Monday, February 27, 2012

“Ιστορίες του Χαλ” του Γιώργου Μητά

Μπορεί ο αναγνώστης να μπει “κυριολεκτικά” στο κείμενο και να βρεθεί νοητά σε άλλους τόπους; Ναι, αν η γραφή έχει τη δύναμη να απλώσει γύρω γύρω την ατμόσφαιρα των κειμένων και να ζωντανέψει το κλίμα των ιστοριών-της. Συχνά, όταν το διήγημα έχει μεγάλες δόσεις βιωματικότητας γιατί αρδεύεται από τη στιγμή που γεννά την έμπνευση, αυτό το κλίμα είναι πιο έντονο, αρκεί να μην καταντήσει εξομολόγηση και αποτύχει να σταθεί αυτόνομα από τη ζωή του συγγραφέα. Εδώ, ο Μητάς δεν κρύβει το βρετανικό-του παρελθόν που επώασε τα αυγά της φαντασίας-του με εμπειρίες και γεγονότα της εκεί παραμονής-του, αλλά καταφέρνει να στήσει τα σκηνικά-του έτσι ώστε να μη φαίνεται καθόλου το συγγραφικό εγώ. 


Στιγμιαίος καφές με κονιάκ:
Γιώργος Μητάς
“Ιστορίες του Χαλ”
Κίχλη
2011

            Ένας έλληνας βιολόγος φεύγει στη Βρετανία να κάνει μεταπτυχιακά κι εκεί η μεσογειακή ματιά και η πρωτόγνωρη ζωή στα campus και στις μπιραρίες του Χαλ τον οδηγεί στο να παρατηρεί, να στοχάζεται και να ντύνει με ελληνικές λέξεις τις ιστορίες που ζει ή φαντάζεται.
            Κάπως έτσι ο σαρανταπένταχρονος συγγραφέας προσέκρουσε στα ερεθίσματα που τον παρακίνησαν να γράψει, βρήκε τη μοναξιά μήτρα και τροφό της αυτοσυγκέντρωσης, βρήκε το υλικό που έμελλε να το φωτίσει με τον δικό-του προβολέα. Τα τρία εκτενή διηγήματα στηρίζονται δεδηλωμένα στα βιώματα του Μητά στο Kingston upon Hull, στο παγωμένο κλίμα μιας παραθαλάσσιας πολιτείας που κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια και αδειάζει τους δρόμους, όταν το σκοτάδι έρχεται νωρίς και το χιόνι στοιβάζεται γύρω γύρω.
            Η πρώτη ιστορία αναφέρεται στη γηραιά χήρα κα. Ρότζερς η οποία χάρηκε πολύ όταν ο νεαρός Ισπανός που ερχόταν στην Κινηματογραφική Λέσχη δέχτηκε την πρόσκλησή-της για τσάι. Η μοναξιά της βρήκε συνομιλητή. Το ύφος του διηγήματος, το νιώθεις, είναι ζεσταμένο από τη θέρμη του κλειστού χώρου, με τζάκι ή άλλη θέρμανση, από τη θαλπωρή που αγκαλιάζει τις παραγράφους με τις άνετες περιγραφές, ενώ έξω το χειμωνιάτικο βράδυ κάνει ακόμα πιο θελκτικό το ζεστό δωμάτιο. Αυτό το κλίμα με την αντίθεση ζεστού μέσα και ψυχρού έξω κάνει πιο διακριτή την αντίθεση κρύα και μοναχικά γηρατειά vs. ζεστά και ζωντανά νιάτα. Και παράλληλα, η βρετανική ευπρέπεια συναντά την ισπανική εξωστρέφεια και κάνει την επικοινωνία αναγκαία παγοθραυστική συνθήκη της ζωής. Οι δυο ζυγοί της ζυγαριάς θέτουν τους όρους της ιστορίας, κάνοντάς-την να αναγάγει την ανθρώπινη επαφή σε πρώτη προτεραιότητα.
            Στη δεύτερη ιστορία ο τυφλός συμφοιτητής Ντόναλντ του έλληνα αφηγητή πέφτει θύμα του έρωτα κι όλοι αναρωτιόμαστε πόσες ελπίδες έχει να ζήσει κι αυτός τουλάχιστον το φιλί που επιδιώκει. Τόσο ο αφηγητής όσο και ο σκωτσέζος τυφλός φίλος-του βρίσκουν δυσκολίες εγκλιματισμού και γι’ αυτό η προσέγγιση, έστω και αραιά και πού, είναι λογική. Κι οι δυο σε μια ξένη πόλη ξέρουν καλά ότι η φοιτητική ζωή και το νέο περιβάλλον είναι πιο κρύα, αν δεν σε τρέφουν ζεστές ελπίδες για συντροφιά και έρωτα. Τελικά μπορεί να γίνει η τύφλωση εμπόδιο στον έρωτα και το αναμενόμενο φιλί να καλύψει το κενό; Ο Μητάς χειρίζεται τη γλώσσα με άνεση, με άνεση που κρύβει δουλειά, με περιγραφική επάρκεια, με αφηγηματική ζέση. Η γραφή-του σε τυλίγει, σε παρασέρνει στη σκοτεινή και παγερή Βρετανία, σε μυεί στην ατμόσφαιρα του Χαλ και του Χάμπορ, των δρόμων και των συνθηκών-του. Χωρίς η ιστορία να καλπάζει, έχει αυτό που χρειάζεται κάθε σωστό διήγημα, τον ρυθμό και την εσωτερικότητα να αφήσει εντυπώσεις και ίχνη.
Η τρίτη και τελευταία ιστορία αφορά στη συγκατοίκηση ενός Τούρκου φοιτητή, του Αζίζ, με τον βρετανό σπιτονοικοκύρη-του, τον Στηβ, που έχει να καυχάται για το πολυταξιδεμένο παρελθόν-του. Γενικότερα η πολυτάραχη ζωή-του έρχεται σε αντίθεση με τον μετρημένο Αζίζ και το κέρασμα μπίρας με το οποίο τον δελεάζει δεν έρχεται ποτέ. Τελικά ο αινιγματικός Στηβ (που φέρνει στον Λάζαρο της “Μαύρης μπίρας” του Βασίλη Δανέλη) κρύβει έναν ολόκληρο μυστικό κόσμο πίσω από τα αληθοφανή άλλοθι, ενώ ο ίδιος βασανίζεται από το νυχτερινό-του κρυφτό. Πώς μπορεί κανείς να καταλάβει ποιοι καημοί ελλοχεύουν πίσω από το ανέμελο πρόσωπο και τον εξωστρεφή χαρακτήρα κάποιου;
Ο Μητάς διυλίζει το αγγλικό τοπίο με το ελληνικό πρίσμα θέασης του κόσμου. Μάλιστα σε κάθε ιστορία-του θηλυκώνει έναν μεσόγειο, με νοοτροπία ζεστή και εκδηλωτική αλλά διστακτική όσο κινείται σε άξενο τόπο, με έναν βρετανό, που δείχνει επηρεασμένος από την ομίχλη, το κρύο και την επίδραση της μπίρας ή του τσαγιού, αλλά στην ουσία είναι το ίδιο μόνος, ανασφαλής και κλονισμένος με τον αλλοεθνή πόλο του ζεύγους. Τα διηγήματά-του διαβάζονται μονορούφι όχι επειδή τρέχουν την υπόθεσή-τους με κινηματογραφική ταχύτητα, αλλά επειδή στήνουν ένα θεατρικό σκηνικό, τόσο εξωτερικό όσο και εσωτερικό, και τραβούν μέσα-τους τον αναγνώστη και τις προσδοκίες-του. Ο κόσμος δεν έχει να αντιμετωπίσει τόσο το παγερό τοπίο όσο την παγωνιά της ψυχής, αν δεν βρεθεί κανείς να κεράσει μια κούπα τσάι, ένα φιλί ή μια ζεστή χειραψία. Ο καθένας στην απλή καθημερινότητά-του έχει βαθύτερους καημούς, που αναταράσσουν τον βυθό της ύπαρξής-του με δυσέφικτες επιθυμίες ή ανομολόγητα βάρη.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 19.1.2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Υ.Γ. Θα τολμούσα να πω ότι είναι το καλύτερο βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου για το 2011 και θα χαιρόμουν πολύ να το δω να βραβεύεται στη σχετική κατηγορία βραβείων. Οψόμεθα όμως τους ειδικούς…

