Friday, April 01, 2016

“Δόκτωρ Φάουστους” του Τόμας Μαν

Ποιος ξεπουλάει την ψυχή-του και με τι τίμημα; Σήμερα, πολλοί θα έμπαιναν στον πειρασμό του Μεφιστοφελή, και μάλιστα χωρίς Μεφιστοφελή και χωρίς μεγάλο κέρδος. Μια ψυχή, που άλλωστε δεν υπάρχει!, εύκολα θυσιάζεται για μικρές καθημερινές απολαύσεις και δόξες. Τουλάχιστον ο Λεβέρκυν το έκανε και άξιζε τον κόπο!


Chocotorte:

Thomas Mann
Doktor Faustus
1947
Τόμας Μαν
“Δόκτωρ Φάουστους”
μετ. Θ. Παρασκευόπουλος
εκδόσεις Πόλις
2002
(ανατύπωση 2015)


          Μια μυθιστορηματική βιογραφία ξεκινά πάντα με την υποψία ότι όσα λέγονται διυλίζονται μέσα από το πρίσμα του βιογράφου, ο οποίος θέλοντας και μη αναδιηγείται και συνάμα φιλτράρει τη ζωή του βιογραφούμενου. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μοντέρνες απόπειρες που έχουν μέσα-τους το σαράκι της υπονόμευσης.
          Αλλά ας ξεκινήσω από τα βασικά. Ο κλασικός φιλόλογος Ζερένους Τσάιτμπλομ επιχειρεί να γράψει τη βιογραφία του φίλου-του Άντριαν Λεβέρκυν, μουσικού και θεολόγου, ο οποίος ήταν παιδιόθεν ιδιαίτερη περίπτωση που ανδρώθηκε με καλές σπουδές φιλοσοφίας, θεολογίας και μουσικής εξελισσόμενος σε ιδιοφυΐα. Το κομβικό σημείο είναι ο διάλογος που εξιστορείται περίπου στη μέση του εφτακοσιοσέλιδου έργου, διάλογος του Λεβέρκυν με τον διάβολο, κατ’ αναλογία με την ανάλογη συζήτηση του κύριου με τον Μεφιστοφελή στον Φάουστ του Γκαίτε. Εδώ όπως κι εκεί μια δοσοληψία διαμείφθηκε, όπου ο Λεβέρκυν κάτι έδωσε στον διάβολο και κάτι απ’ αυτόν πήρε.
          Το κολοσσιαίο έργο είναι γεμάτο με λεπτομέρειες, με παρεκβάσεις, με στολίδια και μικρές ιστορίες, με αναστοχασμούς για το έργο του βιογράφου, με έναν χειμαρρώδη εν πολλοίς μονόλογο που προβληματίζεται για τον εαυτό-του και συνάμα προσπαθεί να αφηγηθεί με αντικειμενικότητα και πιστότητα. Πάντα αναρωτιέμαι, όταν διαβάζω τέτοια κείμενα, πόση απόλαυση προσφέρουν, πόσο το συνολικό οικοδόμημα ευσταθεί, πόσο οι ποικίλες λεπτομέρειες στηρίζουν ένα αρραγές σύνολο, πώς πρέπει να διαβάσω και τι πιθανότητες δίνω στην ανάγνωσή-μου να συλλάβει τα μέρη και το όλο… Μια απάντηση σε όλα αυτά δίνει το ίδιο το μυθιστόρημα με τον παραλληλισμό-του με τη μουσική:
          “…στη μουσική δεν χρειάζεται να τα ακούει κανείς όλα; Αν λέγοντας ‘ακούγονται’ εννοείς την ακριβή εφαρμογή του κάθε μέσου χωριστά, με την οποία επιτυγχάνεται η ύψιστη και αυστηρότατη τάξη, μια τάξη σαν εκείνη του αστρικού συστήματος, μια κοσμική τάξη και νομοτέλεια, όχι, τότε δεν θα ακούγονται.” (σ. 261)
