Σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπως επιγράφεται στο οπισθόφυλλο. Με άλλα λόγια τρεις διαφορετικές ιστορίες, τις οποίες όμως συνδέει ένα βασικό στοιχείο, συνήθως ένας ήρωας που σουλατσάρει ελεύθερα από τη μία ιστορία στην άλλη.
Το βασικό πρόσωπο, κοινό και στις τρεις ιστορίες, είναι η κυρία Ν., συγγραφέας που μπαινοβγαίνει στη μυθοπλασία και στη ζωή χωρίς στεγανά. Έτσι ο αναγνώστης διαβάζει την πρώτη ιστορία, αυτήν του κόμητα Ματαντόρ, ο οποίος συλλέγει τα τελευταία λόγια διάσημων ανδρών, αλλά στη δεύτερη καταλαβαίνει ότι ο Ματαντόρ είναι λογοτεχνικός ήρωας βγαλμένος από τα χέρια της πεζογράφου Νίνας Λέμπερ… Η συνέχεια, χωρίς την αγωνία του τέλους ή την αίσθηση της σφιχτής δομής, ακολουθεί τα ίδια χνάρια.
Το παιχνίδι που παίζουν τέτοια μεταμοντέρνα έργα (ανάλογα δείγματα έχουμε στο “Παραμύθι χωρίς όνομα” του Μίκαελ Έντε και στο πρόσφατο “Υπόθεση Τζέην Έυρ” του Γιάσπερ Φέρντε_ βλ. ποστ της 11ης Σεπτεμβρίου 2007) είναι το εξής: οι χαρακτήρες μέσα σε ένα βιβλίο ή μια ταινία είναι πλασματικοί (όλοι το ξέρουμε), αλλά λογοτεχνική τη συμβάσει ο αναγνώστης και ο συγγραφέας υπογράφουν ένα άτυπο συμβόλαιο, όπου όλα παρουσιάζονται σαν να είναι αληθινά. Έτσι κάθε άνθρωπος που κρατά το βιβλίο στα χέρια του δεν σκέφτεται ότι θα διαβάσει ψέμματα, αλλά μυείται σε έναν κόσμο που προβάλλεται και εκλαμβάνεται σαν αληθινός.
Όταν, λοιπόν, ο συγγραφέας σηκώσει το πέπλο της μυθοπλασίας και αποκαλύψει τον τεχνητό χαρακτήρα της αφήγησης –όλα είναι μια κατασκευή-, περιμένουμε να χρησιμοποιήσει έντεχνα το τέχνασμα αυτό όχι μόνο για να αιφνιδιάσει αλλά και για να δώσει κάτι επιπλέον ως αναγνωστική απόλαυση ή προβληματισμό.
Η Φακίνου αναρωτιέμαι τι θα θέλει να πετύχει. Ειλικρινά προβληματίστηκα και περιμένω από τους κριτικούς απάντηση (Μια παρουσίαση της συγγραφέως Φακίνου από τον Β. Ρούβαλη στην «Ελευθεροτυπία» της 21.9.2007 δεν με διαφώτισε). Όποιος δει το βαθύτερο σκοπό μιας τέτοιας τεχνικής, παρακαλώ να μού τη μεταφέρει… Αλλιώς μένουμε στο μυθοπλαστικό παιχνίδι που πολλές φορές δεν είναι λίγο, αλλά και πολλές φορές δεν φτάνει…
Έχω την εντύπωση ότι η περίπτωση της Φακίνου θα μας απασχολήσει και φέτος αλλά και με τα επόμενα έργα της. Μακάρι!
Το βασικό πρόσωπο, κοινό και στις τρεις ιστορίες, είναι η κυρία Ν., συγγραφέας που μπαινοβγαίνει στη μυθοπλασία και στη ζωή χωρίς στεγανά. Έτσι ο αναγνώστης διαβάζει την πρώτη ιστορία, αυτήν του κόμητα Ματαντόρ, ο οποίος συλλέγει τα τελευταία λόγια διάσημων ανδρών, αλλά στη δεύτερη καταλαβαίνει ότι ο Ματαντόρ είναι λογοτεχνικός ήρωας βγαλμένος από τα χέρια της πεζογράφου Νίνας Λέμπερ… Η συνέχεια, χωρίς την αγωνία του τέλους ή την αίσθηση της σφιχτής δομής, ακολουθεί τα ίδια χνάρια.
