέρον υποσχεθούν πιο άμεσα κέρδη.
            Μου φαίνεται ότι τελικά το πρώτο κυριαρχεί και το δεύτερο έρχεται να προσδώσει βάθος, χωρίς να είναι άμεση φιλοδοξία του συγγραφέα. Μια απλή περιπέτεια είναι εντέλει ή όχι λίγη;
            [Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 1/10/2012 ]
Πατριάρχης Φώτιος

6 comments:

Pellegrina said...

αυτο που μου αρεσει σε αυτο το συγγραφέα (εχω διαβασει ενα βιβλίο του,πριν χρόνια,μου αρεσε στο ειδος του)ειναι το οτι εχει διαλέξει ενα θεμα (ενανκόσμο,μια εποχή)και το αναπτύσσει σε ολόκληρη σειρά.(και με τοιδιο βασικο προσωπο,τον Αλατριστε) Δεν λεω οτι ολοι αυτο πρέπει να κάνουν,μου αρεσει ομως. Τελικά,αφηνει ιχνος.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Pellegrina,
όντως μια τέτοια συνέχεια είναι ενθαρρυντική στον αναγνώστη να αναζητήσει και τα υπόλοιπα έργα-του. Κάτι τέτοιο είναι συχνά στα αστυνομικά, τώρα το βλέπουμε και στα μυθιστορήματα εποχής.
Πατριάρχης Φώτιος

Unknown said...

Αγαπητέ Πατριάρχη Φώτιε,
θα ήθελα να σας στείλω το βιβλίο που εξέδωσα πρόσφατα, με τίτλο "Τα Βιβλία που αγάπησα",που περιέχει παρουσιάσεις βιβλίων, αρκετά εκλαϊκευμένες, γιατί τις παρουσίαζα σε πρωινή εκπομπή του ραδιοφώνου του ΡΙΚ πριν από αρκετά χρόνια.
Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου γράψετε μια διεύθυνση για να σας το στείλω;
Σας ευχαριστώ πολύ.
Καλά διαβάσματα.
Σας παρακολουθώ ανελλιπώς. Συγχαρητήρια!
Φιλικά
Ζήνα Λυσάνδρου Παναγίδη

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ζήνα,
ευχαρίστως.
Δώσε μου ένα μέιλ ή στείλε μου μήνυμα στο μέιλ μου:

sjuzet@hotmail.com

Πατριάρχης Φώτιος

Unknown said...

Πολύ ωραία κριτική-περίληψη του βιβλίου. Μπράβο. Όμως το έχεις διαβάσει, σου άρεσε;

Πάπισσα Ιωάννα said...

Fairytalesman,
αν θέλει κάποιος μασημένη τροφή, τότε θα έγραφα "όχι δεν μου άρεσε". Αλλιώς, μπορεί μέσα από τα συμφραζόμενα να δει ότι ναι μεν έχει μερικά θετικά σημεία, αλλά τελικά φτάνουν αυτά; Η ρητορική ερώτηση και οι σκόρπιες παρατηρήσεις δεν χρειάζεται, κατά τη γνώμη-μου, περαιτέρω ταμπέλες.
Αλλιώς θα έγραφα σημειώσεις για να κωδικοποιώ την άποψή-μου...
Πατριάρχης Φώτιος