          Αν αυτό υπονοείται και για τη λογοτεχνία τέτοιου είδους, τότε η ανάγνωση μπορεί να προσπεράσει γωνίες, σοκάκια και παρόδους, αρκεί να έχει πάντα στον νου-της την ολότητα, το σύνολο που ακούγεται από τις λεπτομέρειες και να συλλάβει τον κόσμο όπως εκπέμπεται από το κείμενο.
          Και το σύνολο αποτελεί ένα αμάλγαμα από φιλοσοφία, θρησκεία, μουσική, λαϊκές αντιλήψεις, μυστικισμό, που κουράζει μέχρι να φτάσουμε στο μεδούλι της όλης σύνθεσης, εκεί που ο μουσικός συνομιλεί, με μεγάλη καχυποψία βέβαια, με τον ίδιο τον Διάβολο των χιλίων ονομάτων και των σοφιστικών επιχειρημάτων. Εκεί ο περί-ου-ο-λόγος προτείνει νιτσεϊκά στον Λεβέρκυν δύναμη και επικράτηση στον μουσικό τομέα, στον οποίο θα ήθελε φυσικά να διαπρέψει, αρκεί να παραιτούνταν από κάθε είδους αγάπη. Έτσι, όσο μπαίνουμε βαθύτερα στην ιστορία, τόσο βλέπουμε τον Μαν να συμπλέκει τον Γκαίτε (Φάουστ) με τον Νίτσε (δύναμη μακριά από κάθε είδους αγάπη, που τη θεωρεί αδυναμία). Ο Γερμανός συγγραφέας συνδέει τη γερμανική παράδοση από τον 18ο αιώνα του Γκαίτε μέσω του 19ο του Νίτσε μέχρι τον μοντερνιστικό 20ό.
          Από την άλλη, έρχεται και παρέρχεται η αίσθηση ότι ο χρόνος της αφήγησης, δηλαδή το 1944, σχετίζεται με τον χρόνο της ιστορίας, δηλαδή λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκειά-του. Η ναζιστική Γερμανία συνδέεται με την πρόξενο του πολέμου στα 1914 κι ο Ζερένους Τσάιτμπλομ δικαιολογεί την ανάγκη ενός πολέμου. [Παρεμπιπτόντως πάντα είχα στο νου-μου ότι ο Μαν είχε ασπαστεί το 1914 τις εθνικιστικές ιδέες, αλλά το 1933 εναντιώνεται στο ναζιστικό καθεστώς και απομακρύνεται από τη Γερμανία]. Μετά τα 2/3 του βιβλίου η σύνδεση της προσφοράς του Μεφιστοφελή στον Λεβέρκυν με τη Γερμανία ως φιλόδοξο κατακτητή της Ευρώπης έγινε πιο ισχυρή. Όπως ο μουσικός δελεάστηκε από την απόκτηση δύναμης, κύρους και υπεροχής, έτσι και το Ράιχ μπήκε στο τριπάκι της κοσμοκρατορίας και της εωσφορικής επικράτησης έναντι των άλλων εθνών. Λέει σε ένα σημείο ο αφηγητής: “ο ορισμός σχεδόν της γερμανικότητας, ενός ψυχισμού που απειλείται από φαντασιώσεις, από το δηλητήριο της απομόνωσης, από επαρχιώτικο αποτράβηγμα, νευρωτική σύγχυση, σιωπηρό σατανισμό” (σ. 411). Οι βλέψεις της Γερμανίας έχουν κάτι το σατανικό…

