Tuesday, February 08, 2011

“Λαγού μαλλί” του Γιάννη Μακριδάκη

Τα τελευταία είκοσι χρόνια έκανε την εμφάνισή-της μια λογοτεχνία γραμμένη στη διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας κάθε συγγραφέα, μια λογοτεχνία της διαλεκτικής προφορικότητας. Το 1993 ο Σωτήρης Δημητρίου έκανε το μπαμ με το έργο-του “Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά-σου”, γραμμένο στο ηπειρώτικο ιδίωμα, και έκτοτε έχουμε δει ανάλογες προσπάθειες, κυρίως σε μικρή φόρμα.

Καφές φίλτρου με μαστίχα:
Γιάννης Μακριδάκης
“Λαγού μαλλί”
εκδόσεις Εστία
2010

            Ο Μακριδάκης έδειχνε ότι αργά ή γρήγορα θα έμπαινε στο τρένο αυτής της γραμμής, ήδη από το πρώτο-του έργο, τον “Ανάμιση ντενεκέ”, όπου φλέρταρε με το τοπικό ιδίωμα αλλά δοσμένο υπό τον μανδύα της έρευνας ενός νεότερου Χιώτη για τους θρύλους της πατρίδας-του. Τώρα, στο τέταρτο λογοτεχνικό βιβλίο-του, κάθεται απλόχωρα στο χιώτικο ιδίωμα και απολαμβάνει το ταξίδι μέχρι τέλους. Το ζήτημα είναι πόσο το απολαμβάνει και ο αναγνώστης…
            Η νουβέλα του Μακριδάκη χτίζεται σε γερή σκαλωσιά από τεχνίτη που ξέρει και από πηλοφόρι και από μυστρί. Δεν είναι μόνο η πολύ καλή γνώση της χιώτικης διαλέκτου και της ιδιολέκτου των ναυτικών που κάνει την αφήγηση κέντημα γλωσσικής παιδείας και ανάδυσης της ντοπιολαλιάς ως αντίδρασης στο κέντρο της Αθήνας και στη νεοελληνική ισοπέδωση των παραδόσεων. Δεν είναι δηλαδή μόνο η λογοτεχνική αποκέντρωση που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, άλλοτε με όχημα τη γλώσσα, όπως προείπα, κι άλλοτε με εστίαση στην ιδιαίτερη πατρίδα (βλ. Γαλανάκη και Δούκα για την Κρήτη, Γρηγοριάδη για τη Θράκη, Παπαμόσχο για την Καστοριά, Καισαρίδη τη Βέροια, Ελευθερίου για τη Σύρο κ.ο.κ.).
            Πέρα από τα παραπάνω, ο συγγραφέας δουλεύει έξυπνα και πετυχημένα την πολυεστιακή αφήγηση, αφού πάνω στον ανοιγμένο λάκκο του τάφου του “Σίμου του Σφαντού”, ενός ψαρά που κηδεύεται με τη συνοδεία τεσσάρων φίλων-του, ακούγονται εναλλάξ οι αναμνήσεις από τη ζωή-του. Καθώς ο παπάς ψάλλει την εξόδιο ακολουθία, το “μικρόφωνο του συγγραφέα” κινείται περιμετρικά πότε στον ένα και πότε στον άλλο χαρακτήρα, οι οποίοι αποτυπώνουν με τη δική-τους εστίαση τη ζωή του γέρο-ψαρά που ήξερε τη θάλασσα, αρμένιζε σ’ αυτήν σαν οικοδεσπότης, δεν φοβήθηκε τις φουρτούνες και τα τσαλίμια-της… Πιότερο φοβήθηκε (κι εμείς βλέπουμε το αμήχανο βλέμμα-του και τη ανικανότητά-του να καταλάβει) τον εκσυγχρονισμό και την οικονομική κρίση, που θέλει παράβολα και αντικειμενικά κριτήρια, ταμειακή μηχανή στη βάρκα και έλεγχο βιβλίων για την πλωτή επιχείρησή-του!!! Η παράδοση έρχεται σαν λιμενοβραχίονας να δείξει ότι η λαίλαπα της οικονομικής εξυγίανσης και της γραφειοκρατικής καταδυνάστευσης προσκρούει στο λαϊκό αίσθημα και στην ελληνική λαϊκή ψυχή, που δεν μπορεί να καλουπωθεί σε στενά ...λουστρίνια.
            Καλά όλα αυτά και δουλεμένες οι τεχνικές, υπολογισμένες οι παπαδιαμαντικές απηχήσεις, λεπτοδουλεμένο το ύφος, αλλά…
            …πόσο ο αναγνώστης μπορεί να κολυμπήσει στα χιώτικα νερά και να καταλάβει τόσο λόγω του φραγμού της γλώσσας, όσο και της ταύτισης με έναν απλό άνθρωπο που συστήνεται μέσω των αναμνήσεων τρίτων την όλη καταστασιακότητα της νουβέλας. Το ζητούμενο είναι πόσο μια τέτοια λογοτεχνία της κλειστής αφήγησης και της περιορισμένης εμβέλειας μπορεί να συγκινήσει τον ουδέτερο (όχι τον χιωτικά εμπλεκόμενο) αποδέκτη. Εγκεφαλικά δίνω συγχαρητήρια στο Μακριδάκη, επειδή δεν μας προσφέρει εύκολες σούπες (η νεκρόσουπα δεν μετράει…), αλλά συναισθηματικά διάβαζα με μειωμένο ενδιαφέρον και με ανοχή χάρη και στη μικρή έκταση του αφηγήματος. Ψυχολογικά πέρασε και δεν άγγιξε, κάτι που δεν είχε γίνει ειδικά στα δύο τελευταία έργα-του.
Πατριάρχης Φώτιος

6 comments:

brouss said...

