Thursday, February 12, 2009

Καπουτσίνο με σαντιγί: Σωτηρία Σταυρακοπούλου

“Σπάνιες αλήθειες”
εκδόσεις Εστία
2008


Campus novel ή πανεπιστημιακό μυθιστόρημα: oμολογώ ότι γνωρίζω λίγα για το είδος και γι’ αυτό κατέφυγα στο Λεξικό Λογοτεχνίας του Πατάκη για να μάθω. Στον αγγλοσαξονικό χώρο με παράδοση στα πανεπιστήμια και στα campus το είδος ανθεί, ενώ στην Ελλάδα τα δείγματα είναι φτωχά, μπασταρδεμένα με άλλα είδη, υβρίδια πιο πολύ παρά καθαρά πανεπιστημιακά μυθιστορήματα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο φαίνεται να είναι ένα από τα αμιγή του χώρου: ηρωίδες είναι δύο καθηγήτριες (η μία αναπληρώτρια) σε πανεπιστήμιο της Ελλάδας και μυθοπλαστικό σκηνικό οι διαδικασίες και οι σχέσεις των καθηγητών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικά όταν η μία υποβάλλει αίτηση για ανέλιξη, η άλλη –παρόλο που είναι φίλη της- εμφανίζει αντιφατική στάση, αφού από τη μία θέλει να εξαιρεθεί κι από την άλλη -από σεβασμό στην αλήθεια, όπως δηλώνει- μένει και προβάλλει ενστάσεις για το έργο της πρώτης.
Ο Τατσόπουλος (Τα Νέα, 24.1.2009) εκθειάζει τις «Σπάνιες αλήθειες», ακριβώς επειδή βγάζει στα φόρα τα άπλυτα των πανεπιστημιακών. Φτάνει αυτό; Έχω την εντύπωση ότι θαμπώνεται εύκολα με την ιδεολογία του βιβλίου και κρίνει άστοχα.
Η γνωριμία μου με το πανεπιστημιακό στην εγχώρια πεζογραφία δεν με έπεισε για τις δυνατότητές μας. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, πιο πολύ το αντιλήφθηκα ως αυτοβιογραφική προσπάθεια μιας πανεπιστημιακού να πει τον πόνο της, έστω και καλυμμένα, πιο πολύ ως απόπειρα να ακουστούν πολλά απ’ όσα ταλανίζουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση παρά ως μυθιστόρημα αξιώσεων. Εξηγούμαι:
α. η πλοκή είναι υποτυπώδης, αφού περισσότερο διαβάζουμε σκέψεις και δοκιμιακό υλικό παρά βλέπουμε δράση και συγκρούσεις. Η κρίση της Αγγέλας συνοψίζει όλο το στόρι και όλες οι υπόλοιπες σελίδες γεμίζουν με στοχασμούς που οδηγούν το κείμενο σ’ αυτό που λέγεται μυθιστόρημα ιδεών και μάλιστα παραφορτωμένο από αυτές, αφού οι ιδέες δεν απορρέουν αβίαστα από την εξέλιξη των γεγονότων. Δες και τις καταπελτικές ενστάσεις της Κοτζιά (Η Καθημερινή, 9.2.2009). Δυστυχώς θα συμφωνήσω μαζί της στα επιχειρήματά της.
β. η αφήγηση φαντάζει τρομερά μονολογική, καθώς η αφηγήτρια Αγγέλα εξιστορεί και εξωτερικεύει όσα σκέφτεται γύρω από τη φιλολογική της δραστηριότητα, λιγότερο μέσα στα αμφιθέατρα και περισσότερο έξω από αυτά. Κι εκεί που αρχίζεις να διαμαρτύρεσαι για το μονοδιάστατο του πράγματος, η αφήγηση διίσταται με παράλληλους μονολόγους τόσο της Αγγέλας όσο και της άσπονδης φίλης της Εύας. Το μυθιστόρημα -παρόλο που δεν γίνεται πολυγλωσσικό, αφού το ύφος και των δύο είναι ίδιο ή τουλάχιστον παρεμφερές- γίνεται διφωνικό, καθώς ακούγονται και οι δύο απόψεις, δύο οπτικές γωνίες που καταγράφουν τη συναδελφική και φιλική σχέση με άλλους όρους. Εκεί ο αναγνώστης μπερδεύεται για το ποια έχει δίκιο, γεγονός που το κρίνω ιδιαίτερα πετυχημένο, επειδή η αλήθεια δεν είναι εμφανής και η συγγραφέας δεν θέλει να καπελώσει τις ηρωίδες της. Αλλά το τέλος, αντί να μείνει ανοιχτό στην κρίση μας, κλείνει όπως ξεκίνησε, με την Αγγέλα να ολοκληρώνει την ιστορία αφήνοντας την εντύπωση ότι η Εύα έχει διχασμένη προσωπικότητα με άλλα ψυχολογικά προβλήματα. Η αλήθεια είναι τελικά δεδομένη…
γ. το πανεπιστήμιο και οι κρίσεις είναι πολύ πιο βρώμικες απ’ όσο φαίνεται. Ενώ δηλαδή η Σταυρακοπούλου αποδίδει την όποια αδικία σε προσωπικές διενέξεις (περιστασιακά αποδέχεται ότι το φαινόμενο είναι πιο πολύπλοκο), δεν αναλύει μέσω της δράσης τα ευρύτερα συμπτώματα της σήψης, τις κλίκες που κυριαρχούν, τη διαπλοκή με τους φοιτητές, την ανεπάρκεια σε υποδομές, τον αριβισμό των διδασκόντων κ.λπ. αλλά περιορίζεται σε μεμονωμένα σκηνικά που, αντί να αναδείξουν το πρόβλημα, το παρουσιάζουν ως διαπροσωπική διαμάχη και μόνο. Κι ακόμα περισσότερο παρουσιάζει ως ηθικό το να υποστηρίξει κάποιος τον φίλο του, να τον επαινέσει δηλαδή όχι επειδή έχει να επιδείξει σημαντικό έργο, αλλά επειδή είναι κολλητός του. Επομένως, όποιος δεν το κάνει, είναι προδότης… Με αυτήν την ηθική πορεύονται στο πανεπιστήμιο και γι’ αυτό κυριαρχεί η ευνοιοκρατία κ.ο.κ.
Κατώτερο των προσδοκιών, ίσως γιατί η πανεπιστημιακή ζωή είναι για τους εν αυτή χώρος καριέρας και μόνο, ενώ για τους άλλους δεν λέει τίποτα απολύτως κι επομένως δεν προσφέρεται για συνολικότερες θεωρήσεις.
Πατριάρχης Φώτιος

19 comments:

Anonymous said...

Ο ίδιος ο πανεπιστημιακός χώρος είναι τόσο αντιδημιουργικός, αντιλογοτεχνικός και βαρετός που υποδαυλίζει ακόμη και το "λογοτεχνικό είδος" στο οποίο οι αντίστοιχοι Βρετανοί επιδόθηκαν με χιούμορ και ευφυία.

Pellegrina said...

Καλημέρα.
α) Δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο της συγγραφέως, θέλω να πω/θυμίσω όμως ότι εχει γράψει ένα κατά γενική ομολογία όλων των δημοσίων αναγνώσεων (κριτικών, παρουσιάσεων) πολύ αξιόλογο βιβλίο, τη "Μεθυσένη γυναίκα"
β) Το κάμπους Νοβελ είναι κατά τη γνώμη μου τρομερά ενδιαφέρον, γιατι το Πανεπιστήμιο είναι μια πλήρης κοινότητα, ένας μικρόκοσμος όπου αντανακλώνται όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, από τον οικονομικό προγραμματισμό και την πολιτική διάρθρωση και λειτουργία μέχρι τους χαρακτήρες, τις προσωπικές σχέσεις κλπ. Οι συγγραφείς μας που είναι και πανεπιστημιακοί θα μπορούσαν να γράψουν κατι, ευρύτερο από τις μεταξύ τους διαμάχες, να περιλαμβάνει δηλαδή και τους φοιτητές και να βλέπει "εκ των άνω" την κατάσταση. Έχω προσπαθήσει να μαζέψω βιβλιογραφία ελληνική (στην οποία η Σταυρακοπούλου έχει βασική θέση). Υπάρχει και το μυθιστόρημα του Γιατρομανωλάκη, το Ανωφελές διήγημα, αν και διαδραματίζεται έξω από το Πανεπιστήμιο νομίζω. Υπάρχει και το του Μπουραντά, για μια ωραιοποιημένη ιδέα. Και ελάχιστα για τη ζωή των φοιτητών, από νεαρούς συγγραφείς (πχ Μαρία Σούμπερτ, Μπαρ Κυλικείο). Αλλά κανένα που να τα διαπλέκει αυτά. Στην Ελλάδα θα προέκυπτε ένα πολύ ιδιόρρυθμο "κάμπους νόβελ" νομίζω, σούπερ σχολιασμός της ελληνικής κοινωνίας, όπου θα τονιζόταν και ο ρόλος της οικογένειας από άλλη άποψη από αυτή που τονίζεται συνήθως στα ελληνικά βιβλία!

