Tuesday, November 22, 2011

“Υπόσχεση γάμου” του Γιώργου Συμπάρδη

Αν η κριτική εξαίρει ένα έργο, ενώ εσύ δεν μπορείς να δεις την αξία-του, τότε ή α) πρέπει να διαβάσεις πολύ ακόμα για να αποκτήσεις υγιή κριτήρια (το πιθανότερο), ή β) η κριτική είναι κι αυτή υποσυνείδητα μέρος μιας ασθενούσας λογοτεχνίας που εκθειάζει το μέτριο λόγω αξιολογικής αμβλυωπίας ή γ) ο μικρόκοσμος της ελληνικής λογοτεχνίας δεν αφήνει την κριτική να ξεφύγει από ενσυνείδητες αγκυλώσεις.
Φρέντο:
Γιώργος Συμπάρδης
“Υπόσχεση γάμου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Πότε ένα βιβλίο αξίζει; Πότε μπορεί κανείς να πει ότι διάβασε κάτι και ψυχ-αγωγήθηκε; Πότε πιστεύει ο αναγνώστης στην αξία του έργου, στη ποιότητά-του που το κάνει άξιο σύστασης σε άλλους, που το κάνει να μένει στην κρισάρα του καιρού, λίγο ή πολύ διαχρονικό, ικανό να σταθεί παραπάνω χρόνο από το έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησε και να διαβαστεί ίσως από τις μελλοντικές γενιές;
            Η απάντηση είναι εύκολη και δύσκολη μαζί, εύκολη, γιατί πολλά κανείς μπορεί να πει (πλοκή, γλώσσα, χαρακτήρες, αναλογία μορφής και περιεχομένου, ρηξικέλευθες ιδέες, μορφικές καινοτομίες, κοινωνικές συλλήψεις κ.ο.κ.) και δύσκολη, γιατί όλα αυτά φαίνονται συχνά εργαστηριακά, ψυχρά, αδύναμα εν ολίγοις να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Το μεγάλο έργο πρέπει να προκαλεί και μικρές ή μεγάλες αναταράξεις.
            Ο Συμπάρδης έκανε αίσθηση το 1998, όταν εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο-του “Ο άχρηστος Δημήτρης”, κι από τότε έμεινε στην αφάνεια περιμένοντας 13 χρόνια για να ξαναβγάλει τη δουλειά-του στη δημοσιότητα. Το προηγούμενο έργο μου φάνηκε μια κακή απομίμηση του δίδυμου αφεντικό – Ζορμπάς στο γνωστό έργο του Καζαντζάκη. Ύφος πλαδαρό, επιμονή σε λεπτομέρειες που απλώς παρουσιάζουν τα αυτονόητα, υπόθεση συγκολλητική με πολλά στιγμιότυπα χαλαρά συνδεδεμένα.
            Τι κομίζει τώρα εις την τέχνη; Είναι ένα όνομα που μπορεί να καταξιωθεί με ένα δεύτερο καλό βιβλίο, όπως η κριτική πιστεύει και για τα δύο-του έργα, ή είναι κι αυτός μια υπερτιμημένη μετοχή στο λιβάδι των ισχνών αγελάδων;
            Μέσα στην ιστορία τεσσάρων (και περισσότερων) απλών ανθρώπων που ζουν την καθημερινή ζωή-τους τι ενδιαφέρον μπορεί να προκύψει, τόσο ως προβληματισμός όσο και ως αισθητική πρόταση; Πίσω από τη ρηχή επιφάνεια περιστατικών και προσώπων, εμφανίζονται καταρχάς πολλές ρυτίδες που δείχνουν την αλλόκοτη όψη της συνηθισμένης ζωής των ατόμων. Ο Ζαχαρίας είναι ασφαλιστής, 42 χρονών άγαμος (μικρά παράξενα: έκανε παρέα σε έναν ετοιμοθάνατο φίλο-του στο νοσοκομείο και φαίνεται τόσο