Friday, February 25, 2011

“Κωμωδία” του Αχιλλέα Κυριακίδη

Υπάρχουν πάμπολλα βιβλία τα οποία δεν μπορεί κανείς να καταλάβει αν δεν δεχτεί ένα φιλικό ερέθισμα ερμηνείας, ή θα τα θεωρήσει αν-ούσια, αν δεν βρει ένα κλειδί για να τα διαβάσει. Γι’ αυτό συζητάμε με βιβλιόφιλους φίλους, γι’ αυτό κοιτάμε να δούμε τι γράφουν οι κριτικοί, γι’ αυτό περιμένουμε στα τραπεζάκια του Βιβλιοκαφέ να μάθουμε από τους θαμώνες τρόπους άλωσης ενός βιβλίου.

Πολυποικιλιακός καφές με άρωμα βανίλια:
Αχιλλέας Κυριακίδης
“Κωμωδία”
εκδόσεις Πόλις
2010

            Σε ποστ της 18.3.2007 είχα περιδιαβεί τις συλλογές διηγημάτων και δοκιμίων του Κυριακίδη και είχα δει φωτεινά δείγματα καινοτομιών αλλά και μια μπορχεσιανή μανιέρα που με κούραζε. Σ’ αυτήν τη νουβέλα, πιστεύω ότι ο Μπόρχες χωνεύεται και χάνεται πίσω από τη αυτονομία της γραφής, η οποία κρατά βέβαια τον ειρωνικό τρόπο και το δοκιμιακό ύφος του λατινοαμερικάνου συγγραφέα, αλλά το ποτίζει με τη δική-του λογοτεχνική ιδιοσυγκρασία. Κι αυτό κάνει την «Κωμωδία» κάτι άλλο, πιο στρυφνό ίσως αλλά και πιο κυριακίδειο…
            Ο κεντρικός πρωταγωνιστής μετεξελίσσεται χωρίς μεταβατικά βήματα από καθωσπρέπει ιδιωτικό υπάλληλο σε ενεργό πολιτικά αγωνιστή και από Αλβανό καθηγητή πανεπιστημίου σε φυγάδα της αστυνομίας.

1ο πρόσωπο
(13-36)

Μικρο-(μεσο-)αστός, πτυχιούχος νομικής, εργάζεται στην τράπεζα, κατοικεί στην Παπαδημητρακοπούλου μόνος, άγαμος, με μάνα και αδελφή, συντηρητικός εν γένει, αδιάφορος περί της ποίησης, μόνος και αντικοινωνικός προτιμά την ησυχία της απομόνωσης, νομιμόφρων από κομφορμισμό, λίγο ρατσιστής και οπαδός της καθαρότητας του ελληνισμού, απολίτικος αλλά και διορισμένος τη διάρκεια της χούντας, επαναπαυμένος στη ζωή-του χωρίς γυναίκα, προσηλωμένος στις οικονομίες-του, στάσιμος μέσα στην καθημερινότητά-του,

ώσπου μια μέρα, αυτό το ασήμαντο ανθρωπάκι χωρίς φίλους ή εχθρούς έλαβε ένα απειλητικό μήνυμα στον τηλεφωνητή-του, με αποτέλεσμα να καταφύγει στην αστυνομία για να το δηλώσει.

2ο πρόσωπο
(36-48)

Ο πρώτος μετασχηματισμός φέρνει τον Δ.Χ. να έχει σύνευνη, τη γυμνή και ποθητή Αριάδνη, να έχει παρελθόν σε διαδηλώσεις και πορείες, απότοκο όπως φαίνεται από τη φοιτητική-του δράση και την κομματική-του ενεργοποίηση σε κάποια Νεολαία, ενώ το 1973 είχε περάσει και λίγο από την Ασφάλεια. Η Αριάδνη γεννάει τον γιο-του, ενώ ο Δ.Χ. διορίζεται στην τράπεζα, εκδίδει ένα βιβλίο για τον Ταρκόφσκι και τον Μπόρχες, κερδίζει μερικά λογοτεχνικά βραβεία κ.ο.κ. Στο τέλος αποδεικνύεται ότι είχε καταδώσει έναν συναγωνιστή-του…

Σαν άλλος Θησέας βρίσκει την Αριάδνη-του και έτσι δραπετεύει από τον λαβύρινθο της στασιμότητάς-του και ορθώνει το ενεργό πολιτικά παρελθόν-του. Πάντα όμως πίσω από ένα Όχι κρύβεται ένα Ναι και τανάπαλιν.

3ο πρόσωπο
(48-61)
Καθηγητής πανεπιστημίου, Βαλκανιολόγος, πρόεδρος του Ελληνοαλβανικού Συνδέσμου Φιλίας, καταγόμενος από την Πρεμετή της Αλβανίας