Friday, February 24, 2012

“Καιρός σκεπτικός” της Ιωάννας Καρυστιάνη

Καιρός μοναχικός, σκυθρωπός, ηλικιωμένος, καιρός χωρίς χειραψίες, χωρίς φώτα, χωρίς φύλλα στα δέντρα, ο καιρός των Χριστουγέννων χωρίς όλα αυτά είναι η ψυχή χωρίς αγάπη.


Καφές βιενουά:
Ιωάννα Καρυστιάνη
“Καιρός σκεπτικός”
εκδόσεις Καστανιώτη
2011 

            Αν τα περυσινά Χριστούγεννα ήταν τα πρώτα στα οποία η κρίση είχε περάσει στο πετσί του Νεοέλληνα, τότε τα φετινά είναι ακόμα χειρότερα, γιατί η κρίση έχει μπει στην τσέπη-του και στην ψυχή-του. Κι αν τις υπόλοιπες περιόδους μπορεί κανείς να ασχοληθεί με τα οικονομικά-του και να στριμώξει τη ρουτίνα στο ασφυκτικό πλαίσιο της ύφεσης, τα Χριστούγεννα, ως εορταστική περίοδος, ως αρχή μιας νέας χρονιάς που θα έπρεπε εμπνέει μια κάποια αισιοδοξία, που τοποθετεί στο προσκήνιο τα παιδιά και τα χαμόγελα, τα φώτα και τις ευχές, είναι δύσκολο όλα αυτά να καταφέρουν να υπερκεράσουν τη φετινή κατήφεια και τη σκεπτική διάθεση.
            Η Καρυστιάνη επώασε τα διηγήματα του παρόντος τομιδίου πέρυσι και τα άφησε να ξεμυτίσουν από το τσόφλι φέτος. Από τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα του περσινού περιβάλλοντός-της στο χριστουγεννιάτικο κλίμα των χαρακτήρων-της και από εκεί στο σπίτι του αναγνώστη που θα τον συντροφεύσουν τα φετινά Χριστούγεννα:
            Οι ασχολίες των πλούσιων συνεχίζονται μέσα στην κρίση, ενώ δίπλα-τους ένας Αλβανός αυτοκτονεί, καθώς κρεμιέται, σαν μπάλα στο δέντρο, από ερωτικό μαρασμό. Η γυρολόγος Σούλα είναι ευχαριστημένη που μπορεί και γυρίζει τα χωριά δίνοντας τον καλύτερο εαυτό-της στη δουλειά-της. Η ποδοσφαιρική ορολογία μπλέκεται με τη ζωή του ποδοσφαιρόφιλου πρωταγωνιστή. Η γηραιά Αρτεμισία, χήρα και μόνη, θεωρεί έστω και μια ασήμαντη ανθρώπινη επαφή ζωογόνο ελπίδα στην έρημη ζωή της. Ο γιος του κεντρικού χαρακτήρα είναι σαλεμένος και αυτό καθορίζει τη ζωή των γύρω-του. Η απιστία του γερο-Αργύρη κάνει τη γυναίκα-του να τον πετάξει νυχτιάτικα, παραμονή Χριστουγέννων, στον δρόμο ημίγυμνος μέχρι το πρωί που θα τον βρουν εμπύρετο στο κατώφλι της εκκλησίας. Η Βούλα και ο Μάκης προσπαθούν να συντηρήσουν τη φλόγα μιας συζήτησης. Μια ηλικιωμένη γυναίκα προσπαθεί να συντηρήσει το σουβλατζίδικο ενός Πόντιου με αλλόκοτες ενέργειες αλλά με πολύ ανθρωπισμό. Δυο ομοφυλόφιλοι ηλικιωμένοι έχουν αποσυρθεί στην Κινέτα μετά χρόνια κοινωνικής κατακραυγής.
            Οι υποθέσεις των διηγημάτων της Καρυστιάνη δεν έχουν αυτές καθαυτές αξία. Πιο πολύ ενδιαφέρει το κλίμα το οποίο, αν και είναι γιορτινό, δείχνει απίστευτη μοναξιά. Οι ήρωές-της είναι συνήθως ηλικιωμένοι και προσπαθούν να διατηρήσουν άσβεστη τη φωτιά της ζωής και της ψυχής-τους. Ενώ οι άλλοι ζουν μέσα στο ανθρώπινο περιβάλλον-τους, αυτοί τριγυρίζουν τη νύχτα μονάχοι, προσπαθούν να βρουν κάποιον άλλον στον οποίο θα διοχετεύσουν την αγάπη-τους, μαζεύονται δυο δυο για να μην …κρυώνουν, αναζητούν την επαφή και τη θαλπωρή ενός λόγου ή μιας χειρονομίας. Η στάση-τους δεν αποπνέει θλίψη αλλά μια αξιοπρέπεια, έστω κι αν οι πράξεις-τους είναι αλλόκοσμες ή μάταιες, σπασμωδικές ή απέλπιδες. Τα γηρατειά δεν χαράζονται μόνο από τις ρυτίδες αλλά κι από την περιθωριοποίηση που κάνει τη ζωή εξορία και γι’ αυτό ο ανθρωπισμός με τον οποίο αλατίζουν οι ήρωες τον βίο-τους γίνεται το όπλο για να πάρουν οι γιορτές λίγο από το χαμένο-τους νόημα.
            Η ματιά της Καρυστιάνη δεν παύει να είναι ούτε εδώ διεισδυτική και παρατηρητική. Ξέρει να συγκεντρώνει πολλές απλές στιγμές, να συναθροίζει καθημερινές εμπειρίες και κοινωνικά επίκαιρα, να κάνει ντάνες τα βιώματα όλων-μας χωρίς αυτή η πληθωρικότητα να φαίνεται ξένη στη βασική ιστορία και στον άξονα που στηρίζει κάθε διήγημα.