αφελής που εύκολα καταπίνει τις μικρές αγένειες των άλλων). Η Όλγα, παντρεμένη με δύο παιδιά, είναι νοσοκόμα, την οποία εγκαταλείπει ο άνδρας-της για μια άλλη (μικρά παράξενα: ο πεθερός-της τη γουστάρει κι αυτή βρίσκεται εγκλωβισμένη οικονομικά και συναισθηματικά). Η Βιβή εργάζεται κι αυτή στο νοσοκομείο και αναζητεί γαμπρό για να παντρευτεί (μικρά παράξενα: παρασύρεται και ανακουφίζει τη στύση ενός μικρού καθυστερημένου, ενώ και σε άλλες περιπτώσεις εκτονώνει τον ερωτισμό-της με ανάλογες κινήσεις). Η Αλέκα προϊσταμένη στο νοσοκομείο ζει τη συμβατική της ζωή με τον άνδρα-της και τα παιδιά-της, ώσπου αποκαλύπτεται πως κι αυτός ο γάμος κρύβει την εξάρτηση του άνδρα-της από τον τζόγο. Η κατάσταση εξελίσσεται όταν ο Ζαχαρίας σχετίζεται με τη Βιβή…
            Όταν συνειδητοποίησα πως το κείμενο κινείται σε δύο επίπεδα, το ένα ρηχό και ανούσιο, στηριγμένο στο μικρο/μεσο-αστικό τοπίο του βιβλίου, και το άλλο ήπια ανατρεπτικό και σε μικρές δόσεις παράδοξο, έδωσα στο μυθιστόρημα παράταση, ώστε να δω πώς (και αν) η συμπλοκή αυτών των δύο επιπέδων μπορεί να καταλήξει σε μια απογειωτική ώθηση. Το αποτέλεσμα; Θα ήθελα να ήξερα αν το έργο αυτό γραφόταν από μια μπεστσελερίστρια, που με ανάλογα υλικά πλάθει τον καθημερινό βίο των οικογενειακών σχέσεων και των ερωτικών ατυχιών, πώς θα πιάναμε στα χέρια-μας το βιβλίο.
            Και καθώς σκεπτόμουν όλα αυτά, έπιασα στη www.biblionet.gr να δω τι γράφτηκε από την επίσημη κριτική για το έργο. Θαμπώθηκα με τον τρόπο που οι επαγγελματίες του είδους αντιμετώπισαν τον Συμπάρδη, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είχαν εξυμνήσει και το προηγούμενο έργο-του το 1998. Η Κοτζιά μάλιστα δήλωσε πως πρόκειται για έναν από τους πέντε καλύτερους έλληνες μυθιστοριογράφους της μεταδικτατορικής περιόδου (!), γεγονός που με εξέπληξε όταν το διάβασα και εξακολουθεί να με εκπλήσσει.
Στις 30.4.2011 η Κοτζιά εξηγεί την άποψή-της λέγοντας πως “η «Υπόσχεση γάμου» είναι ένα πυκνότατα υφασμένο χρονικό χειρονομιών, κινήσεων, εντυπώσεων και υποθέσεων. Είναι μια πιστή καταγραφή επιθυμιών, προσδοκιών, πρωτοβουλιών και διαψεύσεων. Είναι μια έντεχνη αφήγηση μετακινήσεων, αμφιβολιών, συγκαλύψεων και αντιδράσεων” και συνεχίζει “Ο εξαιρετικά πολυάριθμος όγκος των μικρών πληροφοριών με τις οποίες ο συγγραφέας μας φέρνει αντιμέτωπους, μοιάζει να αποτελεί την επιβεβλημένη προϋπόθεση για να πραγματοποιήσει μια αποκωδικοποίηση του DNA των ανθρωπίνων σχέσεων - πληροφορίες με τις οποίες δεν πλήττουμε ποτέ γιατί ολοένα ψάχνουμε να ανακαλύψουμε τι βρίσκεται από πίσω, κι από δίπλα κι από κάτω”.