            Η εναλλαγή προσώπων και προσωπείων, η ιδιότυπη σχέση του Δ.Χ. με τον Παπαδημητρακόπουλο, τον οποίο άλλοτε καταδίδει στο καθεστώς, άλλοτε βρίσκει να του έχει αφιερώσει μια νουβέλα κι άλλοτε εμφανίζεται σαν λοχαγός-του να του κάνει φάρσα με ψεύτικο μουστάκι κ.ο.κ., καθιστούν τον κεντρικό χαρακτήρα ένα είδος χαμαιλέοντα που μπορεί τη μια να είναι συντηρητικός και καθωσπρέπει και την άλλη κυνηγημένος από την αστυνομία ή τη μια να έχει κακές σχέσεις με το βιβλίο και τη διανόηση και την άλλη να είναι καθηγητής πανεπιστημίου. Είναι ο Έλληνας αυτός που ελίσσεται και προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις; Είναι ο μέσος άνθρωπος που δεν έχει σταθερή γνώμη, δεν έχει επομένως σταθερή ταυτότητα αλλά αλλάζει κάθε φορά που ψηφίζει, που ακούει στις ειδήσεις τα νέα, που συζητά και παρασύρεται από τις διάφορες φωνές και σειρήνες;
            Ωστόσο έχω επιφυλάξεις γι’ αυτό το είδος λογοτεχνίας, κυρίως επειδή συντηρεί δοκιμιακά έργα συσκευασμένα σε αφηγηματική μορφή, που ναι μεν σε εισάγουν στα γρανάζια του λαβυρίνθου-τους (μπορχεσιανής κοπής κι αυτός) αλλά ταυτόχρονα σε εξορίζουν από το όποιο συναίσθημα που θα σε σαγηνεύσει. Μόνος ο προβληματισμός για την υφή της ταυτότητας και την ποικιλία ρόλων κάθε ανθρώπου ίσως δεν φτάνει για να κάνει τη νουβέλα ευρέως αξιανάγνωστη.

Την Τρίτη 1 Μαρτίου δικαιωματικά θα παρουσιαστεί το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου, αφού σε πρόσφατη ψηφορορία κέρδισε επάξια την 1η θέση (μαζί με τη "Φόνισσα" του Αλ. Παπαδιαμάντη).
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, February 21, 2011

“Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ” του Τζόναθαν Κόου

Τα βιβλία-του έχουν τα τελευταία 20 χρόνια κυκλοφορήσει στα ελληνικά και έχουν χτίσει σταδιακά τη φήμη-του. Οι μεταφράσεις γενικά έργων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής και διεθνούς λογοτεχνικής παραγωγής βοηθούν ιδιαίτερα στην προσπάθεια του ελληνικού κοινού να διαμορφώσει το αναγνωστικό-του γούστο. Αυτή η μετακένωση μάς φέρνει πιο κοντά σε αυτό που θεωρείται στην Αγγλία ως τρέχουσα λογοτεχνία και επίπεδο γραφής.


English coffee with gin:
Jonathan Coe
“The Terrible Privacy of Maxwell Sim”
2010
Τζόναθαν Κόου
“Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ”
μετ. Μ. Ζαχαριάδου
εκδόσεις Πόλις
2010

            Το βιβλίο είναι στην ουσία ένα μυθιστόρημα δρόμου (road novel). Κι όποτε συναντάμε τέτοιο έργο είναι συνδυασμένο με την αναζήτηση ταυτότητας. Ως εδώ είναι λογικό αν και πολυφορεμένο. Ο Μάξουελ Σιμ είναι έρημος, καταθλιπτικός, εγκαταλελειμμένος από τη γυναίκα-του που πήρε μαζί-της και τη μικρή-τους κόρη, χωρίς δουλειά, με έναν μποέμ πατέρα, με τον οποίο δεν έχουν αρμονικές σχέσεις κ.ο.κ. Μία σκηνή σε ένα εστιατόριο μιας Κινέζας με τη μικρή-της κόρη μένει χαραγμένη στον νου του και θα ήθελε να τη γνωρίσει, αλλά… Όταν πιάνει δουλειά σε εταιρεία οδοντοβουρτσών, αναλαμβάνει να πάει στη βόρεια Βρετανία, στα νησιά Σέτλαντ για να προωθήσει το προϊόν, καταγράφοντας την πορεία-του ώστε να αξιοποιηθεί σε διαφημιστικό σποτ.
            Το μυθιστόρημα είναι η αφήγηση αυτής της πορείας, η συνάντηση με φίλους, γονείς φίλων, την πρώην γυναίκα-του και το παιδί-του και κυρίως η παρέα του με την Έμα, την ηλεκτρονική πλοηγό του αυτοκινήτου-του, που δεν γκρινιάζει, δεν φλυαρεί και δεν θυμώνει… Πάνω σ’ αυτήν την πορεία χτίζεται η βασική γραμμή της αφήγησης, απ’ όπου με διακλαδώσεις ακούγονται συμβάντα από τη ζωή-του στο παρελθόν, η οπτική γωνία της γυναίκας-του γι’ αυτόν, η ζωή του πατέρα-του και σαν αναλογικό πρότυπο η απόπειρα του Ντόναλντ Κρόουχερστ να κάνει τον γύρο του κόσμου με πλεούμενο, πράγμα που ο επίδοξος θαλασσοπόρος δεν κατάφερε και γι’ αυτό έγραψε μυθοπλαστικά την πορεία που δεν έκανε. Δυστυχώς όμως έγινε αντιληπτός… Το ίδιο τελικά θα επιχειρήσει να κάνει και ο Μάξουελ Σιμ, αλλά η εταιρεία χρεοκόπησε και όλα έληξαν άδοξα.
             Το τελευταίο θέμα είναι εν μέρει και μια αυτοαναφορική επισήμανση για τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνία χτίζει τους πλαστούς-της κόσμους. Όπως ο Κρόουχερστ επινόησε όσα δεν έζησε, έτσι και ο συγγραφέας επιχειρεί να οικοδομήσει ένα δικό-του σύμπαν, συνήθως αληθοφανές, το οποίο να παρουσιάσει ως πραγματικό. Πάνω σ' αυτή τη σύμβαση και ο αναγνώστης δοκιμάζει να εισέλθει σ' αυτόν τον κόσμο και -πέρα απ' όλα τ' άλλα- να ελέγξει έστω και υποσυνείδητα την ανθεκτικότητά-του.
            Το βασικό θέμα του μυθιστορήματος ωστόσο δεν είναι η πορεία προς το Σέτλαντ αλλά ο επαναπροσδιορισμός της προσωπικής ζωής του πρωταγωνιστή, που αναζητά την επαφή, ψάχνει απεγνωσμένα ένα πατέρα, ζηλεύει την οικογενειακή ευτυχία και συνάμα επιδιώκει μια οικογενειακή φωλιά (και γι’ αυτό προσεγγίζει την Κινέζα που είδε στο εστιατόριο). Το τέλος δεν εκτοξεύει το κείμενο, ούτε δίνει απαντήσεις και σωτήριες καταλήξεις. Πιο πολύ παρακολουθούμε μια ιδιωτική ζωή που θα ήθελε να είναι πιο στενά συνδεδεμένη με τους άλλους: δείτε λ.χ. την παράφρονα προσπάθεια να αντικαταστήσει τον Άλλο που του λείπει με την πλοηγό-του στην οποία μιλάει επανειλημμένα και εν μέρει παραισθησιακά.
Η προσπάθεια για αυτογνωσία συνδυασμένη με την πολυδαίδαλη πορεία του Σιμ, η έξοδος από τη μοναχικότητα και η συνάντηση με πολλούς, η ύπαρξη πολλών φίλων στο facebook αλλά σχεδόν κανενός στην πραγματική ζωή κάνουν το βιβλίο μια μικρή περιπλάνηση, χωρίς να περιμένει κανείς σώνει και καλά ένα εκκωφαντικό τέλος.
Αφού είχα γράψει την αναφορά-μου, έψαξα να βρω τι έχει γραφτεί για το βιβλίο και να βρω μια βαθύτερη ερμηνεία. Μου άρεσε πιο πολύ η παρουσίαση της Σταυρούλας Παπασπύρου στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” με τίτλο «Πορτρέτο ενός μοναχικού» (24.10.2010: http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=24/10/2010&id=215927). Δείτε επίσης και το άρθρο του Jeremy Paxman στον “The Observer”, Sunday 9 May 2010 (http://www.guardian.co.uk/books/2010/may/09/privacy-maxwell-sim-jonathan-coe). Η μοναχικότητα και ο μέσος όρος ενός καθημερινού ανθρώπου μπορούν να λειτουργήσουν εντέλει ως έναυσμα για να πλαστεί η ανάγκη του καθενός να ξαναβρεί τον εαυτό-του μέσα από τους άλλους.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 18, 2011

