Monday, July 18, 2011

“δεν την αγαπάω πια” του Θανάση Χειμωνά

Ελλάδα – Γαλλία, ανθρώπινες σχέσεις και ερωτικοί δεσμοί, φιλίες και προδοσίες, η αίσθηση του ανικανοποίητου και του διαψευσμένου…

Γαλλικός σκέτος:
Θανάσης Χειμωνάς
“δεν την αγαπάω πια”
εκδόσεις Πατάκη
2010

            Μια νουβέλα 114 σελίδων. Ένα τρίο μεταξύ δυο φίλων, του Γιάννη και της Νικόλ και ενός άλλου φίλου που μπήκε σφήνα, του Θοδωρή. Ο πρώτος αγαπάει τη δεύτερη, η οποία προτιμά να διατηρεί τη σχέση-τους σε επίπεδο φιλίας, ενώ τελικά τα φτιάχνει με τον τρίτο. Δυο πόλεις, η Αθήνα σε πρώτο πλάνο και το Παρίσι σε δεύτερο, με την ενδιάμεση παρένθεση ενός νησιού. Ένα εκκρεμές μεταξύ αγάπης και προδοσίας, φιλίας και έρωτα.
            Η υπόθεση κοινότοπη. Οι χαρακτήρες, πόλοι ενός τριγώνου, καθημερινοί. Η εξέλιξη αποδραματοποιημένη, πλην της κορύφωσης ενός βεβιασμένα σκιαγραφημένου φόνου και μιας οριακής αυτοκτονίας. Αυτό το ρηχό βάθρο δεν αντέχει να σηκώσει πάνω-του το τελικό αποτέλεσμα και δείχνει πόσο η γραφή του Χειμωνά δεν θα ήθελε να είναι κάτι άλλο. Η γλώσσα-του απελπιστικά λιτή και αβαθής, η φαντασία που πλάθει τον μυθιστορηματικό κόσμο πολύ περιορισμένη [θα καταθέσω εδώ μια λεπτομέρεια που μου κίνησε το ενδιαφέρον, αφού μου έδειξε μια πρωτοφανή στατικότητα φαντασίας: οι ήρωες κινούνται   σ υ ν ε χ ώ ς  (πλην ενός αυτοκινήτου για Επίδαυρο και του καραβιού) με ταξί: μέτρησα την παρουσία-του 13 φορές, λες και ο κόσμος κατά Χειμωνά, εφόσον δεν έχει αμάξι, δεν καταδέχεται τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας, ή λες και ο συγγραφέας πρέπει να δικαιολογεί διαρκώς αυτές τις καθημερινές μετακινήσεις].
            Θα έλεγα ότι το έργο με εκνεύρισε. Είναι προφανώς άλλη μια διάψευση από τον τρόπο προώθησης των ελληνικών βιβλίων, στα οποία έχει φτιαχτεί ένα σύστημα που προβάλλει ό,τι έχει λαμπερό όνομα και χαμηλές απαιτήσεις ανάγνωσης.
            Η κριτική για άλλη μια φορά το άγγιξε, το περιέγραψε αλλά είτε το άφησε από σεβασμό απείραχτο, είτε βάπτισε το τίποτα με όρους θετικού πρόσημου. Στις παρουσιάσεις νέων βιβλίων το “δεν την αγαπάω πια” είχε τη θέση-του, ενώ οι κριτικές που ασχολήθηκαν μαζί-του προσπάθησαν να φωτίσουν τα δυνατά-του σημεία. Ο Γαραντούδης (Τα Νέα, 6/11/2010) είδε ότι  «ο δραματικός χαρακτήρας της ιστορίας αποφορτίζεται χάρη στη γοργή εκτύλιξη της πλοκής, εστιασμένης κατά βάση σε καθημερινά περιστατικά, και στον αποδραματοποιημένο λόγο, με πολύ συχνή χρήση του «κινηματογραφικού» διαλόγου των προσώπων». Η Παπασπύρου και η Σπίνου στην Ελευθεροτυπία (30/1/2011) γράφουν ότι το έργο «ακουμπάει πάνω σε δυο πυλώνες κυρίως: την καταιγιστική δράση και τον συναισθηματικό αυτισμό των ηρώων του», ενώ μου άρεσε ιδιαίτερα η παρατήρησή-τους ότι «ο Θανάσης Χειμωνάς προβάλλει την εικόνα μιας μερίδας της σημερινής νεολαίας που όχι μόνο δεν μπορεί να ξεστομίσει το «σ' αγαπώ» ή το «δεν σ' αγαπώ», αλλά ούτε και αντιλαμβάνεται καλά καλά τι σημαίνει αυτό».
Ανάλογα, ο Χατζηβασιλείου στο Βήμα “Το αξιοθρήνητο τέλος ενός ερωτικού τρίο” (20/2/2011) πιστεύει ότι «Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της γραφής του Χειμωνά, όπως και στα προηγούμενα έργα του, είναι ότι το αίμα τρέχει από παντού χωρίς να παρουσιάζουν ποτέ οι διάλογοι και η αφήγηση την παραμικρή δόνηση ή έξαρση. Η δράση εκτυλίσσεται σε μια ηθελημένα ψυχρή (θα έλεγα έως και αποστειρωμένη) γλωσσική επιφάνεια, όπου λέξεις και εικόνες πλέουν παρασυρμένες από ένα παντελώς ακύμαντο ρεύμα, το οποίο μόνο την εσχάτη ώρα (κυριολεκτικά στις ακροτελεύτιες αράδες) θα αποκαλύψει τη σαρωτική ορμή του» και η Θεοδοσοπούλου στην Ελευθεροτυπία “Νοσηροί έρωτες” (5/3/2011) βλέπει ότι «Ο συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει τον πειθαναγκαστικό τρόπο σκέψης, που χρησιμεύει ως αυτοάμυνα και δηλώνεται με τον τίτλο. «Δεν την αγαπάω πια», σκέφτεται στο αεροδρόμιο, που τη βλέπει, ενώ, ήδη από το εφιαλτικό όνειρο, που τοποθετείται ως εισαγωγή, φανερώνεται η έμμονη προσκόλλησή του σε αυτήν».
            Είτε εγώ είμαι τυφλός (καθόλου απίθανο, και γι’ αυτό έρχομαι ξανά στα έργα του Χειμωνά μήπως δω αυτό που δεν βλέπω) είτε οι κριτικοί δείχνουν υπερβολικό σεβασμό, σαν να φοβούνται μήπως σπιλώσουν το όνομα του πατέρα-του. Ο νεαρός Χειμωνάς γράφει με τον πιο απλό τρόπο, τρόπος που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος, κι όμως δεν τον αγνοούν. Επαναλαμβάνω είτε εγώ δεν βλέπω, είτε οι άλλοι βλέπουν με χρωματιστά γυαλιά.
Πατριάρχης Φώτιος