            Ο Ξυδάκης από την άλλη διευκρινίζει ότι “αυτή η πεζολογία, η αβάσταχτη και βασανιστική, είναι η μεγάλη αρετή του βιβλίου: το κουβάρι των ταπεινών βίων διαρκώς ξετυλίγεται και διαρκώς μπερδεύεται, οι άνθρωποι διαγράφονται όλο και διαυγέστερα, και η τόση διαύγεια, ο τόσος ρεαλισμός, απολήγει στο παράδοξο, στο αλλόκοτο. Η ζωή είναι αλλόκοτη. Τόσο πιο αλλόκοτη όσο πιο απλή”, ενώ την ίδια μέρα ο Χατζηβασιλείου σημειώνει στο Βήμα: “Μέσα από έναν εντελώς αδιακόσμητο και αποδραματοποιημένο ρεαλισμό και βασισμένος σε μια σταθερά κυκλική αφήγηση, που εναλλάσσει τις ιστορίες των προσώπων της με τη μέθοδο της σκυτάλης (εκεί που τελειώνει ένα επεισόδιο από την ιστορία του ενός ξεκινάει μια σκηνή από την ιστορία του άλλου, στο εσωτερικό μιας αδιάσπαστης ροής), ο Συμπάρδης γράφει ένα μυθιστόρημα όχι για το έκκεντρο και το αίολο των εξατομικευμένων πραγμάτων, όπως στον Αχρηστο Δημήτρη, αλλά για την αντινομική σχέση ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι» της μικροαστικής καθημερινότητας”.
Από την παράσταση
του Εθνικού
βασισμένη στο
"Τρίτο στεφάνι"
            Σταμάτησα να διαβάζω κριτικές για το έργο το καλοκαίρι. Πείστηκα ότι όλοι θέλχτηκαν από την αποτύπωση του μικροαστικού, την ολότητα ενός ακρωτηριασμένου χαρακτήρα και την απόδοση πολλών άλλων μικροαστικών νοοτροπιών και κινήσεων, αλλά κανείς δεν μίλησε για τη ράθυμη φλυαρία του έργου που θέλει να πνίξει τον αναγνώστη με την ελληνική μιζέρια και που κολυμπά στα μουντά νερά της ακινησίας. Στο έργο δεν αναζητούνται τα αίτια της νεοελληνικής πραγματικότητας αλλά ο συγγραφέας μόνο μένει στην απεικόνιση αυτής της στασιμότητας. Είναι σαφώς καλύτερο από τον “Άχρηστο Δημήτρη”, αλλά όσο αναπλάθουμε τον προβληματισμό της δεκαετίας του ’60, τόσο μένουμε προσκολλημένοι σε παρωχημένες πτυχές της ζωής, πτυχές που όσο κι εξακολουθούν να υπάρχουν, δεν προσφέρει κάτι να τις ξανασυζητάμε αν δεν αλλάξουμε το πρίσμα με το οποίο τις παρακολουθούμε. Δηλαδή τι κερδίζουμε ξαναδιαβάζοντας την αισθητική και την ιδεολογία παλιότερων εποχών; Τι στην ουσία ξαναβλέπουμε που δεν το είδαμε σε αποτυπώσεις όπως του Ταχτσή και του Κουμανταρέα;
            Ξαναγυρίζω στο αρχικό-μου ερώτημα; Αν ο Συμπάρδης μάς σερβίρει την όψη της νεοελληνικής πραγματικότητας από μια σκοπιά που δεν την έχουμε ξαναδεί, τότε το έργο-του αξίζει. Αν μας εξηγεί το τέλμα και τη σήψη, τότε το μυθιστόρημά-του αναδεικνύεται σε μοχλό προβληματισμού. Αν καινοτομεί μορφικά και αυτή η κυκλική μορφή (με την εμμονή στη λεπτομέρεια) έχει να επιδείξει μια αισθητική πρωτοπορία, τότε θα προσυπέγραφα τον χαρακτηρισμό της Κοτζιά. Αν όμως όλα αυτά είναι κούφια λόγια, τότε το βιβλίο αυτό δεν θα το κρατήσω καν στη βιβλιοθήκη-μου.
Πατριάρχης Φώτιος