“Θα πολεμάς με τους θεούς” του Δημήτρη Στεφανάκη

«Θερμοπύλες» του Κ.Π. Καβάφη
Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.


Καφές φίλτρου με γάλα:
Δημήτρης Στεφανάκης
“Θα πολεμάς με τους θεούς”,
εκδόσεις Πατάκη
2010

Στήβεν Πρέσφιλντ, “Οι πύλες της φωτιάς”, Παναγιώτης Μπαλτάκος “Το τέλος του Εφιάλτη” κ.ο.κ. : η μάχη των Θερμοπυλών αποτέλεσε θέμα ιστορικών βιβλίων και μελετών αλλά και λογοτεχνικών αναπλάσεων, καθώς συμβολίζει το μεγαλείο ενός λαού που προτιμά τον θάνατο παρά την ελάχιστη ένδειξη ανανδρίας.
            Ο Στεφανάκης δείχνει την αρχαιομάθειά-του αλλά κυρίως την αρχαιολατρία-του, η οποία δεν φαίνεται να είναι προγονόπληκτη. Γράφει στην ουσία μια μυθιστορηματική βιογραφία του Λεωνίδα, από την παιδική ηλικία και την αγωγή, τις πρώτες αποστολές, την ανάρρηση στον θρόνο και τέλος το αποκορύφωμα, τη θυσία στη μάχη των Θερμοπυλών. Παρουσιάζεται ανάγλυφα ο τρόπος ζωής των Σπαρτιατών και η φιλοσοφία της ζωής-τους, μια ζωή εδραιωμένη στα ηθικά πιστεύω-τους, στις πατροπαράδοτες συνήθειες και πάνω απ’ όλα στην αίσθηση του καθήκοντος. Ο συγγραφέας έψαξε προσεκτικά την εποχή, συνέθεσε με επιμέλεια τις λεπτομέρειες και έβαλε όρους και τακτικές μέσα στην αφήγηση, αποφεύγοντας την παγίδα άλλων που φλυαρούν διδάσκοντας για το παρελθόν με στοιχεία εντελώς άσχετα ή εμφανώς αποκομμένα από τα επεισόδια, τους χαρακτήρες ή την πλοκή. Ο 43χρονος πεζογράφος στήνει πλοκή, την εμπλουτίζει με αληθινά περιστατικά και αληθοφανείς λεπτομέρειες κι έτσι χαρίζει στον αναγνώστη μια εύπεπτη ανάγνωση, μια καλογραμμένη ιστορία, μια βουτιά στο αρχαίο κάλλος που μετατρέπεται σε μυθιστόρημα με τους κλασικούς όρους της ιστορικής αφήγησης.
            Το ερώτημα που προκύπτει για τη σημερινή αναγνωστική ανταπόκριση είναι ένα αλλά σημαντικό: τι δουλειά έχει μια κλασικίζουσα αφήγηση στην κοσμογονία ανατρεπτικών ιστορικών αφηγημάτων; Τι νόημα έχει μια αναπαράσταση της ζωής του Λεωνίδα σε καιρούς που τα προβλήματα της ιστορίας τίθενται σε άλλο παρονομαστή;
            Μια πρώτη απάντηση (αισθητική κατά βάση) είναι η ίδια η χαρά της αφήγησης και της ξενάγησης στον αρχαίο κόσμο με γλαφυρές σκηνές και ζεστή γλώσσα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με το θέμα από μεράκι και ο αναγνώστης αντλεί πληροφορίες και εισέρχεται στην εποχή μέσα από μια άνετη αφήγηση. Η δεύτερη πιθανή απάντηση είναι ιδεολογική: ο τρόπος ζωής των αρχαίων, η σταθερότητα σε αξίες διαχρονικές, οι καθαρές κουβέντες των Σπαρτιατών και φυσικά η αυτοθυσία του Λεωνίδα για την πατρίδα έρχεται να δώσει το παρών σε μια εποχή που οι εθνικές αξίες φθίνουν και ξεπουλιούνται πολλά μπροστά στην ανάπτυξη ή στους εξωγενείς εχθρούς. Η τρίτη απάντηση είναι πολιτική: ο ηγέτης πρέπει να ελέγχει τον εαυτό-του, να ζει λιτά και να μην προκαλεί τους στρατιώτες-του (πολίτες), να τίθεται κάτω από το κοινωνικό συμφέρον, να στέκεται μέχρι τέλους στο καθήκον κ.ο.κ.
«Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες»,
πίνακας του Ζακ Λουί Νταβίντ
            Καμία από τις απαντήσεις δεν αποκρίνεται σε βάθος στο ερώτημα «γιατί μια παραδοσιακή ιστορική αφήγηση είναι απαραίτητη σε μια κοινωνία που σκέφτεται διαφορετικά;» Το ιστορικό αφήγημα έχει αλλάξει, γιατί η κλασική αίσθηση της ιστορίας έχει παρέλθει και τα διδάγματα της ιστορίας δεν μπορούν να ορθωθούν, αν δεν σχηματοποιηθούν με νέους όρους. Οι συνθήκες του σήμερα δεν είναι απλώς η κατάπτωση των παλαιών αξιών, ούτε μπορούμε να σκεφτόμαστε σαν τον Λεωνίδα, παρόλο που η στάση-του έχει μια παραδειγματική αξία. Σκεφτόμαστε αλλιώς και επομένως η λογοτεχνία πρωτοπορεί, όταν επαναθέτει παλαιά προβλήματα με νέους όρους.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, February 14, 2011