[Δημοσιεύτηκε στο in2life στις 10/1/2012 ]
-Η φωτογραφία της κορυφής είναι από το www.dannyst.com.
            Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, February 21, 2012

“Περιπολών περί πολλών τυρβάζω” του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Τα απλά είναι τα μεγάλα, κι «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», τα καθημερινά γεννάνε εκλάμψεις, άλλοτε τσιμπάνε κι άλλοτε προκαλούν χαμόγελο. Μια σκηνογραφία που ξεκινά από τη ζωή του Σκαμπαρδώνη στη Θεσσαλονίκη και απλώνεται σε κάθε κοινωνία που τραμπαλίζεται μεταξύ του τώρα και του άλλοτε. 

Mocca:
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
“Περιπολών περί πολλών τυρβάζω”
εκδόσεις Πατάκη
2011 

            Καταρχάς, δεν μου άρεσε ο τίτλος. Το ίδιο κακή βρήκα την επιλογή του διηγηματογράφου στο «Επί ψύλλου κρεμάμενος», μια α-νόητη για μένα έμπνευση. Γενικότερα, βέβαια, ο συγγραφέας είναι γνωστό πως παίζει με τους τίτλους, πρέπει να τους ψάχνει επί τούτου, αναζητεί το λογοπαίγνιο, την ομοηχία, τη σημασιολογική εκτροπή. Ας πούμε το «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος», που παρωδεί το «μεταξύ σφύρας και άκμονος», το βρήκα πιο έξυπνο. Πάλι όμως αναρωτιέμαι τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο τίτλος στο εξώφυλλο, πέρα από το να προσδώσει στα διηγήματά-του τη λοξή ματιά με την οποία κοιτάζει ο Σκαμπαρδώνης την πραγματικότητα, και έτσι να δελεαστεί –καλοπροαίρετα- ο αναγνώστης. Ή ακόμα το πιο ευφυές, και συνάμα πετυχημένο γιατί αντανακλά το περιεχόμενο του μυθιστορήματος, «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» και αυτόν του βιβλίου «Γερνάω επιτυχώς», με την σημειωτόν αναστροφή που αιφνιδιάζει.
            Αφήνουμε το εξώφυλλο, μπαίνουμε στις εσωτερικές σελίδες. Διαβάζουμε για τη Θεσσαλονίκη και τις αναμνήσεις του συγγραφέα, το παρελθόν που λυγίζει τις μνήμες-του πάνω από το παρόν, τους παλιούς και σοφούς οι οποίοι αφήνουν μικρές εμπειρίες σαν πολύτιμη σταγόνα που μαζεύεται σε λάκκο στον βράχο. Το ποτ πουρί σκηνών και προσώπων που παρελαύνουν, από τον μοναχό στον Άγιο Όρος που παίζει πιάνο, μέχρι τον γέρο που ήθελε να γίνει ποιητής καταγράφει έναν κόσμο που κινείται εν μέρει αντίθετα με τα κελεύσματα των καιρών, χωρίς να κάνει τη μεγάλη επανάσταση αλλά με μικρές αβαρίες ξαναβάζει τη ροή των πραγμάτων σε μια άλλη σειρά.
            Οι περισσότεροι ήρωες θυμίζουν μια παλιά Θεσσαλονίκη. Ο Σκαμπαρδώνης, 59 χρονών σήμερα, αναπλάθει παιδικές, εφηβικές, νεανικές μνήμες, σε ένα καμβά χαλαρότητας –νιώθεις ότι δεν γράφει με σφρίγος, αλλά με νηφαλιότητα-, όπου η ίδια η ζωή ξαναγράφει το μυθιστόρημά-της. Πολλοί έχουν μικρούς στόχους που τους επιδιώκουν με ζήλο, άλλοι κρυμμένα μυστικά που δειλά δειλά τα αποκαλύπτουν, άλλοι όνειρα που εντέλει πραγματοποιούνται, ανέλπιστα, σαν τους δυο φίλους που κατασκεύασαν μια ολόκληρη βάρκα μέσα στο διαμέρισμά-τους, μια βάρκα εκ του μηδενός με αγορασμένα ξύλα και με προσωπικό διάβασμα ναυπηγικής, βάρκα η οποία τελικά έπλευσε και ταξίδεψε. Ο αναγνώστης χαίρεται μαζί με τους ήρωες το δημιούργημα καθώς αυτό γεννιέται σταδιακά μπροστά στα μάτια του, αλλά και ψηλαφεί την ψυχολογία των νεαρών που παθιάστηκαν με μια αντι-αστική ιδέα.
            Ο Γ. Μπασκόζος έγραψε στο Βήμα : «Σε δύο βάρκες πατάει και η αφήγηση, καθώς είναι ταυτόχρονα µοντέρνα και παλιά, ρεαλιστική και αφαιρετική, επαρχιακή και αστική, σοβαρή και ειρωνική». Με αυτήν την κατεύθυνση βλέπεις μια κλασσικότροπη αφήγηση, μια απλή ιστορία να εκτυλίσσεται με ρεαλιστική ορμή, και σε μια γωνιά της ιστορίας, όχι κατ’ ανάγκη στην τελευταία, ανακαλύπτεις ένα κλείσιμο ματιού, μια σκανδαλιά, μια καμπή που αιφνιδιάζει, άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά. Κι ακριβώς γι’ αυτό σκαλίζοντας βλέπει κανείς τον ανθρωπιστική διάθεση για τα ζώα, αλλά και τη ρεαλιστική κατάδειξη της ζωής των απλών ανθρώπων, διακρίνει πιο κει μια ρομαντική ακτίνα αναπόλησης και μετά πάλι την ειρωνεία ή μια δόση μοντερνιστικής παρασπονδίας.
            Δεν ξέρω αν ο Σκαμπαρδώνης κάνει κοινωνική ανάλυση, ή έστω θεσσαλονικιώτικη χαρτογράφηση. Μάλλον περιπολεί, ή περιπλανιέται, συλλέγοντας εμπειρίες, τις ξαναβουτά στη φαιά ουσία του εγκεφάλου-του, τις αναβαπτίζει δηλαδή λογοτεχνικά, και τις απλώνει στο χαρτί με το μελάνι της σοφίας, της ευαισθησίας, της αφηγηματικής άνεσης.