18 comments:

ναυτίλος said...

Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω (άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά) όσον αφορά στον Άχρηστο Δημήτρη. Τον διάβασα πρίν κάνα δίμηνο στην έκδοση του Κέδρου και μου άρεσε. Δε θα επεκταθώ άλλο καθώς σύντομα θα κάνω και τη σχετική ανάρτηση. Δε θυμάμαι τις κριτικές που είχε πάρει τότε (όταν πρωτοκυκλοφόρησε γιατί το είχα πολλά χρόνια στη βιβλιοθήκη μου) αλλά σίγουρα θα ήταν εγκωμιαστικές για να το έχω αγοράσει...
Δυστυχώς θέλουμε-δε θέλουμε είμαστε εξαρτημένοι, σε μεγάλο βαθμό από τους κριτικούς. Ο ελεύθερος χρόνος μας είναι ελάχιστος και πρέπει να κάνουμε επιλογές, οπότε αναγκαστικά κάνουμε και χρήση των κριτικών κι ας ξέρουμε ότι συνήθως δεν είναι αξιόπιστες.
Η Υπόσχεση γάμου μπήκε πολύ πρόσφατα στη βιβλιοθήκη μου και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς τη διαμεσολάβηση των κριτικών αφού μου άρεσε το προηγούμενο βιβλίο του. Όταν το διαβάσω κι αυτό θα τα ξαναπούμε...

Pellegrina said...

Ολα ειναι σχετικά: αν γίνουμε "Κούβα της Μεσογείου" όπως απείλησε ο Καρατζαφερης, η εν λόγω λογοτεχνία θα χρηστεί αντιστασιακή: η αναφορά και μόνο στο τζόγο θα είναι κραυγή ελευθερίας..

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ναυτίλε,
όταν διάβασα πριν από τόσα χρόνια τον "Άχρηστο Δημήτρη" απηύδισα με την γραφή-του και την ανεπάρκεια στην αφήγηση, πολλές φορές και στη γλώσσα. Το ίδιο είπε και η αδελφή-μου. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ο καθένας σταθμίζει άλλα πράγματα και ξεκινά από άλλη αφετηρία. Διαβάζουμε με τις προσδοκίες-μας και δεχόμαστε κάθε βιβλίο στο πιάτο-μας, άλλος το βλέπει ανάλατο κι άλλος κανονικό, άλλος πολύ ζεστό κι άλλος πολύ κρύο.
Με όλα αυτά δεν θέλω να πω το χιλιοειπωμένο "όλα είναι υποκειμενικά" ή "κάθε γούστο είναι σεβαστό". Θέλω να πω ότι πολλές φορές στήνουμε τις εκτιμήσεις-μας πάνω λ.χ. στις κριτικές, όπως λες και εσύ, και δεν μπορούμε να απεμπλακούμε από τους επαίνους-τους. Δεν μπορούμε να αποσυνδεθούμε από τις προκαταλήψεις-μας.

Και μια ερώτηση περιέργειας: γιατί, αφού το είχες πάρει τότε, το άφησες και το διάβασες τώρα;
Καλημέρα
Πατριάρχης Φώτιος

ναυτίλος said...