“Κόντρα” επώνυμης κριτικής και ανώνυμης ιστολόγησης

Άνοιξε ο χώρος της κριτικής με τα ιστολόγια ή κατάντησε φασισμός της μάζας; Πρέπει να ανησυχεί η επίσημη κριτική από τους ανώνυμους ιστολόγους; Είναι η γνώμη του απλού αποδέκτη του καλλιτεχνικού έργου ισότιμη με αυτήν του επαγγελματία κριτικού;

            Αυτά και άλλα παρόμοια κριτήρια έθεσε με την καίρια έρευνά της η Κατερίνα Λυμπεροπούλου στο «Βήμα της Κυριακής» (13.2.2011: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=34&artId=328024&dt=13/02/2011) ρωτώντας ανθρώπους της τέχνης (Βαρώτσος: εικαστικός, Λέχου: ηθοποιός, Σμαραγδής: σκηνοθέτης) και της κριτικής (Μήτσης: κριτικός κινηματογράφου, Διαμαντάκου: τηλεκριτικός, Χατζηβασιλείου: κριτικός βιβλίου και Γεωργουσόπουλος: κριτικός θεάτρου) γύρω από τη σχέση της επίσημης κριτικής και της ανώνυμης διαδικτυοκριτικής και τη βαρύτητα που έχει η καθεμία.
            Καταγράφηκαν στην ουσία (με αδρές ομαδοποιήσεις) τρεις απόψεις:
1.      Η κριτική είναι αποδεκτή μόνο όταν ασκείται από καλλιτέχνες, που ξέρουν τον πόνο και την πορεία της δουλειάς του άλλου.
2.      Η αξιολόγηση έργων τέχνης από το ευρύ κοινό έχει ουσιαστική σημασία, εφόσον αντικατοπτρίζει την κοινή γνώμη.
3.      Η επώνυμη κριτική κουβαλά το βάρος της υπογραφής της, αφού γράφεται από ειδικούς στον χώρο που διαθέτουν γώση και πείρα.


1.      Η πρώτη άποψη ακούστηκε μόνο από τον εικαστικό Βαρώτσο, αλλά είναι νομίζω και άποψη πολλών καλλιτεχνών, οι οποίοι εμπιστεύονται μόνο τη γνώμη τής εφαρμοσμένης τέχνης. «Δεν αναγνωρίζω κανέναν επίσημο κριτικό που δεν είναι καλλιτέχνης. Για να προσδιορίσεις ένα πολιτισμικό φαινόμενο και να το υπογραμμίσεις ως κριτικός τέχνης πρέπει και εσύ να βουτήξεις στο κενό μαζί με τον καλλιτέχνη», λέει ο δημιουργός του «Δρομέα». Αυτή η άποψη έρχεται πιο κοντά στη γνώμη του κοινού που εκφράζει το λαϊκό ένστικτο και δεν είναι διαπλεκόμενη.
2.     
Η δεύτερη άποψη στηρίχτηκε κυρίως από τους καλλιτέχνες αλλά δεν φάνηκε να φαντάζει ως απειλή για τους «ειδικούς». Ο Σμαραγδής υποστηρίζει την «αυθεντικότητα» με την οποία το κοινό μπορεί να προσεγγίσει τα έργα τέχνης, βλέπει στο διαδίκτυο ποικιλία απόψεων και πολλές φορές «διαμαντάκια», ενώ ο Μήτσης «ανακαλύπτει φρέσκια, σπιρτόζικη και έξυπνη κινηματογραφική κριτική στο Ιnternet». Ο Χατζηβασιλείου τέλος «ανακαλύπτει πολλές φορές έναν ερεθιστικό, αντισυμβατικό και ανατρεπτικό λόγο σε κείμενα γύρω από το βιβλίο τα οποία διαβάζει στο Ιnternet» και η Λέχου αποδέχεται τη γνώμη του κοινού
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τη δημοσιογράφο του «Βήματος» γιατί στα βιβλιόφιλα μπλογκ που αναφέρει (σε ένα χρωματισμένο πλαίσιο) είναι και το Βιβλιοκαφέ (vivliocafe.blogspot.com) μαζί φυσικά με το ιστολόγιο του Librofilo (librofilo.blogspot.com).
Εγώ ωστόσο θα έλεγα ότι στον χώρο του βιβλίου υπάρχουν καλά ιστολόγια, πέρα από εμάς τους δύο, τα οποία κάποια στιγμή πρέπει να προβληθούν.