13 comments:

Pellegrina said...

(Δεν εχω διαβάσει το βιβλίο): ομως υπάρχει πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρω΄πων, και δη ελλήνων, που οταν δεν εχουν αυτοκίνητο ΙΧ κινούνται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ με ταξί, και πραγματι αγνοούν εντελώς τα ΜΜΜ, αγνοούν και την ύπαρξή τους.(Στο σχολείο ειχα ακόμη και συναδέρφους-ισσες, που ερχονταν, σε καθημερινή βάση, στο σχολείο με ταξί!! Ουτε που διαννούνταν να μπουν σε μαζικό μέσο!) Αρα ταξικά, κοινωνικά και ψυχολογικά η λεπτομέρεια που τονιζεις στέκει: αποδίδει εναν κλειστό (μεσο)αστικό κόσμο ιδιαίτερης (ελληνικής) κοπής, με αρχαϊκά βάθη. (Για τις 13 φορές , δεν ξερω πώς ειναι στο ρυθμό της αφήγησης)

Πάπισσα Ιωάννα said...

Pellegrina,
αυτή η λεπτομέρεια φυσικά είναι ασήμαντη. Γιατί όμως την εξέθεσα;
Γιατί δείχνει την πειστικότητα του μυθιστορηματικού κόσμου τυ βιβλίου. Είναι σαν να γράφεις ένα βιβλίο μόνο με γυναίκες, ένα μυθιστόρημα μόνο με ψαράδες, ένα αφήγημα στο οποίο όλοι οι χαρακτήρες φορούν γυαλιά. Όλα αυτά, σε συγκεκριμένες συνθήκες, θα μπορούσαν να συμβούν. Αλλά, μέσα στο κείμενο ή πρέπει να είναι μια μονομέρεια που να εξηγείται απόλυτα από την πλοκή, ή πρέπει να παίζει έναν αλληγορικό κ.ο.κ. ρόλο.
Απ' αυτή τη μικρή παρονυχίδα αλλά και από τη γλώσσα, την πλοκή, τα πρόσωπα μπορεί κανείς να καταλάβει την ευρύτητα της σκέψης κάθε συγγραφέα.
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Καλά, δεν ξερω. δεν το εχω διαβάσει. Εχω διαβασει μονο τη ραγδαια επιδεινωση, που μου αρεσε.

υγ: οταν εκανα το σχολιο με τα ταξι, δεν ειχα ιδέα τι παιζότνα στους δρομους με τους ταξιτζηδες..

Ελένη Πατσιατζή said...

Υπάρχει και κίνηση σε πλοίο,όπου συμβαίνει και κάτι κομβικό για την εξέλιξη της πλοκής και σε αεροπλάνο...Δεν είναι αυτά τα αξιοσημείωτα στοιχεία για την ψυχογράφηση των ηρώων.Ο ρυθμός είναι ταχύς, η γλώσσα λιτή αλλά κάτι μένει ανικανοποίητο στο τέλος.Ίσως η μη απονομή δικαιοσύνης;Περιμένουμε ,όμως, πάντα μια κάθαρση(γίνεται μια μνεία επί του θέματος όταν αναφέρεται μια συγκεκριμένη παράσταση ελληνικής τραγωδίας);

Anonymous said...

Συμφωνώ απόλυτα με την κατακλείδα. Μερικοί έχουν αναγορευτεί σε τοτέμ της ελληνικής πεζογραφίας φέροντας απλώς και μόνο δοκιμασμένα επίθετα. Η περίπτωση Χειμωνά είναι καθρέφτης της εκδοτικής παθογένειας των τελευταίων είκοσι χρόνων.

Anonymous said...

υγ. άλλη περίπτωση ανθρώπου που έχει πάσει τα πόστα αλλά τσαλαβουτάει και στα απόνερα της λογοτεχνίας είναι του Κώστα Κατσουλάρη.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ελένη,
δεν κατάλαβα αν όλα αυτά που λες συνηγορούν υπέρ του βιβλίου ή απλώς καταγράφουν πτυχές-του.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anonyme,
καλό είναι να έχουμε από σένα ένα όνομα ή ένα ψευδώνυμο για να συνεννοούμαστε.
Και επιπλέον θα ήθελα πιο πολύ λόγο επιχειρημάτων και όχι σύντομες αφοριστικές ατάκες, για να μπορέσω να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω μαζί-σου.
Πατριάρχης Φώτιος

brouss said...

Αυτά που έγραψε ο ανώνυμος καίτοι αφοριστικά αποτελούν σκιαγράφηση μεγάλου μέρους του τοπίου της ελληνικής κριτικής -ενδεχομένως της κριτικής ενγένει-όταν αυτή ασκείται σχεδόν εκβιαστικά΄είτε ως αντίχαρη σε φίλο ή εκδότη είτε κατευθυνόμενα λόγω αμοιβής. Σε κάποιες περιπτώσεις διακρίνει κανείς κάποια λεπτότατη αντίρρηση ή δυσαρέσκεια ή την αγκίστρωση σε ένα -και μόνον-στοιχείο του έργου -το μόνο ή το πλέον θετικό-ώστε να είναι δυνατή η κρίση εφόσον σε χώρους κλειστούς η ελεύθερη έκφραση της γνώμης,η ρεαλιστική αξιολογική κρίση, ακόμη και από καταξιωμένους κριτκούς, δεν είναι εφικτή. όλοι γνωρίζουμε το γιατί και το πώς, νομίζω. Υπό αυτούς τους όρους τα ερωτήματα για μένα είναι δύο : ο,τι αποσιωπάται σε μια κριτική και δεν θίγεται είναι εντέλει το σημαίνον; Θα πρέπει δηλαδή εμείς και σε αυτό ή κυρίως σε αυτό να εστιάσουμε; Και δεύτερο ερώτημα μαζί για μένα και θέση μου : μήπως ορισμένα μπλόγκς ασκούν πιο συνειδητά και ουσιαστικά ενίοτε την κριτική; Κι αν ακόμη λείπει η επιστημονική κατάρτιση (που συχνά υπάρχει)από τον κριτή-μπλόγκερ δεν λείπουν ωστόσο η ελευθερία γνώμης, η στοχαστικότητα και η ανιδιοτέλεια. Σφάλλω;