Φώτιε, πάντα έτσι κάνω με τα βιβλία. Τα διαβάζω συνήθως με καθυστέρηση πολλών χρόνων. Η βιβλιοθήκη μου έχει πάνω από 12.000τόμους και είναι ζήτημα αν έχω διαβάσει πάνω από το 1/4. H επιλογή γίνεται άλλοτε τυχαία (γιατί απλά έπεσε το μάτι μου πάνω σε ένα τόμο) άλλοτε με αφορμή κάποιο δημοσίευμα (τώρα πια στο διαδίκτυο) κι άλλοτε γιατί ήρθε ο καιρός τους (όταν πρόκειται για βιβλία του λεγόμενου Χρυσού Κανόνα)...
Για το συγκεκριμένο, έτυχε να πέσει το μάτι μου, στο βιβλιοπωλείο που ψωνίζω(-ομαι), στην Υπόσχεση Γάμου. Διάβασα κάνα δυο αποσπάσματα και θυμήθηκα τον Άχρηστο Δημήτρη που χρόνια τώρα ωρίμαζε σε κάποιο ράφι λίγο πιο πέρα από το Μέντιουμ (το πρώτο του μυθιστόρημα) και ανάμεσα στη Συμμορία της Άρπας και τον Οργισμένο Βαλκάνιο. Το διάβασα, μου άρεσε (θεώρησα τη γραφή του πολλά υποσχόμενη) κι έτσι αγόρασα και την Υπόσχεση...
Εδώ και μερικά χρόνια δεν παίρνω ένθετα ούτε και περιοδικά με κριτικές κι εμπιστεύομαι περισσότερο την κρίση μου (αν έχω διαβάσει προηγούμενα έργα των συγγραφέων), την κρίση των εκδοτών (αν πρόκειται για την Άγρα), τη διαίσθησή μου (από το εξώφυλλο έως την ανάγνωση κάποιων αποσπασμάτων στο βιβλιοπωλείο) και την κρίση κάποιων φίλων ή μπλόγκερς που κινούνται επαγγελματικά έξω από το χώρο του βιβλίου. Αυτά όλα βέβαια ισχύουν για συγγραφείς σύγχρονους κι όχι κλασσικούς (του Κανόνα που λέγαμε) γιατί εκεί πάω sans voir...

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ναυτίλε,
ένα βιβλίο με άνυσμα χρόνου μπορεί και εντωμεταξύ να αφήσει πίσω-του τη φήμη εν δυνάμει κλασικού, μπορεί να εξαφανιστεί ή μπορεί και να είναι μια καλή ανάμνηση, ειδικά αν ο συγγραφέας έχει επανέλθει ενδιαμέσως ...δριμύτερος. Δεν ξέρω όμως αν χάνει την "επικαιρότητά"-του, αν στηρίζεται σε δεδομένα της εποχής-του, καλώς ως προς αυτό, αλλά φθίνει όταν ξεφύγει απ' αυτήν.
Ενδιαφέρουσα ούτως ή άλλως αναγνωστική στάση.

Όσο τώρα για την "Υπόσχεση γάμου" θα σου αρέσει περισσότερο αφού, κατά τη γνώμη-μου, εξελίσσει επαρκέστερα το μικροαστικό και απλώνεται σε περισσότερα επεισόδια από τον "Άχρηστο Δημήτρη". Δεν αποκλείεται βέβαια, επειδή είμαστε ριζικά αντίθετοι στις εκτιμήσεις-μας (σε σημείο που αν συμπέσουμε ποτέ, θα πρέπει να συναντήσουμε κι οι δυο μαζί τον συγγραφέα και να του δώσουμε συγχαρητήρια!!!), ίσως το βρεις χειρότερο.
Πατριάρχης Φώτιος

ναυτίλος said...

Δε διαφωνούμε και πάντα! Για τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου αν θυμάμαι καλά είχες θετική άποψη και όπως θα είδες και στην ανάρτησή μου και γω τα βρήκα πολύ καλά. Μπορούμε λοιπόν να του δώσουμε μαζί τα συγχαρητήριά μας...

Πάπισσα Ιωάννα said...