Το παιχνίδι που παίζουν τέτοια μεταμοντέρνα έργα (ανάλογα δείγματα έχουμε στο “Παραμύθι χωρίς όνομα” του Μίκαελ Έντε και στο πρόσφατο “Υπόθεση Τζέην Έυρ” του Γιάσπερ Φέρντε_ βλ. ποστ της 11ης Σεπτεμβρίου 2007) είναι το εξής: οι χαρακτήρες μέσα σε ένα βιβλίο ή μια ταινία είναι πλασματικοί (όλοι το ξέρουμε), αλλά λογοτεχνική τη συμβάσει ο αναγνώστης και ο συγγραφέας υπογράφουν ένα άτυπο συμβόλαιο, όπου όλα παρουσιάζονται σαν να είναι αληθινά. Έτσι κάθε άνθρωπος που κρατά το βιβλίο στα χέρια του δεν σκέφτεται ότι θα διαβάσει ψέμματα, αλλά μυείται σε έναν κόσμο που προβάλλεται και εκλαμβάνεται σαν αληθινός.
Όταν, λοιπόν, ο συγγραφέας σηκώσει το πέπλο της μυθοπλασίας και αποκαλύψει τον τεχνητό χαρακτήρα της αφήγησης –όλα είναι μια κατασκευή-, περιμένουμε να χρησιμοποιήσει έντεχνα το τέχνασμα αυτό όχι μόνο για να αιφνιδιάσει αλλά και για να δώσει κάτι επιπλέον ως αναγνωστική απόλαυση ή προβληματισμό.
Η Φακίνου αναρωτιέμαι τι θα θέλει να πετύχει. Ειλικρινά προβληματίστηκα και περιμένω από τους κριτικούς απάντηση (Μια παρουσίαση της συγγραφέως Φακίνου από τον Β. Ρούβαλη στην «Ελευθεροτυπία» της 21.9.2007 δεν με διαφώτισε). Όποιος δει το βαθύτερο σκοπό μιας τέτοιας τεχνικής, παρακαλώ να μού τη μεταφέρει… Αλλιώς μένουμε στο μυθοπλαστικό παιχνίδι που πολλές φορές δεν είναι λίγο, αλλά και πολλές φορές δεν φτάνει…
Έχω την εντύπωση ότι η περίπτωση της Φακίνου θα μας απασχολήσει και φέτος αλλά και με τα επόμενα έργα της. Μακάρι!
Πατριάρχης Φώτιος
21.12.2008
2 comments:
Εντάξει Φώτιε, την έβγαλες την υποχρέωση, γράφοντας για την Μαρία; Θεωρείς ότι το κείμενό σου αποτελεί κριτική ή βιβλιοπαρουσίαση; Αφού φοβάσαι να γράψεις ανοιχτά τη γνώμη σου, όπως το κάνεις με τόσους άλλους συγγραφείς πολύ πιο ενδιαφέροντες και καταξιωμένους από την Μ.Φ., γιατί παρουσιάζεις το βιβλίο; Μήπως για να συμβάλεις στη διαφήμισή της; Στο πανηγυράκι που στήθηκε ειδικά για την προβολή του βιβλίου της το έδωσες το παρόν ή σου βάλανε απουσία;
Χρόνια πολλά, Χρυσόστομε. Ευτυχώς αυτό το μπλογκ δεν ανήκει σε κάποιον που κάνει δημόσιες σχέσεις. Δεν με ξέρουν και δεν τους ξέρω. Φυσικά και το κείμενό μου δεν φιλοδοξεί να πάρει θέση βιβλιοκριτικής. Προβληματισμούς κατέθεσα και λυπάμαι που δεν ήταν της αρεσκείας σου. Ούτε φοβάμαι τίποτα. Ευτυχώς μόνο το Θεό και τη συνείδησή μου, που σε διαβεβαιώνω είναι καθαρή, τουλάχιστον σε όσα γράφονται εδώ. Γράφω μόνο αναγνωστικές ανταποκρίσεις για την terra literaria και δεν το παίζω χορηγούμενος εξερευνητής. Προφανώς για να γράφεις για κάποιο πανηγυράκι, κάτι παραπάνω θα ξέρεις...
Σ' ευχαριστώ που με βοήθησες να καταλάβω ότι α) υπάρχουν και άλλες αναγνωστικές απόψεις β) όποιος δεν κατακρίνει κάτι που εμάς μας άρεσε, είναι διαπλεκόμενος και γ) ο Πατριάρχης Φώτιος δεν επιτρέπεται να δείχνει αμφιβολίες για την αξία ενός βιβλίου -αντίθετα πρέπει πάντα ή να το κατακρίνει ή να το επαινεί.
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment