Saturday, May 31, 2008

Χυμός Ανάμικτος. Δεύτερη εμφάνιση

Η πρώτη φορά πυροτέχνημα;

Ο Γ. Ξενάριος καταθέτει συχνά πολύ μελετημένες απόψεις για τη λογοτεχνία μας. Στο τεύχος του «διαβάζω» (486, Ιούνιος 2008), που μόλις κυκλοφόρησε, επισημαίνει κάτι που πολλοί το είχαν συνειδητοποιήσει αλλά δεν τον είχαν ως τώρα καταγράψει: την αδυναμία του λογοτέχνη να επανεμφανίσει μια καλή δουλειά μετά το καλό ή και εξαιρετικό πρωτόλειό του. Παραθέτω την αρχή που είναι άκρως κατατοπιστική:
Ένα από τα σταθερά φαινόμενα της ελληνικής λογοτεχνίας είναι η εμφάνιση συγγραφέων μ’ ένα πρώτο καλό, κάποτε-κάποτε και εντυπωσιακό, βιβλίο […] και η εν συνεχεία επαναλαμβανόμενη διάψευση αυτής της πρώτης εμφάνισης με απανωτές αποτυχίες […]. Αν κάποιος ήθελε να εντοπίσει τις αιτίες του, θα έβρισκε δύο ομάδες αιτίων που το προκαλούν: μια δέσμη ψυχολογικών και μια αντίστοιχη λογοτεχνικών αιτίων”.
Η πρώτη αιτία εξηγείται ως η συσσώρευση πάθους και ζήλου για το ξεκίνημα, τα οποία κοπάζουν μετά, καθώς δεν συνοδεύονται κι από ανάλογη “ανάπτυξη αφηγηματικών τεχνικών, τη συνολικότητα του αφηγηματικού οράματος, τη σοφία στη διαχείριση των μέσων, την ύπαρξη ενός αισθητικού οράματος κ.λπ.”. Η δεύτερη δέσμη αναφέρεται σε ένα σύστημα, όπως το ονομάζει ο Ξενάριος, -μια λογοτεχνική παρακαταθήκη θα έλεγα εγώ- μέσα από την οποία μπορεί και θα μπορεί να αντλεί ο λογοτέχνης στοιχεία που θα αρδεύουν κάθε του έργο. Στην ουσία οι περισσότεροι νεοεισελθέντες στον χώρο λογοτέχνες έχουν νερό μόνο για το πρώτο τους έργο, ενώ γρήγορα στερεύουν για το επόμενα.
Η δυνατότητα εύκολης έκδοσης (ειδικά για το πρωτόλειο), το λάιφ στάιλ, ο τηλεοπτικός λόγος, η αποσύνδεση από τη λογοτεχνική παράδοση, ο τυφλός μιμητισμός της ξένης λογοτεχνίας, τα περιορισμένα βιώματα σε μια εποχή που τα δίνει όλα έτοιμα είναι κάποιοι από τους παράγοντες που καθηλώνουν στα αβαθή τούς νέους μας συγγραφείς. Το δεύτερο έργο είναι συχνά είτε πανομοιότυπο με το πρώτο, οπότε δεν ενθουσιάζει εξίσου -εκδιπλούμενο σαν μανιέρα και απομίμηση-, είτε διαφορετικό, αλλά βιαστικό (ώστε να προλάβει τα φώτα που είναι ακόμα πάνω στον δημιουργό), ρηχό (χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό) ή απλώς πειραματικό (αλλά χωρίς τη δημιουργική πνοή που χρόνια ολόκληρα διοχετευόταν στο πρώτο έργο).
Φυσικά, υπάρχουν και οι αντίθετες περιπτώσεις σταδιακής ή και γοργής βελτίωσης, συμπτώματα που καθορίζουν και το στίγμα του δημιουργού σε μεγαλύτερη διάρκεια. Δεν ξέρω ποια τάση υπερτερεί αλλά φοβάμαι πως συχνά το πρώτο έργο είναι πυροτέχνημα για πάρα πολλούς λογοτέχνες.