Η φωτογραφία κορυφής είναι του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
να πίνει τον καφέ-του στο Βιβλιοκαφέ!
Πατριάρχης Φώτιος


Sunday, February 19, 2012

“Σάλτο μορτάλε” του Βασίλη Τσιαμπούση

Ανάμεσα στο αβέβαιο βήμα και στην αποφασιστική κίνηση ο άνθρωπος πολλά μπορεί να πει και πολλά μπορεί να κάνει. Κι εκεί κρίνεται το βάθος της σκέψης και το εύρος της αποφασιστικότητας.  

Καφές με σοκολάτα:
Βασίλης Τσιαμπούσης
“Σάλτο μορτάλε”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011 

            Το επικίνδυνο ποτάμι προκαλεί μια αγγλίδα τουρίστρια η οποία φιλώντας το σταυρό-της βουτάει από ψηλά χωρίς τελικά να πάθει τίποτα: μήπως μπορεί να γίνει και το θαύμα για την κόρη του αφηγητή; Η αδυναμία των Ελλήνων να προοδεύσουν και η δυναμική των αλλοδαπών να κάνουν κατάσταση. Στη θάλασσα η φάλαινα που θρηνεί το μικρό-της που πέθανε, σε αντίθεση με τη στεριά όπου μια μητέρα αφήνει έρημο το μικρό γιο-της για να ερωτοτροπήσει στη σκηνή-της με διάφορους. Άλλο διήγημα αναφέρεται σε ταξίδι με πλοίο και οι αναμνήσεις του έρωτα αλλά και το ρίσκο μια ζωής που δεν έχει αποδώσει. Στο διήγημα με τίτλο “Νιαούρισμα” ο θάνατος της κόρης παραλληλίζεται με τον θάνατο του γατιού και όλο αυτό καταλήγει σε μια αξιοπρόσεκτη μεταφυσική προοπτική.
Η πιο καλή στιγμή της συλλογής είναι τα διηγήματα που αποτελούν συνάμα μικρά θεατρικά μονόπρακτα, καθώς ο διάλογος, βουλιμικός και κυρίαρχος, κατατρώει οτιδήποτε άλλο. Δυο έργα, το «Με λένε Γιώργο» και «Αγρύπνια» πάλλονται από εύρωστους διαλόγους, αιχμηρές ατάκες, εκκωφαντικές αποκαλύψεις: στο πρώτο μια οικογένεια με χωρισμένους γονείς παζαρεύουν ποιος θα δώσει τι για τις σπουδές της κόρης-τους, θεατρικό δρώμενο όπου ο αναγνώστης παρασύρεται μέσα στη δίνη των στιχομυθιών, ενώ μπαίνει βαθιά στο πετσί του Νεοέλληνα και στο πώς βλέπει ο τελευταίος την οικογένεια, την απιστία και το χρήμα, αλλά και πώς χρησιμοποιεί τη διπλωματία, την ειρωνεία και την πλάγια σύγκρουση. Στο δεύτερο πέντε-έξι γνωστοί μαζεύονται να κλάψουν τη νεκρή και στις αμήχανες αλλά και αποκαλυπτικές συζητήσεις-τους φανερώνονται όλα τα συμπτώματα της μικροαστικής γειτονιάς και της ελληνικής κατινιάς.
Τα περιγράμματα των ιστοριών του Τσιαμπούση είναι καθαρά και διαυγή. Διαβάζεις μια ιστορία και παρακολουθείς με απόλυτη ακρίβεια κινήσεις και λόγια, δεν χάνεσαι, δεν μπαίνεις σε έναν λαβύρινθο αναζήτησης, δεν αποπροσανατολίζεσαι. Οι ιστορίες-του έχουν αυτό που μας έλεγαν μικροί “αρχή – μέση – τέλος”. Βλέπεις μια ταινία μικρού μήκους, ένα επεισόδιο που δεν μοιάζει με το προηγούμενο, παρακολουθείς τους ήρωες να κινούνται και να δρουν χωρίς φλου χρώματα και κουνημένα καρέ. Η κάμερα βρίσκεται σε σταθερό χέρι.
            Όλα αυτά όμως αποτελούν ταυτόχρονα και μειονέκτημα. Αν το διήγημα περιλαμβάνει μια πυκνή υπόθεση που κάποια στιγμή θα εκραγεί όταν συγκρουστεί με το έδαφος της αναγνωστικής επιφάνειας ή αν το διήγημα κρύβει έναν υπόκωφο προβληματισμό που έρχεται σιγά σιγά και φουσκώνει σαν κύμα στην ακτή, τότε δεν είδα τίποτα τέτοιο στο “Σάλτο μορτάλε”. Η συλλογή προσπαθεί να βαθύνει αλλά μένει σε μια επιφάνεια που δεν συγκινεί και δεν προκαλεί νοητικούς κραδασμούς. Βλέπει ο αναγνώστης μια κατ-αγωγή σε βαθύτερα κοιτάσματα, αλλά δεν είναι ικανή να συνταράξει, να προβληματίσει ή να ταρακουνήσει.
             Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, February 15, 2012

“Το πάρτι και άλλα διηγήματα” του Περικλή Σφυρίδη

Όταν οι ιστορίες τρέχουν και ο αναγνώστης δεν προσκόπτει πουθενά, ή πρόκειται για ευπώλητα διηγήματα της σειράς ή για καλοδουλεμένα κείμενα που αρνούνται να γίνουν δήθεν δύσκολα και εφετζίδικα ανούσια.  


Γλυκός ελληνικός με καϊμάκι:
Περικλής Σφυρίδης
“Το πάρτι και άλλα διηγήματα”
εκδόσεις Εστία
2011 

            Άτιμο πράγμα το διήγημα. Συλλαμβάνεται μια στιγμή που περπατάς στο δρόμο, μια μέρα που άνοιξες το παράθυρό-σου, μια βραδιά που γλέντησες με τους φίλους-σου, ένα μεσημέρι που διάβασες ένα άρθρο στην εφημερίδα. Κυοφορείται μέρες, μήνες, χρόνια στο κεφάλι-σου, ωριμάζει, αλλάζει (στην αρχή νόμιζες ότι είναι κορίτσι και νά σου, προέκυψε αγόρι), μεστώνει καθώς τρέφεται με υγιεινές τροφές, βιώματα, σκέψεις, αισθήματα και κουβέντες, νέες εμπειρίες. Γεννιέται σε μια ώρα ή σε δύο μήνες, με καισαρική και υποχρεωτικό τοκετό ή με ομαλή γέννα που χαροποιεί τους πάντες.
            Ο Σφυρίδης σίγουρα γαντζώνεται από τις εμπειρίες-του και γεμίζει τα διηγήματά-του με αυτοβιογραφικές πινελιές, πολλές φορές και με ολόκληρες χρωματικές αποχρώσεις. Ο αναγνώστης ξαναζεί μαζί με τον συγγραφέα τη ζωή στη Σκύρο, όπου παραθερίζει τα καλοκαίρια, αλλά και τους απόηχους από τη Θεσσαλονίκη, μια πόλη που δημιουργεί, απ’ ό,τι φαίνεται και σε άλλους πεζογράφους, συνθήκες γονιμοποίησης του διηγηματογραφικού υλικού. Ο Σφυρίδης ξαναζωντανεύει το βίωμα κι αυτό είναι που κάνει τα έργα του ζεστά και φιλόξενα, αλλά δεν μένει μόνο σ’ αυτό. Δεν αντιγράφει τη ζωή-του αλλά την κοσκινίζει με κριτική ματιά, φιλόζωη διάθεση και φιλοσοφική σκέψη.
            Ίσως τα έργα του παρόντος τόμου να μην διακρίνονται για τη μοντέρνα ή μεταμοντέρνα ματιά-τους, να μην καινοτομούν λογοτεχνικά, να μην καταπιάνονται με θέματα αιχμής ή να μην αναζητούν το βαθύτερο υπαρξιακό ζητούμενο κάθε ανθρώπου, να μην ασχολούνται με τις μεγάλες αφηγήσεις της εποχής-μας, αλλά τελικά σε κερδίζουν επειδή μιλάνε με απλότητα και βιωματικότητα για τα ζώα και την αγάπη που αξίζουν, για ανθρώπους που άφησαν το στίγμα-τους, για μικρά και καθημερινά από τη Σκύρο και τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική… Η συγκίνηση, το απλό άγγιγμα της πέννας του Σφυρίδη, γεμάτο θυμοσοφία και στοχασμό πάνω στη φύση του ανθρώπου και στις ανθρώπινες σχέσεις, στον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να αντιδράσει, όταν βρεθεί απέναντι σε ανθρώπους ανάλγητους για το απλό και επομένως δυνάμει αναίσθητους για το μεγάλο.
            Δεν μου αρέσει ο συγγραφέας που απλώς αραδιάζει συμβάντα της ζωής-του: είτε δείχνει αφάνταστη αλαζονεία και εγωκεντρισμό ή εξαντλημένη φαντασία και απουσία επινοητικότητας. Ο Σφυρίδης όμως δεν με ενόχλησε, γιατί σημάδεψε τον απλό άνθρωπο που κρύβεται μέσα-μας με καταστάσεις που δεν προδίδουν το πνεύμα-του και συνάμα φανερώνουν έναν βαθύτερο ανθρωπισμό.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο in2life στις 26.1.2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Υ.Γ. Στο «Βήμα» της 5ης/2/2012 ο Π. Σφυρίδης απαντώντας στον Γ.Ι. Αλαμανή υπερασπίστηκε τον πρόεδρο της επιτροπής Κρατικών Βραβείων Νίκο Δαββέτα για την βράβευση του Χριστιανόπουλου. Αναρωτιέμαι εγώ, αν τα Κρατικά Βραβεία είναι κατά δήλωση του Σφυρίδη «αλισβερίσι» (κάτι που φαίνεται και σε ένα από τα διηγήματα του παρόντος βιβλίου), τότε γιατί ασχολούμαστε και γιατί σχολιάζουμε τις επιλογές της όποιας επιτροπής; Είμαστε της λογικής ότι όλα είναι διάφανα και τα σχολιάζουμε καλοπροαίρετα ή θεωρούμε το παρασκήνιο πανίσχυρο και επομένως τις επιλογές-του εκ προοιμίου διεφθαρμένες και ως εκ τούτου ανεπίδεκτες συζητήσεως;