υγ Γνωρίζω αυτή την εποχή την Τζόις Κάρολ Όουτς. Απίστευτα δυνατή συγγραφέας. Είχα καταλάβει λάθος, επηρεασμένη (αρνητικά) από τις παρουσιάσεις, που τονίζουν το γυναικείο στοιχείο (έχω μια τάση να παίρνων δρόμο!) Είναι καταπληκτική.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anonyme,
πιστεύω ότι, αν είχαμε την παράδοση των Άγγλων, αν δηλαδή είχαμε το πανεπιστήμιο κομμάτι της ζωής μας, τότε θα γράφοντας ενδιαφέροντα κείμενα.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Υπάρχουν και άλλα δείγματα, όπως τα αστυνομικά του Μαρτινίδη ή το πρώτο (Περί ορέξεως και άλλων δεινών, αν δεν κάνω λάθος) της Γιαννακάκη.
Αλλά κανένα από αυτά που αναφέρουμε κι οι δυο δεν είναι καθαρόαιμα και κανένα δεν πετυχαίνει το αισθητικό αποτέλεσμα, όχι γενικά της λογοτεχνίας αλλά του συγκεκριμένου είδους.
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Μια ερώτηση: η άποψη ότι είναι ηθικό να υποστηρίξεις τον φίλο σου ανεξαρτήτως αξίας είναι άποψη της συγγραφέως ή μιας από τις ηρωίδες; γιατί λογοτεχνικά έχει μεγάλη διαφορά.

Και, εκτός λογοτεχνίας τώρα(το εχουμε ξαναπει με το θέμα "κριτική") Τον φίλο σου τον υποστηρίζεις πάνω από τους άλλους και α δ ικ ώ ν τ α ς τους άλλους. ΑΥΤΟ είναι η φιλία. Αλλά υπάρχουν τα εξής: α) Μπορείς να λύσεις το ηθικό δίλημμα απέχοντας, β) η φιλία είναι δίπολο. Ηθική έχει και ο κρινόμενος, όχι μόνο ο κρίνων. Αν είσαι λοιπόν αληθινός φίλος ποτέ δεν απαιτείς από το φίλο σου να μπει σε τέτοιο δίλημμα για χάρη σου, κάνεις ό,τι μπορέις για να τον βοηθήσεις. ¨Όπως, του ζητάς να απέχει, ή κοιτάς να είσαι ο καλύτερος για να τον βγάλεις ασπροπρόσωπο. Αλλιώς ΔΕΝ είσαι φίλος, οπότε γιατί ζητάς από αυτόν;
γ) Αν στα ελληνικά Πανεπιστήμια ισχύουν ευνοιοκρατίες, αυτό μου φαίνεται φυσικό: με ευκαιριακές εξαιρέσεις, το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ σε τίποτα εκτός από την αυτοσυντήρησή του. Αν είχαμε οικονομία και πολιτική που να το αξιοποιεί για την ανάπτυξη της κοινωνίας (έρευνα κλπ) τότε οι πιο πολλοί θα αντιλαμβάνονταν ότι η αξιοκρατία είναι για το καλό όλων. Με άλλα λόγια, την ηθική πιστεύω ότι τη διαμορφώνουν (και) οι συνθήκες. Χωρίς αυτό να σημάινει ότι δεν πρέπει να εκτιμάμε (και πολύ μάλιστα) όποιον, μάλλον τραγικά, επιμένει να συμπεριφέρεται σαν να ζούσε σε ένα σύστημα αξιοκρατίας. Άλλωστε, η επίμονη φαντασία μπορεί να δημιουργήσει πραγματικότητα!

Anonymous said...

Ι.Aπό το ποστ σου, σεπτέ Πατριάρχα, κρατώ το κριτήριο λογοτεχνικότητας που διαμορφώνεις: δεν αρκεί η εκ των έσω καλή γνώση του σκηνικού, όπου στήνεις τον μύθο σου, για τη συγγραφή μυθιστορήματος.
Θα έλεγα, μάλιστα, με τον κίνδυνο να γενικεύω και να υπεραπλουστεύω, ότι εμπερικά το αντίθετο επαληθεύεται. Π.χ. εάν ο συγγραφέας αγνοεί το σκηνικό που θέλει να στήσει, και κάτσει και μελετήσει, τότε μπορεί το σκηνικό του να αστοχεί, να στερείται ακρίβειας, αλλά το λογοτεχνικό του αποτέλεσμα μένει αλώβητο. Π.χ. Θα έγραφε η Κααρυστιάνη ένα καλύτερο "Κουστούμι στο χώμα" εάν ήταν εγληματολόγος ή η Γιαννακάκη ένα καλύτερο "Περί ορέξεως και άλλων δεινών" εάν ήταν...γαστρονόμος;