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 27, 2008

Αραβικός καφές: Ζουργός

Ισίδωρος Ζουργός
“Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού”
εκδ. Πατάκη,
1η έκδοση 2000, 2η έκδοση 2007


Ένας παραμυθάς αφηγείται τις ατελείωτες ώρες του πλου μέσα στο Αιγαίο ιστορίες από διάφορες εποχές και κόσμους. Οι ιστορίες αυτές, παραμύθια που διατηρούν την ατμόσφαιρα του Σεβάχ και των ταξιδιωτικών ιστοριών άλλων εποχών, είναι το ίδιο ανούσιες όπως και η υπόλοιπη ιστορία. Πολλή ατμοσφαιρικότητα συν λίγη ποιητικότητα, ώρες ατελείωτες αναγνωστικής ανίας που δεν έχει μια ορατή κατάληξη… Δεν μπορώ να πω ότι ο συγγραφέας δεν ξέρει να γράφει· τον σκοπό αναζητώ και χωρίς αυτόν πλέω κι εγώ υπήνεμος, χωρίς τα πανιά μου φουσκωμένα, χωρίς κουπιά ή μηχανή, σε μια ράθυμη, χλιαρή θάλασσα, στάσιμη και ακίνητη.
Όλο και πιο συχνά νιώθω να χάνω ώρες πολύτιμες στην ανάγνωση βιβλίων που γράφτηκαν με πολύ κλειστά κριτήρια σπουδαιότητας, σαν να γράφονται για ένα κοινό στο οποίο δεν ανήκω. Όλο και πιο πολλοί συγγραφείς καταγράφουν τον κόσμο με τη δική τους ματιά, όλο και πιο πολλοί από αυτούς εκδίδονται και όλοι εμείς οι αναγνώστες πλέουμε σε μια λιμνοθάλασσα ατελείωτων σελίδων που δεν μας πάνε πουθενά.
Είθε κάθε βιβλίο να βρει το αναγνωστικό κοινό του και κάθε αναγνώστης μόνο τα βιβλία που θα τον ξεσηκώσουν, θα τον ταξιδέψουν μαγεύοντάς τον, θα τον προβληματίσουν, θα τον σαγηνεύσουν…
Ας είναι πιο καλοτάξιδο το καινούργιο βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο "Η Αηδονόπιτα".
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 23, 2008

Καφές σκέτος: Θανάσης Χειμωνάς

Θανάσης Χειμωνάς
“Ραγδαία επιδείνωση”
εκδόσεις Πατάκη
2008


Ξεκίνησα να διαβάζω με πολύ χαμηλές προσδοκίες. Εντούτοις, στην αρχή, μόλις δηλαδή τελείωσε το πρώτο κεφάλαιο, είπα «εδώ υπάρχει συγκίνηση∙ κάτι κινείται στη γραφή του Χειμωνά, που μπορεί να εξελιχθεί σε ποιότητα».
Φτάνω στα 2/3 του μυθιστορήματος. Δεν μπορώ να πω ότι βαρέθηκα, αφού το βιβλίο διαβάζεται με άνεση∙ δεν μπορώ ωστόσο να πω ότι αγωνιούσα για το τι θα γίνει μετά, αλλά ούτε και για το πώς όλα όσα λέει οδηγούν σε ένα συνιστάμενο τέλος. Δεν είδα αδούλευτη και ακατάστατη γλώσσα, αλλά ούτε και μια πολυδουλεμένη, βαθιά και υφολογικά πλούσια. Πιο πολύ διεκπεραιωτική, που αρκεί για να περάσει απαρατήρητη. Φιλοσοφία, ιδεολογία, μεγάλες ή μικρές αφηγήσεις, υπαρξιακοί προβληματισμοί, έστω ανθρώπινες καταστάσεις που να εξάγουν ένα ουσιαστικότερο από αυτό των δελτίων ειδήσεων νόημα, πολυσύνθετη πλοκή ή δεξιοτεχνικά οριοθετημένη δράση; Δυστυχώς τίποτα.
Κακό μυθιστόρημα; Όχι. Καλό; Όχι. Κάτι χειρότερο: αδιάφορο. Ο Θ. Χειμωνάς αποδεικνύει ότι τον συγγραφέα τον γεννά η εποχή του και μόνο αν είναι ο ίδιος πολύ μεγάλος εγείρεται πάνω από αυτήν και την τραβά προς τα πάνω. Η γραφή του, άνοστη και ρηχή, φαίνεται σαν μια υποσυνείδητη αντίδραση στη «φορτισμένη» γραφή του πατέρα του. Παιδί της μεταπολίτευσης, χαμένη γενιά, κολυμπάει σε μια άβαθη λιμνοθάλασσα που δεν έχει τις χαρές του ανοικτού πελάγους ή των επικίνδυνων ποταμών. Διαβάζοντας ένιωθα πως ό,τι βλέπουν τα μάτια μου θα μπορούσα να το γράψω κι εγώ κι ας μην έχω λογοτεχνική φλέβα, ας μην έχω εκδώσει ούτε ένα διήγημα, κι ας μην έχω τέτοιου είδους συγγραφικό προβληματισμό. Αισθανόμουν να πλατσουρίζω σε μικρές φλυαρίες, ανούσιους διαλόγους, στατικές αφηγήσεις οι οποίες το μόνο που κατάφερναν, αν ήταν αυτό η πρόθεση του συγγραφέα, ήταν να δημιουργούν ατμόσφαιρα καθημερινών σχέσεων και ανησυχιών για την ανθρώπινη επαφή.
Συνέχισα να διαβάζω με πείσμα να διαψευστώ. Ναι, κατά βάση θα ήθελα να πιστέψω ότι τον αδίκησα κι ότι όσοι έπαινοι ακούγονται δεν είναι επειδή είναι γιος του Γιώργου Χειμωνά, ούτε επειδή είναι ωραίος, μοδάτος, πρότυπο νέου και πετυχημένου celebrity (παρότι σχετικά αφανής και χαμηλών τόνων: διάβασα και την τρισέλιδη βίωση τού Πάσχα στο φύλλο των «Νέων» της Μ. Παρασκευής)… Το αποτέλεσμα: σ’ αυτό το σημείο του έργου μπαίνει ο αναγνώστης στο πνεύμα για ποια «επιδείνωση» μιλάμε, την ψυχολογική-νευρολογική επιδείνωση ενός από τους κεντρικούς χαρακτήρες, ο οποίος όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε σκιαγραφηθεί επαρκώς.
Κλείνω το βιβλίο με την αίσθηση ότι κάνει κινείται. Δυο εγκιβωτισμένα διηγήματα, γραμμένα από δύο χαρακτήρες, δημιουργούν κάτοπτρα μέσα στα οποία αναλογικά εκτυλίσσεται η κύρια υπόθεση. Πρόκειται για τέχνασμα απλό, αλλά επιτυχημένο, που κάνει τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει τα διηγήματα για να ξαναβρεί το χαμένο νόημα του συνολικού έργου. Δεν ξέρω αν φτάνει.
Διάβασα δύο κριτικές πάνω στο μυθιστόρημα: της Ελ. Κοτζιά στην Καθημερινή (30.3.2008) και της Λ. Πανταλέων στην Ελευθεροτυπία (9.5.2008). Η πρώτη, λιτό κείμενο, βρήκε τη λογοτεχνικότητα στον αμιγή χαρακτήρα της αφήγησης (φαντάζομαι εννοεί χωρίς στολίδια και κούφιους λογοτεχνισμούς) και η δεύτερη, βερμπαλιστικό και πομπώδες αλλά χωρίς ουσία κομμάτι, στέκεται στην ατμόσφαιρα και στις καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις. Η παρουσίαση του Τατσόπουλου (Τα Νέα, 23.2.2008) πιο πολύ μού φάνηκε ως «συμπαθώ τον συγγραφέα και επαινώ το βιβλίο» παρά «μου αρέσει το βιβλίο και γράφω καλά γι’ αυτό».
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 20, 2008

Πορτογαλικός καφές galao. Ζοζέ Σαραμάγκου

Ζοζέ Σαραμάγκου
“Περί θανάτου”
μετφ. Αθηνά Ψύλλια
εκδόσεις Καστανιώτη
2007



Όλοι οι άνθρωποι εύχονται ενδόμυχα να σταματήσουν να πεθαίνουν. Ο Σαραμάγκου διερευνά αυτή την πιθανότητα με πολύ μπρίο και ειρωνική προς τις αυταπάτες και βεβαιότητές μας απόψεις.
Κάποια στιγμή λοιπόν ο θάνατος παύει να εξοντώνει τους ανθρώπους σε μια μικρή χώρα. Πιστέψτε το: κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος με την κατάσταση, αφού ναι μεν δεν πέθαινε κανείς αλλά αυτό δεν σήμαινε πως δεν γερνούσαν ή ότι δεν τραυματίζονταν μένοντας παράλυτοι, φυτά ή ακρωτηριασμένοι. Το αποτέλεσμα ήταν να παραλύσει ο κοινωνικός ιστός: τα γραφεία κηδειών χρεοκόπησαν, οι οίκοι ευγηρίας τίγκαραν, τα νοσοκομεία έπαθαν συμφόρηση, το ασφαλιστικό κινδύνευε να καταρρεύσει, η Εκκλησία κλονίστηκε που δεν είχε πλέον τον θάνατο να απειλεί, η κυβέρνηση δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την κρίση… Αλλά και οι ίδιοι οι υπέργηροι (όπως και οι συγγενείς τους) ήθελαν κάποια στιγμή να γλιτώσουν από τα βάσανα, πράγμα που ανέλαβε η μαφφία, η οποία επιφορτιζόταν με την παράνομη αποστολή να μεταφέρει τον ετοιμοθάνατο έξω από τα σύνορα για να πεθάνει ήσυχος… Πραγματικό πανηγύρι ανατροπών.
Όταν ξαναγύρισε η θάνατος (*γυναίκα, κατά την πορτογαλική παράδοση), όλα ξαναγύρισαν στον κανονικό τους ρυθμό εκτός από έναν βιολοντσελίστα που δεν έλεγε να πεθάνει σύμφωνα με το πεπρωμένο του. Η συνέχεια αναδεικνύει χιουμοριστικά την απορία, την αμηχανία, την αγανάκτηση, αλλά και τον έρωτα της θανάτου προς τον ατυχή θνητό που δεν καταλάβαινε πως τον πολιορκούσε η Χάροντας κι αυτός ακούσια δεν εννοούσε να ενδώσει στις προσκλήσεις της.
Η υπόθεση και μόνο είναι ικανή να κάνει τον αναγνώστη να βυθιστεί στο βιβλίο, αλλά ακόμα περισσότερο ο Σαραμάγκου παίζει με τις αναγνωστικές μας προσδοκίες. Φυσικά η υπόθεση δεν τρέχει μεταξύ σχολίων και περιγραφών, αλλά το ανατρεπτικό του ύφος, η χιουμοριστική και σατιρική του γλώσσα, οι απανωτές εκπλήξεις, η αληθοφάνεια του παράλογου κάνει την ανάγνωση να αναπηδά ακόμα κι εκεί νιώθει κανείς ότι βάλτωσε…
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, May 15, 2008