Απέναντι σ’ αυτήν την πλευρά, ακούστηκαν ωστόσο βάσιμες αντιρρήσεις, κυρίως για την χαμηλή ποιότητα του μέσου όρου των καταγραφών, φυσικά λόγω της μαζικότητάς-τους. Η Διαμαντάκου, παρόλο που έχει δει ενδιαφέρουσες απόψεις, πιστεύει ότι όσα βλέπει «μέχρι στιγμής στο Ιnternet σχετικά με τον χώρο της τηλεόρασης όπου, σημειωτέον, δεν υπάρχει καμία παράδοση στην κριτική- είναι κακογραμμένα, εμπαθή και προσανατολισμένα σε περιορισμένα πράγματα», ο Σμαραγδής επισημαίνει ότι «μπορεί κάποιος να βρει υπερβολές, ακόμη και απόψεις υποκινούμενες από δόλιους σκοπούς», ενώ ο Μήτσης τονίζει ότι «η ανωνυμία των περισσότερων τοποθετήσεων στο Ιnternet τις κάνει να μοιάζουν με κραυγές στον αέρα. Κακά τα ψέματα, το Ιnternet στερείται “βαρύτητας” και δεν έχει βρει μια σταθερή μορφή στην Ελλάδα. Καλό είναι να αφουγκράζεται κανείς αυτές τις απόψεις και να παίρνει ιδέες, αλλά πάντα με φίλτρο». Ο Γεωργουσόπουλος είναι καταπέλτης εναντίον των φωνών αυτών που μοιάζουν με κραυγές του γηπέδου.

3.      Η συνηγορία της κριτικής ήρθε από τους ίδιους. «Η υπογραφή ενός κριτικού που κάνει χρόνια αυτή τη δουλειά είναι brand. Είτε θυμώνει είτε διαφωνεί μαζί του, ο θεατής σε αυτόν θα ανατρέξει διότι εκεί αισθάνεται ασφάλεια», επισημαίνει η Διαμαντάκου. Ο Γεωργουσόπουλος είναι σχεδόν απόλυτος: «Το κύρος ενός κριτικού το εξασφαλίζουν η παιδεία του και η διάρκεια που έχει η καριέρα του στον χώρο… Μην ξεχνάτε ότι όλοι εμείς δεν κάναμε απλώς κριτική. Μαθαίναμε θεατρολογία και δραματολογία για να τεκμηριώνουμε τις απόψεις μας», ενώ ο Χατζηβασιλείου εξηγεί ότι «όταν οι εφημερίδες περάσουν εξ ολοκλήρου σε ηλεκτρονική μορφή θα τεθούν όρια ανάμεσα στον ειδικό λόγο και στον λόγο του οποιουδήποτε».
Η κριτική εναντίον των κριτικών δεν έρχεται μόνο από τους καλλιτέχνες αλλά και από τους ίδιους. «Είναι μικρός ο αριθμός των κριτικών που μπορείς να εμπιστευτείς σήμερα» μας λέει. «Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι δημιουργούν κλίμα διαμορφώνοντας την τάση της στιγμής η οποία υπαγορεύεται από προσωπικές προτιμήσεις στα πρόσωπα και όχι από το έργο αυτό καθεαυτό», πρεσβεύει ο Σμαραγδής, ενώ ο Μήτσης σε ένα είδος αυτοκριτικής επισημαίνει ότι οι ίδιοι οι κριτικοί έχουν φαλκιδεύσει το έργο-τους, αφού έχουν μετατραπεί σε «οδηγούς κατανάλωσης» και πολλές φορές οι υπόνοιες για διαπλοκή υπονομεύουν το κύρος-τους. Το τελευταίο πιστεύει και ο Βαρώτσος, ενώ η Λέχου τους κατηγορεί ότι μπορεί να διακρίνονται από εμπάθεια.