Monday, February 13, 2012

Οι σειρήνες του πολέμου

Είμαστε σε πόλεμο! Είμαστε σε πόλεμο…

Αυτό ήταν το μήνυμα του Πρωθυπουργού το Σάββατο το βράδυ (έστω κι αν το ύφος-του δεν συνάδει με την ορμή μιας τέτοιας διαπίστωσης). Το νέο μνημόνιο μάς φέρνει άλλο ένα βήμα πιο κοντά στα σύνορα της φτώχιας και μπαίνουμε πλέον και επίσημα στα χρόνια της Κατοχής.
Αυτό ήταν και το μήνυμα του Υπουργού Οικονομικών, όταν μίλησε για Συνθήκη της Λωζάνης, μόνο που κακώς υπολόγισε ότι δεν έχουμε θύματα, ενώ εύστοχα αναφέρθηκε σε πρόσφυγες μέσα στην ίδια-τους τη χώρα (και μερικοί κατ’ ανάγκη και έξω από αυτήν).
Και όντως χθες έγιναν οδομαχίες και έπεσαν κορμιά, κάηκε η Αθήνα, καταρρακώθηκε για άλλη μια φορά η αξιοπρέπεια αυτής της πόλης. Είμαστε σε πόλεμο, εξωτερικό και εσωτερικό…
Το 2012 είναι το νέο ’22, στο οποίο κανείς δεν ξέρει πότε θα βγούμε από την κοινωνική χρεοκοπία, κανείς δεν ξέρει ποιον Βενιζέλο δεν πιστέψαμε και βγάλαμε μόνοι-μας τα μάτια-μας.
Ζούμε ξανά έναν μεσοπόλεμο; μια νέα απαισιόδοξη δεκαετία του ’20 με καρυωτάκηδες να γίνονται πεσιμιστές και εντέλει να αυτοκτονούν; μια νέα μετεμφυλιακή περίοδο με τη φτώχια της δεκαετίας του ’50; μια νέα αστάθεια, πολιτισμική και πολιτική, σαν αυτή της δεκαετίας του ’60 που θα οδηγήσει σε μια δικτατορία (αν δεν είναι δικτατορία η ευρωπαϊκή “βοήθεια”);  Δεν ξέρω.
Αλλά και οι Γερμανοί θα έπρεπε να διδαχθούν από την ιστορία ότι, όταν τους επέβαλαν σκληρούς οικονομικούς όρους μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, οδηγήθηκαν στο κραχ του 1929, μαζί με όλο τον κόσμο, και έπειτα γέννησαν έναν Χίτλερ και την ανάγκη για ζωτικό χώρο.
Ίσως ξαναζούμε μια βαυαροκρατία με τρεις αντιβασιλείς του Όθωνα να μας δυναστεύουν. Ή εξήντα χρόνια αργότερα, μετά τα κλέος των Ολυμπιακών αγώνων του 1896, να πτωχεύουμε ανίκανοι να σηκώσουμε τη δόξα-μας.
Το σίγουρο είναι τώρα πως πρόκειται για πόλεμο. Πιθανόν έχει ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια, πιθανόν και χθες βράδυ. Κι όποιος επιβιώνει καθημερινά, να ευχαριστεί καθημερινά τον Θεό, έστω κι αν έχασε το ηθικό-του από την ψυχολογική γάγγραινα που σαρώνει τον ύπνο-μας.
[η φωτογραφία της κορυφής είναι απο το mylady.gr]
Πατριάρχης Φώτιος


Saturday, February 11, 2012

“Κρυφές αντοχές” του Κοσμά Χαρπαντίδη

Σε μια εποχή όπου οι αντοχές του ανθρώπου μειώνονται και όλο και περισσότερο γινόμαστε απαισιόδοξοι, ο διηγηματογράφος βρίσκει κρυμμένες δυνάμεις που κανείς δεν πίστευε ότι διαθέτουμε. 


Καπουτσίνο με σαντιγί:
Κοσμάς Χαρπαντίδης
“Κρυφές αντοχές”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011 

            Ομολογώ ότι εξεπλάγην θετικά ειδικά με τα πρώτα διηγήματα, αλλά και με τη συνέπεια με την οποία ο βορειοελλαδίτης διηγηματογράφος συνθέτει τις μικρές ιστορίες-του πάνω στον άξονα που θέλει τις «Κρυφές αντοχές» να δοκιμάζονται και συχνά να αποδεικνύονται σθεναρές σε ποικίλες στιγμές της πολυτάραχης ζωής.
            Τα είκοσι ένα διηγήματα του παρόντος τόμου στηρίζονται στον παραπάνω άξονα και επιχειρούν να αναδείξουν ανθρώπους που καταπιέζονται κι όμως αντέχουν, που υφίστανται ισχυρές δυνάμεις πίεσης κι όμως βρίσκουν τρόπους να απορροφήσουν τους κραδασμούς ή να τους διοχετεύσουν αλλού, ώστε να μην επιβαρυνθεί ο ψυχικός σκελετός-τους. Είναι crash tests που δοκιμάζουν και ξαναδοκιμάζουν τις αντιστάσεις του καθενός και έτσι αποδεικνύουν, μέσα στο ζόρι και στον αγώνα, ότι ο άνθρωπος υποφέρει πολλές φορές χωρίς να το δείχνει και παλεύει καθημερινά σε στίβους που οι άλλοι ούτε καν υποψιάζονται. Τα έργα αυτά είναι με αυτή τη λογική άκρως επίκαιρα, κομμάτι της Ελλάδας που αγωνίζεται να ορθοποδίσει και σύντροφος κάθε απλού πολίτη που πρέπει να αντέξει πολλαπλάσια βάρη από άλλοτε. Δεν ξέρω αν το μήνυμα τελικά είναι αισιόδοξο, αν δηλαδή ο αναγνώστης παίρνει θάρρος και πιστεύει περισσότερο στον εαυτό-του ή συμπάσχει με τους χαρακτήρες κάθε ιστορίας και αναλογίζεται τα δικά-του βάσανα με μια ελαφριά αίσθηση πίκρας.
            Κάθε διήγημα κρατάει λίγες σελίδες, μια αναγνωστική ρουφηξιά, όταν περιμένεις το μετρό στο παγκάκι του σταθμού, μια άλλη μέσα στον συρμό κοιτώντας τους γύρω-σου και αναρωτώμενος πόσες και ποιες δοκιμασίες περνάνε, ώστε να πρέπει να κινητοποιήσουν όλες εκείνες τις αντοχές που θα τους κρατήσουν ζωντανούς και ψυχικά ισορροπημένους, για να μην τρελαθούν. Κάθε άνθρωπος βιώνει, ειδικά σήμερα, τον δικό-του Γολγοθά και δυσκολεύεται να αντέξει τα απανωτά χτυπήματα. Οι ήρωες του Χαρπαντίδη βγαίνουν από τη ζωή και μπαίνουν στο βιβλίο με τις ψυχικές-τους ζυγαριές να μην ισορροπούν αλλά οι ίδιοι να προσπαθούν να τις παλαντζάρουν με κάθε μέσο.  Οι εσωτερικές-τους συγκρούσεις είναι αδυσώπητες και λίγο φαίνονται, πολύ όμως γίνονται αντιληπτές με όσα αφήνουν οι λέξεις να δραπετεύσουν.
            Η καταπίεση του άντρα από τη σύζυγό-του, ο έρωτας που υπέφωσκε σαν σουέλ όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, ο φαύλος κύκλος του πάχους και του σεξ που οδηγεί στον θάνατο, η αλλεργία που προέρχεται από τα βάρη του κόσμου, η εμμονή με τις άγαμες θείες, ο κόμης που αναγκάστηκε να δουλέψει σε στάβλους, το σπίτι που έσταζε δάκρυα από το βάρος καταρρακωμένων ζωών, ο ξενιτεμένος από το χωριό-του αστός που βρίσκει διέξοδο στον κήπο κ.ο.κ. Τα θέματα του Χαρπαντίδη θα μπορούσαν να συνεχίσουν επ’ άπειρον, αφού ο συγγραφέας πλαγιοκοπεί το αβάσταχτο με ριπές κάθε διαμετρήματος και εμβέλειας.
            Επαναλαμβάνω, δεν ξέρω αν η μίζερη πραγματικότητα είναι πιο ισχυρή από τις ανθρώπινες αντοχές ή αν το άτομο γεννά συνεχώς δυνάμεις που υπερκερνούν ό,τι προκύπτει με εσωτερικό σθένος και νέο ανεξάντλητο πυροβολικό. Δεν ξέρω ποιο το μήνυμα του διηγηματογράφου, αν πιστεύει στις κρυφές αντοχές ή αν τις θεωρεί δυνάμεις εν εξαντλήσει. Ωστόσο, χωρίς μοιρολατρίες και κοπετούς, κάθε χαρακτήρας-του σηκώνει τον σταυρό-του κι έτσι ο αναγνώστης δεν πνίγεται στα δάκρυα της απόγνωσης αλλά προβληματίζεται στο πεδίο της συμπάθειας, της ομοιοπαθητικής και της επιμονής.
            Η λογοτεχνία δεν παρέχει έτοιμες λύσεις, απλώς ακτινογραφεί το πρόβλημα και τα χαρακώματα του ανθρώπινου ψυχισμού.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 3.1.2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, February 09, 2012

“Ο μυς της καρδιάς” του Ηλία Παπαμόσχου

Τελικά ο τρόπος που θα μπεις σε ένα έργο μπορεί να επιβάλλει και την τελική-σου εκτίμηση. Είναι η πρώτη εντύπωση, η πόρτα που σε έβαλε στα ενδότερα: αν είναι διεγερτική, θα συγχωρήσεις πολλά λάθη και ατέλειες, αν είναι τελματωμένη, θα απαξιώσεις και ό,τι καλό κουβαλά το έργο στις αποσκευές-του. Γι’ αυτό όμως θα επανέλθω σε ειδική ανάρτηση.

Latte:
Ηλίας Παπαμόσχος
“Ο μυς της καρδιάς”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011 

            Το διήγημα μπορεί να χαμαιλεοντίζει προς δύο κατευθύνσεις, προς αυτήν του μυθιστορήματος αλλά και προς αυτήν του ποιήματος. Ας ονομάσουμε την πρώτη “αφηγηματική” και τη δεύτερη “ποιητική”.
Στην αφηγηματική το βάρος πέφτει σε μια ιστορία, άλλοτε πολύπλοκη και αφηγηματολογικά σύνθετη κι άλλοτε απλή σαν καθημερινή εμπειρία ή σκέψη εν εξελίξει. Εκεί μετράνε οι τρόποι αφήγησης και οι χαρακτήρες, οι οποίοι σε σύντομο διάστημα πρέπει να μπορούν να αναδείξουν τη λογοτεχνική ιδιαιτερότητά-τους. Το βασικό σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η κορύφωση να έλθει την κατάλληλη στιγμή και να κερδίσει τον αναγνώστη με ένα μαγικό άγγιγμα που προκύπτει από την οικονομία του έργου. Στην ποιητική από την άλλη το βάρος πέφτει στη γλώσσα, που άλλοτε ατμοσφαιρική και υποβλητική κι άλλοτε λυρική, συναισθηματική, καμιά φορά υποκειμενικά στοχαστική, προσπαθεί να σαγηνεύσει τον αναγνώστη. Το διήγημα σ’ αυτήν την περίπτωση είναι πιο στατικό αλλά θέλγει αυτούς οι οποίοι αρέσκονται στο φορτίο των λέξεων και στον ρυθμό του λόγου (Δες κατά καιρούς τις συζητήσεις που έχουμε κάνει με τον Ναυτίλο: http://alexis-chryssanthie.blogspot.com).
Συνεπώς, η συλλογή διηγημάτων του Παπαμόσχου θα αρέσει στον φίλο Ναυτίλο, αφού υπάγεται στη δεύτερη κατηγορία και απελευθερώνει στην ντουζίνα των διηγημάτων-της το υποδηλωτικό φορτίο των λέξεων σε μικρά κείμενα που διαβάζονται με την καρδιά (εύλογος ο τίτλος) και όχι με το μυαλό. Σε άλλα από αυτά η ιστορία είναι απλώς η αφορμή, αφού η εστίαση είναι στο συναίσθημα και στη συγκίνηση, ενώ σε άλλα η ιστορία ατροφεί μέχρι απουσίας για να κυλήσει η αναγνωστική ματιά αμιγώς στο κλίμα του έργου.
Ένα διήγημα αναφέρεται στην καρδιακή πάθηση που εξαντλεί τον ήρωα, ένα άλλο αποτελεί μια παραμυθιακή περιγραφή της Καστοριάς, όπου γεννήθηκε και ζει ο συγγραφέας, σε ένα τρίτο ο θάνατος της μητέρας φέρνει στο προσκήνιο τη σχέση του αφηγητή και των γονιών-του. Ο μικρόκοσμος του διηγηματογράφου και η γενέτειρα πόλη αποτελούν τις αφορμές για να σπινθηρίσει η ματιά-του και να μετατρέψει σε λέξεις ό,τι πέρασε καταρχάς τις χαραμάδες της καρδιάς-του.
Για να διαβάσεις τέτοια έργα, πρέπει να βρεις πέντε λεπτά απόλυτης ανεμελιάς και καρτερίας, να αφεθείς στον ρυθμό-τους, να μη σκέφτεσαι το «μετά», ούτε μέσα στο έργο ούτε στη ζωή-σου, να βυθιστείς στο τέμπο που δίνει ο συγγραφέας και να προσπαθήσεις να νιώσεις, να συν-αισθανθείς καλύτερα ό,τι προκάλεσε τη μικρή δόνηση και άναψε τον σπινθήρα για να γραφεί κάθε διήγημα. Γι’ αυτό λέω ότι αυτό χρειάζεται μια προσέγγιση των έργων σαν να είναι ποιήματα, κάτι για το οποίο πρέπει να είσαι προετοιμασμένος γιατί αλλιώς θα περιμένεις πλοκή και θα βλέπεις κύκλους.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 29.12.2011]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, February 06, 2012