Νουγκατίνα.Ποιητικότητα στην πεζογραφία

Ώσμωση ποίησης και πεζογραφίας


Τα πρόσφατα βραβεία του «διαβάζω» έδειξαν μια συνειδητή ή ασύνειδη τάση των κριτών: να πριμοδοτήσουν την ποίηση, που έχει τεθεί ως εμπορικό προϊόν στο περιθώριο από την αγορά. Έτσι, στους πρωτοεμφανιζόμενους βράβευσαν ποιήτρια (Κατερίνα Ηλιοπούλου, “Ο κύριος Ταυ”, εκδόσεις Μελάνι), ενώ και τα πεζά που ψηφίστηκαν είχαν έντονα στοιχεία ποιητικότητας:
α) στο διήγημα (Νίκη Χατζηδημητρίου, “Υποφωτισμένο: Διηγήματα και άλλα”, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας) η συγγραφέας επέλεξε μια λυρική γραφή, όπου προσωπικές σκέψεις εκφράζονται με την συνυποδήλωση του συνειρμού και του συναισθήματος.
β) στο μυθιστόρημα (Γιώργος Παναγιωτίδης, “Ερώτων και Αοράτων”, εκδόσεις Γαβριηλίδης), όπου η συναισθηματικότητα υπερτερεί έναντι των χαρακτήρων ή της πλοκής.
Είναι όντως τάση της νεοελληνικής πεζογραφίας να ποιητικίζει; Είναι αυτός ο υβριδισμός γόνιμο στοιχείο στην ανανέωσή της; Είναι θετικό να ξεκινάει ο αναγνώστης την ανάγνωση πεζού με άλλες προσδοκίες και να αιφνιδιάζεται;
Οι απαντήσεις δεν μπορεί να είναι απόλυτες και γενικευτικές. Επειδή όμως μια τέτοια απάντηση δεν είναι απάντηση, τολμώ να δηλώσω ότι αυτός ο συγκερασμός μού προκαλεί προσωπικά αίσθημα ανίας και τον βρίσκω αντιμυθιστορηματικό. Η ανάγνωση βουλιάζει, η διάθεση δεν ακολουθεί τις προσδοκίες και η πλοκή βαλτώνει σε λυρικές αοριστίες και σε συναισθηματικά τέλματα.
Ωστόσο, πολλοί επιχειρούν πλέον μια τέτοια ώσμωση και δικαίως προσπαθούν να μπολιάσουν τη ζωή μας με ποίηση. Εντούτοις ο δρόμος της πεζογραφίας ίσως δεν είναι ο καταλληλότερος, αν και υπάρχουν παγκοσμίως πάμπολλα παραδείγματα επιτυχούς σύζευξης. Και δεν είναι ο καλύτερος γιατί συχνά το πεζό καταντά απλώς η πλατφόρμα για βερμπαλισμό, λεξιθηρία, γλυκερές σκέψεις και άνοστες περιγραφές, καθώς και λαβυρινθώδεις συνειρμούς.