Δεν θα υποστηρίξω εδώ τα ιστολόγια. Όπου υπάρχει μαζικότητα και ελευθερία γνώμης, συχνά εκεί εμφιλοχωρεί η προχειρότητα, η ασυδοσία, η χωρίς παιδεία αξιολόγηση. Μα από την άλλη, η ελιτίστικη άποψη της κριτικής και συχνά η εξυμνητική σε πρόσωπα και όχι σε έργα στάση-της πέφτει πάνω σε πιο απαιτητικές και ανεξάρτητες φωνές. Θα συμφωνήσω με τον Γεωργουσόπουλο (έστω κι αν εμμένει σε μια παρωχημένη οπτική γωνία καταδικάζοντας αν όχι αγνοώντας τα ιστολόγια) στο σημείο που λέει ότι η εκπαίδευση είναι αυτή που καθορίζει τον εμπνευσμένο και έγκριτο κριτικό από τον εμπειρικό κριτή του διαδικτύου. Το ζήτημα είναι αν όντως όλοι οι κριτικοί είναι πεπαιδευμένοι και ειδικευμένοι ή αν οι ιστολόγοι στερούνται ειδικών γνώσεων και κατάρτισης.
Γνώμη-μου είναι ότι η ετερότητα της γραφής κάθε μέσου (άλλο η εφημερίδα και ο φιλολογικός τύπος κι άλλο τα ιστολόγια) διευρύνουν τη βάση του διαλόγου και στην πορεία μπορούν να αλληλεπιδράσουν. Οι κριτικοί παίρνουν ιδέες και δεν αρκούνται στην αυτάρκειά-τους, ενώ οι ιστολόγοι καλό είναι να προσπαθήσουν να γίνουν πιο υποψιασμένοι για το θεωρητικό υπόβαθρο της γραφής, προκειμένου να σταθούν στο ύψος-τους.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 11, 2011

“Εικονικές αντιγραφές” του Σταύρου Κρητιώτη

Συνέντευξη με τον Σταύρο Κρητιώτη. Όταν έχεις γράψει το «Μηνολόγιο ενός απόντος», που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της λογοτεχνίας-μας, όταν κρύβεις επιμελώς την πραγματική-σου ταυτότητα πίσω από ένα αληθοφανές ψευδώνυμο, όταν στήνεις λογοτεχνικά παιγνίδια, τότε μπορείς να βρεθείς προσκεκλημένος στα τραπεζάκια του Βιβλιοκαφέ.

Μόκα με σαντιγί:
Σταύρος Κρητιώτης - Ειρήνη Ελευθερίου
“Εικονικές αντιγραφές”
εκδόσεις Τόπος
2010

Ένας ψευδώνυμος ιστολόγος παίρνει συνέντευξη από έναν ψευδώνυμο συγγραφέα

            Το καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Κρητιώτη συνεχίζει τα παιχνίδια εμφανούς διακειμενικότητας, συμπίλησης αποσπασμάτων, αλλαγής προσώπων και ενδοκειμενικών ψευδωνύμων, εικονικών διαλόγων μέσω μέιλ και αναζήτησης του χαμένου κέντρου μεταξύ πρωτότυπου και αντιγράφου, λογοκλοπής και μίμησης, απάτης και δεοντολογίας. Ο καθηγητής Στ. Κρητιώτης “αλληλογραφεί ηλεκτρονικά[1] με τρεις γυναίκες, εκ των οποίων η Λητώ Τρίτση τού υποδεικνύει αναγραμματισμούς στα ψευδώνυμα του Ροΐδη, ιδέες τις οποίες κλέβει για να γράψει μια μελέτη, ενώ η Ειρήνη Ελευθερίου δέχεται έστω και με επιφυλάξεις να γράψει μαζί με τον Κρητιώτη ένα μυθιστόρημα. Στην ουσία το βιβλίο που κρατάμε ανά χείρας είναι το αποτέλεσμα της «συνεργασίας» πέντε προσώπων, που στην ουσία είναι ένα, και επιπλέον πρόκειται για επιμύθιο στο «Μηνολόγιο» και για συνοδό έργο στις «Άγνωστες παραθεματικές τεχνικές του Εμμανουήλ Ροΐδη» αλλά και στο «Αρχείο της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη». Είναι τέλος ένα αυτοαναφορικό βιβλίο με ενδολογοτεχνικές και εξωλογοτεχνικές αναφορές, αφού η “αυτοαναφορικότητα είναι μια γενικευμένη πρακτική η οποία συμπαρασύρει στη δίνη-της τα πάντα”[2].

Ι. Είναι η διακειμενικότητα ιδρυτική συνθήκη της λογοτεχνίας, ακόμα και εκεί όπου δεν φαίνεται, αφού “κάθε κείμενο παράγεται μέσα σε ένα αχανές σύστημα διακειμενικών επιρροών”[3];
«Όλα τα σημαντικά πράγματα οι άνθρωποι τα ’χουν ήδη στοχαστεί· αυτό που πρέπει κανείς μόνο να προσπαθήσει είναι να τα στοχαστεί πάλι από την αρχή.» [Γκαίτε, Επιλογή από τα Maximen und Reflexionen, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2007, σ. 54.]
«Υπάρχουν άνθρωποι που θα θέλανε να μη μιλάει ποτέ ένας συγγραφέας για πράγματα για τα οποία έχουν ήδη μιλήσει άλλοι, αλλιώς τον κατηγορούν πως δεν λέει τίποτα νέο. Αν όμως τα θέματα που πραγματεύεται δεν είναι νέα, η διάταξή τους είναι. Θα ήθελα τόσο να τον κατηγορήσουν πως χρησιμοποίησε λέξεις χρησιμοποιημένες παλιότερα. Λες και δεν σχηματίζουν οι ίδιες σκέψεις ένα άλλο σώμα λόγου αν διαταχθούν διαφορετικά, όπως εξάλλου σχηματίζουν οι ίδιες λέξεις άλλες σκέψεις μέσω των διαφορετικών διατάξεων.» [Pensées de Pascal, εκδόσεις Firmin Didot, Παρίσι 1861, σ. 115.]