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 8/3/2016 κι εδώ αναδημοσιεύεται με εικόνες που ελήφθησαν από:  www.winterpatriot.com,  motls.blogspot.com,  ideatube.science,  www.pinterest.com και io9.gizmodo.com]
          Καλό μήνα

Πατριάρχης Φώτιος

5 comments:

Anonymous said...

Ποτέ δεν μπόρεσα να αγαπήσω τον Τόμας Μαν. Η πρόζα του μου βγάζει μια 'θανατίλα', μια ακινησία και μια έλλειψη ζωντάνιας που δεν μπορώ να υπερβώ. Είναι έμπλεη νοημάτων και ιδεών βέβαια, αλλά πίσω απ' όλα μου φαίνεται ότι ξεχωρίζει πάντα το ξινό μούτρο του συγγραφέα, αυτή η μορφή που δείχνει τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, ώστε να συνδιαλέγεται αποκλειστικά με τις τιτάνιες μορφές του αιώνιου πνεύματος, αγνοώντας τα πιο μικρά και καθημερινά ανθρώπινα. Κοινώς, τα βιβλία του (και ο Φάουστους αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα) μου φαίνονται επιβλητικές κατασκευές που μέσα τους νιώθεις ασφυξία.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: στον Φάουστους ατελείωτες σελίδες περνούν με αφήγηση γεγονότων από δεύτερο και τρίτο χέρι, με μια εκ του μακρόθεν αφήγηση χωρίς διαλόγους ή στήσιμο σκηνών, με αποτέλεσμα ο κανόνας "show, don't tell" να πηγαίνει περίπατο, μαζί και η ταύτισή μας με τους ήρωες και τα πεπραγμένα τους. Το ξέρω, ένας λογοτεχνικός τιτάνας δεν απαιτείται να ακολουθεί τσελεμεντέδες για αρχάριους, εμένα όμως μια τέτοια αφήγηση μου θυμίζει περισσότερο νεκρολογία παρά ζέουσα εξιστόρηση.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anonymous (δώσε ένα όνομα ή ψευδώνυμο, να συνεννοούμαστε),
σε καταλαβαίνω απόλυτα.
Πολλές φορές τέτοια κείμενα βαραίνουν κάτω από το πλήθος των ιδεών-τους
και αδιαφορούν για τη δράση.
Γι' αυτό γράφω:
"Πάντα αναρωτιέμαι, όταν διαβάζω τέτοια κείμενα, πόση απόλαυση προσφέρουν, πόσο το συνολικό οικοδόμημα ευσταθεί, πόσο οι ποικίλες λεπτομέρειες στηρίζουν ένα αρραγές σύνολο, πώς πρέπει να διαβάσω και τι πιθανότητες δίνω στην ανάγνωσή-μου να συλλάβει τα μέρη και το όλο…".
700 σελίδες που πρέπει να μείνεις πιστός στην αναγνωστική-σου εμμονή
για να δεις το σύνολο.
Π.Φ.

Anonymous said...

Το Δόκτωρ Φάουστ δεν τον έχω διαβάσει όμως είναι στα υπόψιν. Πατριάρχη Φώτιε έκανες μια υπέροχη παρουσίαση και έχω να πω ότι από Τόμας Μαν έχω διαβάσει μόνο τη νουβέλα "Ο Θάνατος στη Βενετία", δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα από το θέμα το βρήκα παρωχημένο όμως μου άρεσε ο τρόπος αφήγησης αν και σε πολλά σημεία τον βρήκα λίγο κουραστικό, ενώ σε κάποια άλλα αντιλαμβανόμουνα ότι έχανε την ουσία μέσα από ανούσιες περιγραφές και το βαθύτερο νόημα κάπου χανόταν. Κατά τα άλλα είναι υπέροχος λογοτέχνης, με κλασικιστικό ύφος και νομίζω ότι το μυθιστορηματικό κομμάτι του έργου του είναι αυτό που του δίνει τη μεγάλη αίγλη και όχι η μικρή φόρμα, γιατί είναι συγγραφέας που θέλει να πει και να γράψει πολλά, στη νουβέλα αισθανόμουνα ότι ασφυκτιούσε μέσα σε μικρό χώρο, δεν είναι καλός στο να δώσει τέχνη μέσα από λίγες σελίδες, θέλει να στήσει έναν ολόκληρο κόσμο που να στέκεται στα πόδια του.

Anonymous said...

Αυτές τις μέρες (κάμποσες εβδομάδες δλδ) καταπιάνομαι με το "Μαγικό Βουνό". Το πρώτο του Μαν που διαβάζω, αισίως κλέινω τον Α τόμο 500+ σελ. και έχω άλλες τόσες στον Β τόμο... Παράλληλα διάβασα κάποιες κριτικές για την αναλογία στο γράψιμό του με ένα συμφωνικό έργο, και όσο προχωρώ, παρόλη την κούραση σε κάποια σημεία, τείνω να το απορροφώ-απολαμβάνω κάπως έτσι, σαν να έχω σταθεί στην ακρογιαλιά και το έργο να μου "αποκαλύπτεται" κατά κύματα, πότε ήρεμα και αργοσάλευτα, πότε ορμητικά σκουρόχρωμα και αφρώδη, έχοντας όμως στο σύνολό του έναν "ρυθμό", που εμένα τουλάχιστον με κερδίζει.
Βεβαια με κρατά και ο υφέρπων ελαφρύς κυνισμός του που είναι εκεί σε καθεμιά από τις 500 σελ του έργου. Την έπαρση του συγγραφέα και εγώ τη διακρίνω, αλλά ως ένα σημείο τη δικαιολογώ. Ο άνθρωπος συνέθεσε ένα αριστούργημα.

Πιθανώς άσχετο με το Φαουστς, αλλά ήθελα να μοιραστώ κάτι...
Ηρω

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anonyme και Ηρώ,
τελικά ο Μαν αντέχει στον χρόνο,
παρά τον όγκο-του, παρά την φορτωμένη γραφή-του.
Π.Φ.