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 13, 2008

Espresso με Bailey’s: Δημήτρης Καπετανάκης

Δημήτρης Καπετανάκης
“Ο ιππότης της βαρύτητας”
εκδόσεις Εστία
2005


Το πρώτο βιβλίο του Δ. Καπετανάκη εκδόθηκε το 2005. Βρήκα την ευκαιρία να το διαβάσω, για να το συγκρίνω με το φετινό, τη “Συμμορία της συγκίνησης”. Ένας φυσικός επιστήμονας επινοεί έναν τρόπο για να γυρίζει ο χρόνος πίσω, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί τα αίτια του θανάτου της γυναίκας του, που δούλευε ως αρχαιολόγος στα θεμέλια του κληρονομημένου κάστρου της.
Η φυσική, η επιστήμη, ο ορθολογισμός των αριθμών συνδυάζεται με τη μεταφυσική, το αλλόκοσμο, τη θρησκεία κλπ. Ωστόσο, όσο ενδιαφέρον αναπτύσσει ο αναγνώστης στην εξιχνίαση του φόνου, στοιχείο που δίνει στο κείμενο αστυνομική πλοκή, και όση περιέργεια για τις κατακτήσεις των θετικών επιστημών, τόσο ανιαρό καταντάει τελικά το όλο εγχείρημα, αφού η πλοκή πήζει από τόνους ανούσιες λεπτομέρειες (επίδειξη γνώσεων και μαθήματα φυσικής). Παράλληλα, η πληθώρα προσώπων καθιστά την δράση φυγόκεντρη δύναμη που δεν συγκλίνει πάντα προς το τέλος.
Φυσικά παρατηρούνται μερικά θετικά στοιχεία, αλλά, αν είχα διαβάσει τότε τον “Ιππότη της βαρύτητας”, δεν θα επιχειρούσα αν διαβάσω άλλο βιβλίο του Καπετανάκη, γεγονός που θα με έκανε να χάσω το δεύτερό του, το οποίο αποτελεί τη βελτιωμένη έκδοση της βασικής ιδέας που απασχολεί ως τώρα τον συγγραφέα.
“Η συμμορία της συγκίνησης” (2007) βρέθηκε δικαιολογημένα στη μικρή λίστα των βραβείων του «διαβάζω» και αποτελεί μια από τις καλύτερες καταθέσεις άρτιας πλοκής και συνδυασμού φυσικής-θρησκείας-μυστηρίου.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 10, 2008