ΟΚ.
Κλείσε ραντεβού μαζί-του και εξήγησέ-του ότι δυο τελείως διαφορετικές αναγνωστικές συνειδήσεις, η δική-σου σίγουρα στηριγμένη σε πολλά βιβλία και ώριμη σκέψη, επιδοκιμάζουν τα διηγήματά-του.
Να είσαι καλά
Πατριάρχης Φώτιος

Anonymous said...

Πολλά τα ερωτήματα που προκύπτουν από μια πρώτη ανάγνωση της κριτικής αυτής (να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω διαβάσει το εν λόγω βιβλίο)...
Ας πούμε, η εναρκτήρια φράση της εμπεριέχει -εν είδει ερωτηματικής παραδήλωσης- το αξίωμα ότι κάθε λογοτεχνικό κείμενο που to story της αναφέρεται σε "απλούς ανθρώπους που ζουν την καθημερινή τους ζωή" δεν δύναται να διαθέτει προβληματισμό -τι είδους, δεν διευκρινίζεται- αλλά ούτε και να συνιστά αισθητική πρόταση...
Αμέσως αμέσως συμπεραίνουμε ότι μόνο τα λογοτεχνικά κείμενα που ΔΕΝ διαθέτουν απλούς ανθρώπινους χαρακτήρες που προσπαθούν να ζήσουν την καθημερινή τους ζωή μπορεί να έχουν λογοτεχνική αξία, πράγμα που φυσικά αποστερεί την συνολική λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων 200 ετών από το μεγαλύτερο μέρος των έργων της...
Είναι όμως έτσι; Φυσικά και όχι...Αλλά θα επανέλθω...

Pellegrina said...

Ο "απλός και καθημερινός άνθρωπος σε συνηθισμένες πραξεις" είναι περίπου must. To αντιθετο κινδυνευει να ειναι αβανταδόρικη περιπτωσιολογία (εκτός αν η τεχνικη το αναγει σε συμβολο, αλληγορία, μυθο)
Αλλα η τεχνη δεν "παιρνει" τον "απλό, καθημερινό άνθρωπο" (έννοια άλλωστε από μόνη της αυθαίρετη και αφηρημένη, οχι ομως με τις επιλογές του δημιουργού αλλα από τα κλισέ του κυρίαρχου λόγου)αυτούσιο. Τι νοημα εχει; η τεχνη κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ε ι τον δικό της "απλο καθημερινό άνθρωπο" στο μεγεθος και με τα υλικά και χαρακτηριστικά που θέλει/διαθετει για να πει αυτο που θελει να πει (Πάντα έχει κατι να πει, ασχετο αν οι ερμηνείες διαφέρουν)Τα κοριτσίστικα πορτρέτα του Ρενουαρ (παραδειγμα εντελώς προχειρο και εν γνωσει των διαφορων ζωγραφικής-λογοτεχνίας)ειναι "απλά καθημερινά κορίτσια" και μα΄λιστα ποζάραν. Αλλα΄ειναι τα δ ι κ ά του καθημερινά κορίτσια, μοναδικα΄στην τελευταία λεπτομερεια του πινακα

Νίκος said...

Παραθέτεις τις απόψεις των κριτικών και δικές σου γενικές σκέψεις για το ρόλο της βιβλιοκριτικής. Περιγράφεις κάπως το περιεχόμενο του βιβλίου και καταλήγεις σε διάφορα "αν", σε σχέση με την αξία του. Ο ίδιος δεν τοποθετείσαι τεκμηριωμένα, ως προς τα "αν" -μια ψιλογκρίνια βγάζεις. Άσε τους κριτικούς και τον κατά τη γνώμη σου "ύποπτο" ρόλο τους. Εσύ τελικά πού καταλήγεις, έχει ή δεν έχει αξία το βιβλίο;

Anonymous said...