“να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα” της Έρσης Σωτηροπούλου

“Ισορροπώντας ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, οι ιστορίες του "Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα" προσεγγίζουν με αφοπλιστική εγρήγορση τη μοναξιά, την απουσία, τη διάψευση, αφήνοντας όμως περιθώρια στη δίψα για ζωή - μοναδική σανίδα σωτηρίας.
Η Έρση Σωτηροπούλου, δεξιοτέχνις της λεπτομέρειας, παγιδεύει συμβάντα που, μολονότι δείχνουν ασήμαντα, εκρήγνυνται μέσα στο ουδέτερο τοπίο της καθημερινότητας, φωτίζοντας τη στιγμή και προσδίδοντας της αποκαλυπτικές διαστάσεις”. 
Espresso βανίλια:
Έρση Σωτηροπούλου
“να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα”
εκδόσεις Πατάκη
2011

            Ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων είναι αποκαλυπτικός και ευλόγως εύστοχος (συν το γεγονός ότι είναι έξυπνος και με την καλή έννοια “πιασάρικος”). Δείχνει την πρόθεση της συγγραφέως να δηλώσει την αντίθεση που βιώνουν οι χαρακτήρες-της με τον περίγυρό-τους και να δείξει πόσο η εσωτερική διάθεση δεν εφάπτεται με την εξωτερική αναγκαστικά επιβεβλημένη ζωή. Τα επτά διηγήματα της συλλογής, άλλα εντελώς κι άλλα λίγο ή λιγότερο, πραγματεύονται την ασύμπτωτη πορεία καθημερινών ανθρώπων με την παγιωμένη κομφορμιστική εν πολλοίς κοινωνική πραγματικότητα.
            Στο πρώτο διήγημα “μια εξεγερμένη έφηβη κι ένα πνευματικά καθυστερημένο παιδί μοιράζονται ένα τσιγάρο βιώνοντας τη συνενοχή και την ελευθερία της "διαφοράς" τους”. Η μικρή αντιδρά στο περιβάλλον-της που τη θεωρεί ψυχικά διαταραγμένη και την οδηγεί στον γιατρό για να ελέγξει την απροσάρμοστη φύση-της. Στο δεύτερο, απ’ όπου ο ομώνυμος τίτλος, “μια ποιήτρια σε βασανιστική αναζήτηση των στίχων της συναντιέται με μια τυχαία φράση που βαραίνει πάνω της σχεδόν προφητικά” ή αλλιώς η ποίηση δεν μπορεί να βρει κοινές γραμμές με την πεζή πραγματικότητα. Το τρίτο, που κατά τη γνώμη-μου είναι και το πιο ευφυές, “ένας αθεράπευτα ρομαντικός σύζυγος σκηνοθετεί απιστίες, για να αναζωπυρώσει το παλιό, σβησμένο πάθος”. Στο τέταρτο το κυνήγι μιας σφήκας δημιουργεί φυγόκεντρες ανησυχίες. Το πέμπτο διήγημα πραγματεύεται “ένα ταξίδι [που] μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη, για να καταλήξει στην αποδοχή της αγάπης”. Το έκτο και προτελευταίο κείμενο μια συγγραφέας συναντά έναν αναγνώστη-της με απογοητευτικά συμπεράσματα. Τέλος το έβδομο –από τα πιο συγκινητικά αλλά και ρεαλιστικά μαζί- αναφέρεται στην πρόσληψη μιας καθαρίστριας η οποία αποδεικνύεται μουσικός που εγκατέλειψε την πατρίδα-της και ψάχνει με ταπεινότητα δουλειά στην Ελλάδα. [Τα πλαγιασμένα αποσπάσματα είναι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου].
            Κρατήστε τη μικρή έφηβη που θεωρείται απροσάρμοστη, την ποίηση που δεν κολλάει στην πραγματικότητα, τη ρομαντική σκηνοθεσία που θέλει να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά, τη ζωή στο Άμστερνταμ που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια ως μποέμ εκδήλωση αλλά τώρα ρίχνει στο λάκκο των ναρκωτικών τον ίδιο τον γιο της οικογένειας, την διάσταση μεταξύ ανώνυμης ανάγνωσης και ζωντανής τετ-α-τετ παρουσίας με τον συγγραφέα και την πεπαιδευμένη φύση μιας μουσικού που πρέπει να δουλέψει ως παραδουλεύτρα.
            Ο κόσμος, κατά τη Σωτηροπούλου, περιστρέφεται με δύο ταχύτητες, μια δεξιόστροφη και μια αριστερόστροφη. Από τη μια κινείται στη βολεμένη, καλουπωμένη, συμβατική ζωή των ανθρώπων κι από την άλλη αυτό το “κόκκινο” αλλοιώνεται από “μπλε” εσωτερικές εκλάμψεις και αλλόφρονες μαρμαρυγές που δεν αφήνουν την πεζότητα να επικρατήσει.
            Οι ιδέες-της είναι καλές και η στόχευση επί-κεντρη. Η εφαρμογή απλώς με κάνει επιφυλακτικό, γιατί η ιστορία αφήνεται σε σκηνές περιπλάνησης και δημιουργίας ατμόσφαιρας, χωρίς δράση ή εσωτερικές διεργασίες που να καταλήγουν κάπου. Είναι αυτή η κατηγορία διηγημάτων που σχηματίζει εικόνες και κλίμα, αλλά δεν στήνει άρτια πλοκή με κορυφώσεις και καμπές, ούτε επικεντρώνει σε ένα φιλοσοφικό σχήμα. Πιο πολύ ενδιαφέρει τη συγγραφέα ο ψυχολογικός ιστός που εξακτινώνεται στα πρόσωπα και στις πράξεις-τους προσπαθώντας να συλλάβει και τον αναγνώστη. Τα καταφέρνει;
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 15.12.2011]
            Πατριάρχης Φώτιος