Froccino: Ντορίνα Παπαλιού

Ντορίνα Παπαλιού
“Γκάτερ”
εκδόσεις Κέδρος
2008


Το ότι πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα δεν λέει όλη την αλήθεια. Η συγγραφέας, σε αντίθεση με τον μέσο όρο, όχι μόνο πετυχαίνει τα σχετικά με την πλοκή, ώστε να φτάσουμε με λογικό τρόπο στην εξεύρεση του δράστη, αλλά εμπλουτίζει το είδος με μικρά αλλά σημαντικά ενίοτε ευρήματα.
Η Παπαλιού συνδέει με μαστοριά στην παρθενική μυθιστορηματική προσπάθεια τα πιο διαφορετικά νήματα: ξεκινώντας από την παραδοσιακή ιστορία μυστηρίου, όπου ο ντετέκτιβ καλείται να ταιριάξει λογικά τα διάσπαρτα κομμάτια ενός ακατανόητου αρχικά παζλ, περνά στον κόσμο των υπερηρώων των κόμικ και του εικονογραφημένου μυθιστορήματος … και δεν παραλείπει να απευθύνει και ένα νεύμα στη λογοτεχνία για εφήβους, με τις περίπλοκες και συχνά τραυματικές οικογενειακές της σχέσεις.” (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 20.1.2008)
Στον χώρο των κόμικς δημιουργείται μια μυθοπλαστική διαπερατότητα από τους ήρωες στα χρωματιστά τετράγωνα στον χρονότοπο του μυθιστορήματος. Δεν μιλάω για μεταμοντέρνες τεχνικές μετάβασης αλλά την παραλληλία δύο κόσμων, αφού ο ήρωας του «Γκάτερ» είναι ένας νεαρός που σχεδιάζει και επιδιώκει να γίνει κομίστας. Τυχαία πέφτει πάνω σε μια απαγωγή, σχεδιάζει τον άνθρωπο που απήγαγαν και βρίσκεται χωρίς να το καταλάβει στο κυνήγι των κακοποιών. Η έρευνά του, παρότι ερασιτεχνική, οδηγείται με σταδιακά βήματα στη λύση του αινίγματος.
Απολαυστική ιστορία σαν κάθε καλογραμμένο αστυνομικό, καθόλου εφετζίδικη, καθόλου ρηχή, ένα σταθερό βήμα στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο τρόπος δράσης για την ανακάλυψη του ενόχου είναι εμπειρικός, αλλά ακριβώς γι’ αυτό φρέσκος, διατηρώντας λίγα κλισέ, και ταυτόχρονα συνδυάζεται με την εσωτερική αναζήτηση ταυτότητας του νεαρού πρωταγωνιστή.
Ο πρωταγωνιστής δεν είναι ο άτρωτος, φλεγματικός, παντογνώστης ντετέκτιβ της κλασσικής αστυνομικογραφίας, αλλά ένας έφηβος, χωρίς καμία πείρα στις έρευνες και στις πρακτικές των εγκληματιών· ένα νεαρό παιδί που προβληματίζεται πρώτιστα για τον εαυτό του κι έπειτα για αυτή καθεαυτή την απαγωγή, που αντιμετωπίζει προβλήματα με την οικογένειά του και αναζητεί την ταυτότητα και τη σταδιοδρομία του στο σκιτσάρισμα, που ψάχνει το ταίρι του και προσπαθεί να ξεφύγει από όλα αυτά επινοώντας σενάρια για τους χάρτινους ήρωές του.” (Γ. Περαντωνάκης, διαβάζω, Μάιος 2008).
Ο δράστης είναι η αφορμή για να τα «σπάσει» με τους γονείς και με το περιβάλλον του, σε ό,τι έχει να κάνει με την προσωπική του ανέλιξη και να βρει αυτό που πραγματικά θέλει να γίνει ενηλικιούμενος: να σταδιοδρομήσει δηλαδή στον χώρο των κόμικς.
Μονίμως οργισμένος και παρορμητικός στις αντιδράσεις του ο Αλέξανδρος Δαμιανός έχει σε τελευταία ανάλυση δίκιο, καθώς αποτελεί κλασική περίπτωση εγκαταλελειμμένου εφήβου από την ιδεολόγο ακτιβίστρια μάνα του και από τον υπεραπασχολημένο αλλά και υπεραπαιτητικό επιχειρηματία πατέρα του.” (Ελ. Κοτζιά, Η Καθημερινή, 24.2.2008)
Ανανεωτικό και δροσερό το «Γκάτερ» ανυψώνει τον μέσο όρο της αστυνομικής μας λογοτεχνίας, αλλά και γενικότερα του μυθιστορήματος.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 05, 2008

ΙσΤοΛέΣχΗ ΑνΑγΝωΣηΣ-"Ο κίτρινος φάκελλος"

Φανταστική αποκλειστική συνέντευξη με τον Μάνο Τασάκο, πρωταγωνιστή του “Κίτρινου φακέλλου”
(Π.Φ. : Πατριάρχης Φώτιος, Μ.Τ. Μάνος Τασάκος)