ΙΙ. Τι σημαίνει εντέλει πρωτότυπο και αντίγραφο στη μετανεωτερική εποχή-μας, στην οποία “η έννοια του αυθεντικού επαναπροσδιορίζεται διαρκώς”[4]; Όντως πιστεύετε ότι “σε έναν κόσμο ερημωμένο από οποιοδήποτε στοιχείο γνησιότητας και αυθεντικότητας, δεν μπορεί να είναι κανείς παρά το αντίγραφο του άλλου”[5];
«Το ίδιο συχνά περιεχόμενο ή μια ιδέα δανεισμένη ή ακόμη και κλεμμένη περασμένα μέσα σε μια πρότυπη φόρμα, κοιταγμένα από άλλη γωνία λήψης, φωτισμένα με άλλης ισχύος προβολείς είναι νέα έργα.» [Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ασόδυο: μια πικρή παρωδία», Τα Νέα-Βιβλιοδρόμιο, Παρασκευή-Σάββατο 23-24 Μαρτίου 2007, σ. 16/52.] Εντέλει καθετί είναι πρωτότυπο, αρκεί να είναι ένα αναδιατεταγμένο αντίγραφο. Για παράδειγμα, η ταινία Σολάρις του Steven Soderbergh είναι εξίσου πρωτότυπη όσο και το Σολάρις του Ταρκόφσκι.


ΙΙΙ. Το όλο κατασκεύασμα είναι μια “εγκεφαλική κατασκευή“[6] αλληλοαναφορών και υποκρύψεων, αφού χρησιμοποιεί στεγανογραφήματα, ψευδώνυμα, εικονικούς διαλόγους κ.ο.κ. Τελικά πόσο θυσιάζεται η αισθητική, η λογοτεχνικότητα δηλαδή, μπροστά σε μια τέτοια παιγνιδομηχανή, καθώς “η συναισθηματική συμμετοχή που προκύπτει από την ανάγνωση καταστάσεων”[7] απουσιάζει;
Οι Εικονικές Αντιγραφές δεν είναι μυθιστόρημα, αν και υπάρχει πλοκή. Είναι μια παιγνιογραφία. Παράπλευρη απώλεια οφειλόμενη στην επιλογή αυτή είναι η απουσία συναισθηματικής συμμετοχής. Αυτή όμως η απουσία είναι εγγενής και στο μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιούν οι ήρωες σχεδόν αποκλειστικά, δηλαδή το email.

ΙV. Θα επιμείνω. Το «Μηνολόγιο» θεωρήθηκε μάλλον “θεωρητικό δοκίμιο παρά μυθιστόρημα, στατική περιγραφή της μεταμοντέρνας κατάστασης μάλλον παρά λογοτεχνική επεξεργασία της”[8]. Ακόμη περισσότερο, οι «Εικονικές αντιγραφές», αν και δεν λέγεται στα περικειμενικά στοιχεία του έργου, μέσα στο κείμενο εμφανίζονται ως μυθιστόρημα. Είναι όντως κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι κυριαρχούν οι φιλολογικές μέθοδοι, οι επιστημονικές συζητήσεις και η προσπάθεια αποκωδικοποίησης των ροΐδειων τεχνικών και της πιθανής δολοφονίας από αυτόν του Παναγιώτη Πανά, επειδή ο τελευταίος εξέδωσε μια κλεψίτυπη έκδοση της «Πάπισσας Ιωάννας»;
Όπως είπα πιο πάνω, οι Εικονικές Αντιγραφές είναι μια παιγνιογραφία με πλοκή, και όχι μυθιστόρημα. Όσο για τον Πανά, απλώς παρουσιάζω την εκδοχή ότι μπορεί να εξέδωσε μια κλεψίτυπη Πάπισσα.


V. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι τα ψευδώνυμα του Ροΐδη αναγραμματισμένα κρύβουν τόσο αφελείς εκφράσεις; Αν ναι, τότε (κατά τη γνώμη-μου) είτε οι εικασίες-σας είναι τραβηγμένες ή ο Ροΐδης έπαιζε άτσαλα.
«Πηγές της Ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή.» [Μάρω Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010, σ. 119.] Οι αναγραμματισμοί αυτοί είναι μη διαψεύσιμες εκδοχές. Κάποιοι από αυτούς είναι άτεχνοι. Όμως η κατασκευή ενός έξυπνου αναγραμματισμού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ας μην ξεχνούμε δε ότι ο Ροΐδης έπρεπε να τους κατασκευάζει κάθε εβδομάδα για την εφημερίδα του, υπό πίεση χρόνου. Θα μπορούσε όμως κανείς να πιστέψει, λόγου χάρη, ότι είναι απλή σύμπτωση το “Οικονόμος Κενοβαρελίδης”, που σατιρίζει έναν νόμο για τα καπηλειά και αναγραμματιζόμενο γίνεται “νόμος βλακός ένοικε Ροΐδη”;


VI. Αλλά κι εσείς παίζετε με τον αναγνώστη παραπλανώντας-τον αλλά συνάμα δίνοντάς-του σημάδια αναγνώρισης, όπως ο αναγραμματισμός τού «Σωκράτη Τιτούρη» που είναι στην ουσία Σταύρος Κρητιώτης. Απευθύνεστε σε “παιχνιδιάρηδες”[9] αναγνώστες;
Στόχος των Εικονικών Αντιγραφών είναι «η απόλαυση που προκύπτει από ένα λεπταίσθητο αλλά βαθύρριζο διανοητικό παιχνίδι». [Γιώργος Ξενάριος, «Μιλώντας για …ψέματα», Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 11.4.2003, σελ. 5] Θα ευχαριστήσει, νομίζω, περισσότερο τον φιλοπερίεργο και φιλέρευνο αναγνώστη.