Είσαι βέβαιος ότι έχεις διαβάσει το βιβλίο αυτό; Αν ναι, πού τον είδες τον προβληματισμό της δεκαετίας του '60;

Πάπισσα Ιωάννα said...

Υπάρχουν μερικά βιβλία που έχουν φανατικούς οπαδούς, ένα είδος φετίχ, αφού αυτοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι η αξία των έργων είναι δεδομένη και όποιος επιφυλάσσεται ή έχει αντιρρήσεις πρέπει να βάλλεται. Είναι ίσως τα βιβλία εκείνα που προκαλούν τη μεγάλη άρνηση ή τη μεγάλη αποδοχή.

Καλωσορίζω στην παρέα-μας τον Νίκο και τον Ανώνυμο. Στο διάλογο που ανοίγουν, εξηγώ, για να μην υπάρχουν ασάφειες, ότι θεωρώ το βιβλίο καλύτερο από τον "Άχρηστο Δημήτρη", αλλά συνάμα πολύ φλύαρο, πολύ αργό και μάλιστα βουτηγμένο στον μικροαστισμό που δεν με ικανοποιεί όπως το χειρίζεται ο συγγραφέας. Είναι το ύφος του Συμπάρδη τέτοιο, που -το πιο απλό- δεν με αγγίζει; Γιατί; Γιατί ο μυθιστοριογράφος δεν καταφέρνει να ανασκευάσει τη μίζερη ζωή των χαρακτήρων του αλλά αφήνει τον αναγνώστη να λουστεί τον μικροαστισμό-τους χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ' αυτόν. Γι' αυτό μιλάω για δεκαετία του '60 και Ταχτσή ή Κουμανταρέα.
Από την άλλη, μερικοί μικροί αφηγηματικοί ελιγμοί με έκαναν να προσπαθήσω περισσότερο να δω πιο πρόθυμα πού θα καταλήξει, πώς θα οδηγηθεί στη λύση και στην αξιοποίηση όλων αυτών των μικρών, εκνευριστικών κατ' εμέ, λεπτομερειών, αλλά τελικά η συνολική εκτίμηση είναι μάλλον αρνητική.
Συγγνώμη που εγείρω ενστάσεις, συγγνώμη που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ την αισθητική του έργου και την ιδεολογική-του στόχευση. Όσο για την κριτική, δεν αναφέρθηκα στον "ύποπτο" ρόλο-της, αλλά, αν εγώ έχω δίκιο, στην αδυναμία-της να κρίνει με κριτήρια που ξεφεύγουν από τη χαμηλή στάθμη της ίδιας της λογοτεχνίας. Καμία σκοπιμότητα...
Καλή νύχτα
Πατριάρχης Φώτιος

Anonymous said...

Eπανερχόμενος, να επαναλάβω ότι το δικό μου σχόλιο αφορούσε την αναγωγή της κοινωνικής τοποθετήσης των χαρακτήρων του βιβλίου και της θεματικής του σε αξιολογικό κριτήριο, κάτι που φυσικά είναι λάθος. Η λογοτεχνική αξία ενός κειμένου έχει να κάνει με τη δημιουργία αισθητικού γεγονότος με μέσο τη γλώσσα, που διαμορφώνει ύφος, και τη "λοξή" οπτική γωνία από την οποία ιδώνονται τα πράγματα. Είναι η λειτουργία της de-familiarization, σύμφωνα με τον Viktor Shklovsky...επομένως, το εάν οι ήρωες μιας ιστορίας είναι "καθημερινοί" ή όχι δεν σχετίζεται με την αξία της λογοτεχνίας.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ανώνυμε,
δεν ξέρω αν είσαι ο ίδιος με αυτόν που ρωτούσε για τη δεκαετία του '60; Τέλος πάντων.