Φ.Π.: Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε να διευκρινίσετε ορισμένα πράγματα για τον “Κίτρινο φάκελλο”. Και πρώτα πρώτα πείτε μου λίγα λόγια από το βιογραφικό σας.
Μ.Τ.: Γεννήθηκα στην Αερόπολη το 1905. Ο πατέρας μου, εύπορος κτηματίας, μου έδωσε όλα τα μέσα για να σπουδάσω και να σταδιοδρομήσω χωρίς δυσκολίες. Το 1917 μαζί με τους γονείς μου εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Σπούδασα νομικά, γιατί ένιωθα ισχυρή κλίση για αυτό το επάγγελμα.
Φ.Π.: Πότε σκοτωθήκατε;
Μ.Τ.: Σκοτώθηκα στις 5 Μαΐου 1938.
Φ.Π.: Πότε ξεκινάει η συγγραφική σας καριέρα;
Μ.Τ.: Πρώτο μου έργο η “Κουφόβραση” στα 1928, το οποίο έγινε δεκτό από την κριτική και εκτιμήθηκε από το κοινό. Αντίθετα, τα επόμενα βιβλία μου έγιναν δεκτά με δυσμενείς κριτικές, κυρίως γιατί δεν ανήκαν στις γνωστές σχολές.
Φ.Π.: Πείτε μας λίγο για τις προθέσεις σας όσον αφορά στο μυθιστόρημα “Θέσεις και αντιθέσεις”.
Μ.Τ.: Πρώτ’ απ’ όλα, ξεκίνησε ως δύο μυθιστορήματα που θα πλαισίωναν το ήδη γραμμένο «Κάτοχοι», ύστερα από παρότρυνση του μέντορά μου Κωστή Ρούση. Όταν αποδέχτηκα την πρότασή του, έψαξα να βρω ποια θα είναι η θέση και ποια η αντίθεση στα δύο αυτά έργα. Αντί να καταφύγω στις δύο γνωστές μεθόδους, επαγωγική και παραγωγική, προτίμησα να πειραματιστώ με μία τρίτη, τη διαλεκτική ή θεατρική.
Φ.Π.: Σε τι συνίσταται αυτή;
Μ.Τ.: Η πειραματική αυτή μέθοδος στηρίζεται στην επαλήθευση μιας θέσης μέσα στη ζωή. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, συνέλαβα την ιδέα ότι οι κοινωνικές συμβάσεις και οι λοιπές σχέσεις εύκολα παραγκωνίζονται όταν αναδυθεί το υλικό συμφέρον ως πρώτιστη δύναμη δράσης.
Π.Φ.: Δεν είναι άποψη του Ιστορικού Υλισμού αυτό;
Μ.Τ.: Δεν πιστεύω να ενοχλείστε από τέτοιες θεωρίες; Άλλωστε, στο έργο μου υπάρχουν πολύ πιο amoral ιδέες, όπως η λιμπιντική θεωρία του Φρόιντ ή ο υπεράνθρωπος του Νίτσε…
Π.Φ.: Όχι, φίλε μου. Μέσα στο μυθοπλαστικό σας πλαίσιο δένουν μια χαρά. Αλλά συνεχίστε.
Μ.Τ.: Αντί, λοιπόν, να την πραγματευτώ θεωρητικά, προσπάθησα να την ελέγξω στην πράξη. Δούλεψα με πλάνο πάνω στον Κωστή Ρούση, τον ανιψιό του Νίκο, την «αρραβωνιαστικιά» του τελευταίου Μαρία Πετροπούλου, τον πατέρα της και φυσικά στον νόθο γιο του Κωστή, Μιλτιάδη Ρούση. Τους κατηύθυνα (συγγνώμη για την ελαφρά καθαρεύουσα), τους οδήγησα στο να ανακαλύψουν το συμφέρον τους και να παραμερίσουν τις αναστολές των μεταξύ τους σχέσεων…
Π.Φ.: 100% αμοράλ…
Μ.Τ.: Εγώ θα έλεγα ιδεολόγος!
Π.Φ.: Αγάπησες πραγματικά κανέναν από τους «ήρωές» σου;
Μ.Τ.: Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω… Π.Φ.: Ίσως τη Μαρία Πετροπούλου;
Μ.Τ.: Το ότι την κάλυψα κι, ενώ με σκότωσε, προσπάθησα να παρουσιάσω την πράξη της σαν αυτοκτονία δική μου αυτό δείχνει… Αλλά πάλι δεν ξέρω…
Π.Φ.: Η ίδια σε θεωρεί δαίμονα (που όμως αγάπησε) σε αντίθεση με τον Κωστή, το οποίο αποκαλεί αρχάγγελο.
Μ.Τ.: Για μένα ας μιλήσει το κοινό. Πάντως ο Ρούσης ήταν εγκλωβισμένος σε μια υποβολιμαία αυτοαπαξίωση. Μόλις η Μαρία τον έβγαλε από αυτήν σταμάτησε ο μισανθρωπισμός του και ίσως εντέλει αποκάλυψε την ανιδιοτελή φύση του…
Π.Φ.: Μια και μίλησες για ανιδιοτέλεια, τελικά αποδείχτηκε ή όχι η θέση σου;
Μ.Τ.: Το κέρδος δεν είναι να αποδειχθεί ή όχι. Το κέρδος είναι να δω πώς θα αντιδράσουν οι εμπλεκόμενοι…
Π.Φ.: Και;
Μ.Τ.: Κατά πάσα πιθανότητα το συμφέρον λειτούργησε μόνο ως το μέσο για να βρουν τον εαυτό τους, έναν εαυτό που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το χρήμα. Συνέβη στον Κωστή, στον Μίλτο, ακόμα και στη Μαρία, η οποία έδειχνε η πιο στυγνή εκμεταλλεύτρια των ευκαιριών που θα της παρουσιαζόντουσαν.
Π.Φ.: Διάβασες το βιβλίο του Καραγάτση;
Μ.Τ.: Ναι, ένα βράδυ που το φάσμα μου περιδιάβαινε τη βιβλιοθήκη, το πήρα στα χέρια μου (τρόπος του λέγειν) και το διάβασα.
Π.Φ.: Πώς σου φάνηκε;
Μ.Τ.: Τι θέλεις τώρα, να επαινέσω τον εαυτό μου. Αφού ξέρεις καλά πως εγώ το έστησα κι ο Καραγάτσης απλώς το μετέτρεψε σε κείμενο.
Π.Φ.: Σε ικανοποιεί το αποτέλεσμα;
Μ.Τ.: Οι κριτικοί το αντιμετώπισαν σαν ένα από τα καλύτερα έργα του. Συνδυάζει αστυνομικό δαιμόνιο και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, δράση και διαλόγους, εύπεπτη γραφή και συνεχείς συγκρούσεις… Παρόλο που με τον Καραγάτση δεν μας συνδέουν πολλά κοινά στοιχεία της τέχνης μας, τον εμπιστεύτηκα πρώτον γιατί δεν είχε εμπλακεί ως τότε και δεύτερον επειδή πιστεύω στο ταλέντο του.
Π.Φ.: Σε ξάφνιασε καθόλου;
Μ.Τ.: Ομολογώ πως δεν περίμενα να το κάνει αυτοαναφορικό· να παρουσιάσει δηλαδή μαζί με την υπόθεση και τη διαδικασία γραφής του. Έγινε πολύ πρωτοποριακό έτσι.
Π.Φ.: Τι θα άλλαζες αν το έγραφες εσύ;
Μ.Τ.: Θα μίκρυνα ορισμένα κεφάλαια με ατελείωτες αναλύσεις (κυρίως οικονομικές)… θα το έκανα πιο σπιντάτο· έτσι δεν το λένε πια σήμερα;
Π.Φ.: Σ’ ευχαριστώ θερμά για την κουβεντούλα.
Μ.Τ.: Εγώ που με ξαναέφερες στη ζωή.
Π.Φ.: Γιατί εγώ είμαι εν ζωή νομίζεις; Χα.χα.χα!
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 02, 2008