Επειδή ο Μακριδάκης βασίστηκε σε προσωπικά βιώματα - αφενός ο τρόπος με τον οποίον έχασε τη βάρκα του πατέρα του, ένα ζωντζνό κομμάτι βασικών αναμνήσεων, εξαιτίας των νέων νόμων που δεν του επέτρεπαν να την κληρονομήσει εφόσον δεν ήταν κατ επάγγελμα ψαράς αφετέρου απ όσα έβλεπε να συμβαίνουν στην φτωχή κοινότητα επαγγελματιών αλιέων στο νησί του-ίσως επιχείρησε να χαλιναγωγήσει το συναίσθημα όχι μόνον αφήνοντας εκτός τη δική του φωνή με την ιδιαίτερη πολυφωνία του αλλά και περιορίζοντας το αφηγηματικό συναίσθημα γενικά, χαμηλώνοντας τόνους. Μια συγκίνηση προκύπτει αβίαστα αλλά επειδή δεν αγγίζει εκείνην της δεξιάς τσέπης και του Ανάμιση ντενεκέ, ίσως γι αυτό μας φάνηκε κατώτερο. Ωστόσο, η απόπειρά του, όχι στο γλωσσικό-ιδιωματικό πεδίο μόνο, αλλά στην πρόθεση ενός ζώντος προβληματισμού γύρω από τα χαμένα κέντρα -όχι του λυρισμού- αλλά άλλα κέντρα ίσως σημαντικότερα, η απόπειρα λοιπόν αυτή επιτυγχάνει το στόχο της. "Εγκεφαλικά",όπως το έθεσες Πατριάρχα αλλά και αισθητικά νομίζω. Εξάλλου μέσα σε πόλεμο- φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. Ετσι το εξέλαβα εγώ το "Λαγού μαλλί". Και το ευσύνοπτον μέγεθος τιμητικό μέσα στην αμετροέπεια της ελληνικής πεζογραφίας.

Πάπισσα Ιωάννα said...

brouss,
μου αρέσει πολύ πώς έβαλες το ένα δίπλα στο άλλο τα θετικά και τα αρνητικά για να δείξεις πού σταματάει η βελόνα στο κοντέρ του βιβλίου...
Φυσικά η γραφή και το πλάσιμο, να το πω έτσι, της συνταγής είναι μελετημένη, αλλά δεν μπόρεσε να χτυπήσει το κέντρο. Να συμπληρώσω: επειδή έπρεπε ή ήθελε να χτίσει τον κόσμο των ψαράδων, έμεινε σε δεύτερη μοίρα η αγωνία-τους για να νέα μέτρα. Έτσι ο αναγνώστης απλώς μυείται σε έναν λαϊκό τρόπο ζωής, χωρίς όμως να ορθώνονται μπροστά-του οι δύο πόλοι (η παράδοση και η λαίλαπα της οικονομίας) σε μια εμφανή ...μονομαχία.
Πατριάρχης Φώτιος

Μύρων Κατσούνας said...

Εχει γλωσσάρι το βιβλίο; Μήπως αυτό θα βοηθούσε;

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μύρωνα,
δεν είναι η ελλιπής γνώση λέξεων και εκφράσεων της χιώτικης χαράδικης ιδιολέκτου. Είναι πιο πολύ ο κλειστός κόσμος μιας κοινωνίας, που μερικές φορές φαίνεται αεροστεγής.
Πατριάρχης Φώτιος

brouss said...

Τα περί εμφανούς μονομαχίας με βρίσκουν σύμφωνη. Και το αιτιολογώ αυτό με την κλίση της ζυγαριάς του συγγραφέα προς το μέρος της παράδοσης, ήτοι την παρείσφρηση της προσωπικής επολογής δυναμικά και ορατά στον ιστό του έργου. Αυτό στο οποίο ήθελε να επικεντρωθεί ο συγγραφέας είναι, πιστεύω, η απώλεια αυτής της παράδοσης, ενός μέρους της,και ο στοχασμός και η λύπη γι αυτήν την απώλεια. Ο Σφαντός είναι ένας ολόκληρος κόσμος που χάνεται για πάντα. Έτσι η "οικονομική κρίση" δεν λειτούργησε ενεργά ως αντίπαλο δέος και έχασε μια ευκαιρία να (ξανα)γίνει πρωταγωνίστρια.

Πάπισσα Ιωάννα said...

brouss,
ακριβώς αυτό πάσχει. Η δυναμική της παράδοσης, η εμφάνιση μιας νεο-ηθογραφίας που θέλγει από τη μία αλλά συχνά αυτοπεριορίζεται στη νοσταλγία δεν οδηγεί μέσα στην παλαίστρα του έργου σε μια αντιπαράθεση με την "οικονομική κρίση" ή γενικότερα με το καινούργιο. Πιο πολύ το δίπολο παρουσία/απουσία της παράδοσης, ύπαρξη/απώλεια, ακμή/παρακμή ενός ολόκληρου κόσμου, όπως λες, προσπαθεί να γείρει νοσταλγικά τη ζυγαριά προς τον ένα ζυγό, χωρίς ο άλλος να διεκδικεί τα δικαιώματά-του.
Πατριάρχης Φώτιος