VII. Γιατί έχω την αίσθηση ότι όποιος έχει διαβάσει το «Μηνολόγιο» θα θεωρήσει τις επινοήσεις-σας μανιέρα, θα θεωρήσει την εκτέλεση με άλλα λόγια αναμενόμενη, μια “πειθήνια, προγραμματισμένη και προβλέψιμη οντότητα”[10], και δεν θα ευχαριστηθεί το νέο-σας έργο;
Οι Εικονικές Αντιγραφές έχουν κάποια κοινά στοιχεία με το Μηνολόγιο, δεν είναι όμως εκείνο. Είναι μια εικονική αντιγραφή του. Τα παραθέματα δεν είναι η ουσία τους. Θέμα τους είναι η ερευνητική πεζογραφία, όπως δηλώνεται στο «μανιφέστο» της σελίδας 8. Αν κάποιος θελήσει να τις θεωρήσει απλή κόπια του Μηνολογίου, σίγουρα δεν θα τις ευχαριστηθεί, ακριβώς όπως πολλοί απογοητεύονται από το σήκουελ μιας καλής ταινίας. Όπως όμως είπα και πιο πάνω, ακόμα και τα αναδιατεταγμένα αντίγραφα είναι πρωτότυπα. Η κάθε διαφορά δίδει πλούτο. Όμως «το τι βρούμε εξαρτάται από το πώς ψάχνουμε και το πώς ψάχνουμε από το τι έχουμε ήδη αποφασίσει ή αποδεχθεί ότι θα βρούμε.» [Δημήτρης Δημηρούλης, «Η ανάγνωση του Καβάφη», χάρτης, τεύχος 5/6, Αθήνα, Απρίλιος 1983, σ. 574.]


VIII. «Κλέβετε» μόνο από το διαδίκτυο; Είναι εντέλει ο κυβερνοχώρος η τεράστια βιβλιοθήκη που είχε οραματιστεί ο Μπόρχες, ο οποίος είχε μιλήσει για “όλα τα χαρακτηριστικά του ψηφιακού παράλληλου σύμπαντος, που τυλίγει σήμερα σαν δίχτυ τον πλανήτη: Άνθρωποι με απεριόριστη μνήμη, απέραντες βιβλιοθήκες, συνεργατικές εγκυκλοπαίδειες που άναρχα αναπτύσσονται συνεχώς, εικονικοί κόσμοι που ξεπηδάνε μαγικά από τις χάρτινες σελίδες και «πύλες» (όπως portals) που διαμεσολαβούν τον πλανήτη και συχνά τον ελέγχουν”[11];
Τόσο σε αυτό το βιβλίο όσο και στο Μηνολόγιο, κανένα παράθεμα δεν αντλήθηκε από το διαδίκτυο. Οι πηγές των παραθεμάτων μου ήταν πάντα έντυπες (βιβλία ή εφημερίδες), και θα το διαπιστώσετε εύκολα αυτό κοιτώντας τις λεπτομερείς παραπομπές μου, στις οποίες αναφέρονται οι ακριβείς σελιδαριθμοί για το κάθε έντυπο. Εξάλλου, το διαδίκτυο είναι εξαιρετικά φτωχό ακόμα όσον αφορά ελληνικά κείμενα. Τα παραθέματά μου είναι απλούστατα τα ίχνη των αναγνώσεών μου. Αναγνώσεων πάντοτε εντύπων, αφού λόγω πνευματικών δικαιωμάτων τα κείμενα αυτά δεν υπάρχουν στο διαδίκτυο. Όσο για τον κυβερνοχώρο, δυστυχώς παραμένει μάλλον αναξιόπιστος όσον αφορά παραθέματα. Ίσως οι άνθρωποι έχουν μάθει να σέβονται την τυπωμένη σελίδα και όχι την οθόνη.

Σημειώσεις
[1] Σταύρος Κρητιώτης – Ειρήνη Ελευθερίου, Εικονικές αντιγραφές, Τόπος 2010, σελ. 197.
[2] Ηλίας Γιούρης, «Το αντίγραφο, το πρωτότυπο, το υπερκείμενο και ο συγγραφέας του», Νέα Εστία, τεύχ. 1780, 7-8.2005, σελ. 139.
[3] Σταύρος Κρητιώτης, Τα συρτάρια της γνώμης του. Άγνωστες παραθεματικές τεχνικές του Εμμανουήλ Ροΐδη, Τόπος 2009, σελ. 89.
[4] Μικέλα Χαρτουλάρη, «Ο Έλληνας Ζορζ Περέκ», Τα Νέα, 2-3.4.2005.
[5] Ελισάβετ Κοτζιά, «Ιδιοφυές δαιμονικό μυθιστόρημα», Η Καθημερινή, 15.5.2005.
[6] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Αστυνομικά παιχνίδια αντιγραφής», Τα Νέα, 16-17.7.2005.
[7] Γιώργος Ξενάριος, «Μιλώντας για …ψέματα», Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 11.4.2003, σελ. 5.
[8] Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Ο Αστερίξ και η σύναξη των Δρυΐδων», Τα Νέα, 29-30.10.2005.
[9] Βένα Γεωργακοπούλου, «”Εγώ έβαλα τη λάσπη για να κολλήσουν τα κείμενα άλλων”», Ελευθεροτυπία, 26.8.2005.
[10] Κατερίνα Σχινά, «Κοσμοπολίτης, μυστικιστής, Έλληνας», Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 27.4.2007.
[11] Βαγγέλης Βαγγελάτος, «Ποιος ο μπαμπάς του Internet; Μα, ο... Cy-Borges», Ελευθεροτυπία, 8.1.2008.

Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Ευχαριστώ πολύ τον κο. Κρητιώτη
που δέχτηκε να με βάλει στο παιχνίδι-του
και που προθυμοποιήθηκε να βρεθεί στο Βιβλιοκαφέ-μου.