Μ. Καραγάτσης_Το χαμένο νησί

Πρόγραμμα καραγατσικής σκυταλοδρομίας

4.15. Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν
4.19. Η μεγάλη χίμαιρα
4.23. Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου
4.29. Σέργιος και Βάκχος
5.02. Το χαμένο νησί
5.05: Ολοκληρώνεται η καραγατσική σκυταλοδρομία τη Δευτέρα 5/05/2008 με την ΙΣΤΟΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ πάνω στον «Κίτρινο φάκελλο».


Μ. Καραγάτσης
“Το χαμένο νησί”
Εκδόσεις «Εστία»
Πρώτη δημοσίευση: 1943


Για καιρό είχα την εντύπωση πως πρόκειται για ένα παραγνωρισμένο έργο του Καραγάτση, ενώ άξιζε κάτι παραπάνω. Αποφασίσω, λοιπόν, να το διαβάσω αναζητώντας κάτι περισσότερο από τη φήμη του.
Στην αρχή συλλαμβάνει ο αναγνώστης μια εξαιρετική ιδέα: ένα νησί του Αιγαίου, ονόματι Τήλος (όχι το γνωστό νησί των Δωδεκανήσων) αποκολλάται από το βυθό και ταξιδεύει χωρίς να το καταλάβουν οι κάτοικοί του –θύελλες και απερίγραπτα καιρικά φαινόμενα γαρ- μέχρι τον Ειρηνικό, όπου παραμένει με το όνομα Ταϊλί. Όλα αυτά συμβαίνουν, αφού ένα πλοίο βουλιάζει ανοιχτά της νήσου, με μοναδικό επιζώντα τον υποπλοίαρχο Αβαράτο. Οι συνθήκες του ναυαγίου καλύπτονται από ένα σύννεφο υποψιών για τον ρόλο του Αβαράτου, ενώ η ζωή του στο νησί συνοδεύεται από σκηνές μυστηρίου και ερωτισμού.
Η ιδέα της αποκόλλησης νησιού συναντάται ευρέως στη λογοτεχνία (θυμίζω την πρόσφατη δουλειά του Ζοζέ Σαραμάγκου «Η πέτρινη σχεδία»). Ο Καραγάτσης χειρίζεται έξυπνα το θέμα και γεννά προσδοκίες για το δεύτερο μέρος, όπου ωστόσο έρχεται η πλήρης απογοήτευση. Η συννεφιά των καιρικών φαινομένων ακολουθείται από την αχλή παραισθήσεων, ονείρων και συνειρμικών σκέψεων, η ιστορία χάνει την καθαρότητά της, το αναμενόμενο τέλος συσκοτίζεται από το θολό τοπίο της αοριστίας και της ψευδαίσθησης.
Δυστυχώς, το έργο αυτό έχει μείνει στην αφάνεια επειδή ο Καραγάτσης δεν έφτασε πουθενά τον καλό εαυτό του αλλά πειραματίστηκε με τη λογοτεχνία του φανταστικού, για να προσαράξει στα ρηχά.

Πατριάρχης Φώτιος