Αν λοιπόν ζητάμε την ανοικείωση στη λογοτεχνία, θα μπορούσε ο συγγραφέας να πλάσει εν πρώτοις ιδιαίτερους χαρακτήρες, όπως είναι πολλοί μυθιστορηματικοί ήρωες που έχουν παρελάσει στην ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία. Φυσικά δεν είναι απαραίτητο. Αν αντίθετα διαλέξει καθημερινούς ανθρώπους, πρέπει να ανοικειώσει, σωστά όπως λες, το ύφος-του ή τη ματιά με την οποία τους κοιτάζει ή να δείξει συμβολικά το ποιόν-τους ή να δώσει την καθημερινότητα με ένα ειδικό πρίσμα κ.ο.κ. Αυτή η φορμαλιστική προσδοκία, για να μιλήσω με τους όρους-σου, είναι που θα καταξιώσει λογοτεχνικά το έργο.
Συμφωνούμε απόλυτα. Επομένως, αυτή η остранение δεν επέρχεται αν δεν πειράξεις την καθημερινότητα, αλλιώς κάνεις έναν σύγχρονο ρεαλισμό χωρίς αναταράξεις, χωρίς λογοτεχνικές "εκπλήξεις". Αυτό δεν είδα στον Συμπάρδη.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ένα χρόνο μετά, ξαναγυρίζω στο ποστ αυτό, γιατί ο Librofilo διάβασε το βιβλίο και στις 10/9/2012 δημοσίευσε την άποψή-του που είναι το ίδιο αρνητική, το ίδιο αντιρρητική, με παρόμοιο σκεπτικό με τη δική-μου.
Για την ιστορία.

Πατριάρχης Φώτιος

Anonymous said...

Τελικώς Κρατικό βραβειο Μυθιστορήματος Πατριάρχα μου...

Πάπισσα Ιωάννα said...

Κρατικό βραβείο;
Όπως ο Τάσος Αθανασιάδης «Οι τελευταίοι εγγονοί» (1985), ο Φάνης Μούλιος «Οι κληρονόμοι» (1989), ο Ανδρέας Νενεδάκης «Οι Βουκέφαλοι» (1992), ο Μάνος Ελευθερίου «Ο καιρός των χρυσανθέμων» (2005) κ.ο.κ.; Πιστεύεις ότι θα τα ξέρει κανείς αυτά τα μυθιστορήματα σε λίγα χρόνια, αν ήδη δεν έχουν ξεχαστεί;

Αν και μπορεί κανείς να αντιτάξει σπουδαία έργα που βραβεύτηκαν, αυτή καθεαυτή η βράβευση -και μάλιστα από μια κρατική (χειραγωγούμενη;) επιτροπή- δεν λέει τίποτα περισσότερο.

Δεν καταλαβαίνεις ότι παραμένοντας ανώνυμος και υπερασπιζόμενος σθεναρά έναν συγγραφέα, θέτεις υπό καχυποψία την ταυτότητά-σου;
Πατριάρχης Φώτιος

Anonymous said...

Τελείωσα την ανάγνωση της "Υπόσχεση γάμου" εχθές το βράδυ, αφού χρειάστηκε να επιστρατεύσω μετά τα 2/3 του βιβλίου όλη μου την υπομονή. Σχεδόν εκνευρισμένη, έψαξα αμέσως να ξαναδιαβάσω τα λεγόμενα των κριτικών μήπως και είχα καταλάβει λάθος πριν αγοράσω το βιβλίο. Την ίδια απορία έχουμε Πατριάρχη Φώτιε. Και σε ευχαριστώ που τόσο περιεκτικά και εύστοχα αποτύπωσες και τις δικές μου σκέψεις. Μόνο λογοτεχνική φτώχεια βρήκα στην "Υπόσχεση γάμου" σε όλα τα επίπεδα: στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, στην πλοκή, στις περιττές (και ήταν τόσο πολλές) γραμμές. Τι να πω. Μόνο ότι ο διθύραμβος του βιβλίου μου φαίνεται λίγο... στραβός.