brouss said...

Σημειωτέον : το βιβλίο δεν το διάβασα αλλά συμμετέχω στην συζήτηση "περί τυφλότητος" της κριτικής (ο μεγάλος βαθμός ανεκτικότητάς μου και καλοπροαίρετης διάθεσης με κάνουν να αναρωτηθώ ωστόσο μήπως εντέλει πρόκειται για διαφορετική γνώμη κι εγώ αδαής την κρίνω ως κακόβουλη τυφλότητα;). Επίσης γράφω πυκνά και περιληπτικά τις θέσεις μου λόγω -πάντα-έλλειψης χρόνου.

Anonymous said...

Αν η ευρύτητα της σκέψης του Χειμωνά φαίνεται από την αναφορά της μετακίνησης με ταξί 13 φορές, σκεφτείτε την δική σας ευρύτητα σκέψης όταν το μοναδικό πράγμα που υπογραμμίζετε στην "κριτική" σας είναι το ταξί.

Με τιμή κι εκτίμηση,
Κωνσταντίνος ΙΑ' ο Παλαιολόγος.

Ελένη Πατσιατζή said...

Όσα αναφέρω απλά συνηγορούν στη μη απόρριψη του βιβλίου,το οποίο επειδή έχω διαβάσει νομίζω πως δικαιούμαι να κρίνω (και μάλιστα χωρίς ανωνυμία...).Σαφέστατα, υπάρχουν αξιολογότερα και μη προβεβλημένα βιβλία ,ωστόσο θεωρώ πως είναι εξίσου άδικη η υπερπροβολή του συγκεκριμένου συγγραφέα λόγω ονόματος(;) με την απόρριψή του ,επειδή τυγχάνει η γραφή του να μην ανταποκρίνεται στις "μεγάλες προσδοκίες" που ασυνείδητα μάς γεννά το συγκεκριμένο επώνυμο. Η υπογράμμιση ,από μέρους σας, του θέματος των μετακινήσεων ,τελικά μετα-κίνησε την ουσία της κριτικής κι έγινε αφορμή διαφόρων (και κακόγουστων...)σχολίων. Ελπίζω να δω την κριτική σας και για τη συλλογή διηγημάτων "Καλό αίμα,κακό αίμα" της Ελ. Σταθοπούλου,την οποία βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Με εκτίμηση.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ελένη,
προσέχω όσα λες, αν και δεν έχω στον νου-μου, όταν διαβάζω τον Θανάση Χειμωνά, τον πατέρα-του. Τον κρίνω ανεξάρτητα και βλέπω επίπεδο λόγο και ρηχή πλοκή.
Μερικοί, με κακόγουστο -όπως λες- ύφος, βλέπουν μόνο τα μοβ χρώματα, στέκονται στην Κερκόπορτα και δεν συνειδητοποιούν όλα τα άλλα αίτια που έριξαν την Πόλη.
Το παράδειγμα με τα ταξί είναι ενδεικτικό (μάλλον όμως αποπροσανατολιστικό), αλλά φυσικά η κατ' εμέ έλλειψη ποιότητας του βιβλίου οφείλεται σε άλλα πράγματα που τα κατονομάζω... για όποιον διαβάζει όλα τα γράμματα.
Θα έχω υπόψη-μου το βιβλίο της Σταθοπούλου, που αυτή τη στιγμή δεν μου λέει τίποτα.
Ευχαριστώ
Πατριάρχης Φώτιος