ΙΙ. Επειδή έχω βαρεθεί σε πολλά βλογ να διαβάζω σχόλια υποτιμητικά για το πανεπιστημίο, να πούμε τουλάχιστον ότι το ελληνικό Πανεπιστήμιο υπήρξε κάποτε. Σου μάθαινε γράμματα, σου άνοιγε τα μάτια, σε έκανε ακαδημαϊκό πολίτη και σου εξασφάλιζε ένα κομμάτι ψωμί.Κοντολογής σε έκανε κοινωνικόν αποστάτη, κι ας ήσουν βοσκός από τα όρη.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Pellegrina,
η ευνοικοκρατία είναι φυσικά γνώμη της ηρωίδας, αλλά... στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι ο κανόνας σε μορφή αλληλεξάρτησης.
Και φυσικά δεν τα βάζω με το ελληνικό Πανεπιστήμιο (έχει εξαιρετικά πνεύματα), αλλά με το σύστημα κλίκας που το κυβερνά.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μύρωνα,
σε συνέχεια και προς τη θέση μου, όπως την διατύπωσα απεθυνόμενος μόλις πριν στην PEllegrina, πιστεύω ότι και σήμερα το Πανεπιστήμιο έχει να δώσει και να συμβάλλει στα γράμματά μας. Αλλά -και με αφορμή το βιβλίο- οι σχέσεις που διαμορφώνονται είναι ιδιαίτερα προσωποπαγείς, οι θέσεις παίζονται με κριτήρια "δικός μας" "δικός τους" (όχι κατ' ανάγκη κομματικά), η ασυδοσία των φοιτητών και το αλισβερίσι με τους καθηγητές είναι αχαλίνωτο κ.ο.κ.
Γυρίσω στο πρώτο σου σχόλιο: φυσικά η πραγματολογική γνώση είναι αναγκαία, αλλά δεν σώζει την κατάσταση αν δεν πληρούνται και άλλες προϋποθέσεις λογοτεχνικότητας.
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Συμφωνώ με Μύρωνα ότι συχνά (χωρίς να γενικέυουμε κλπ) το να είσαι απ' έξω βοηθάει να δεις το θέμα πιο σφαιρικά και το να αγνοείς βοηθάει να πλάσεις και να προτείνεις. το να εμπλέκεσαι ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό μπορεί να είναι τροχοπέδη λογοτεχνικά.
Συμφωνώ επίσης και με το άλλο που λέει, αλλά έχει να κάνει μαλλον με τη δομή και σύσταση της κοινωνίας στο παρελθόν. Και εν πάση περιπτώσει, ΕΙΝΑΙ παρελθόν. Τώρα τι γίνεται. Αλλά μη με παίρνετε πολύ σοβαρά επί τούτου, γιατί είμαι στην απ' έξω, σε αντίθεση με τους περισσότερους Έλληνες που είναι απολύτως μέσα, γιατί έχουν παιδιά, που τρελαίνονται (κυριολεκτικά: ξέρετε τι χάπι πέφτει; ξέρετε ότι στα κορίτσια κόβεται από το άγχος η περίοδος;)για να μπουν σ αυτές τις σχολές με τα χίλια δυο γνωστά και άγνωστα προβλήματα και τη μηδέν εξασφάλιση μετά.

Πατριάρχη συγνώμη που εξώκειλα πάλι, αλλά ναι, ΕΙΝΑΙ θέμα για βιβλίο!

Πόλυ Χατζημανωλάκη said...

Καλησπέρα Πατριάρχα και υπόλοιποι καπουτσίνοι,

Σκέπτομαι την απολαυστική τριλογία του Νταιηβιντ Λοτζ («αλλάζοντας θέσεις», «τι μικρός που είναι ο κόσμος» και – το τελευταίο «ούτε γάτα ούτε ζημιά» ) και το ότι για μένα κάποτε το κάμπους νόβελ ήταν συνώνυμο της αναγνωστικής απόλαυσης.

Τα βιβλία αυτά – και το μυθιστόρημα της κ. Σταυρακοπούλου που δεν διάβασα – αναφέρονται σε ένα σύμπαν πανεπιστημιακών που διδάσκουν από ότι φαίνεται λογοτεχνία – είναι επομένως ενδιαφέρον συναρπαστικό θα έλεγα (και ο Λοτζ ήταν καθηγητής της λογοτεχνίας επίσης), το να διαβάζεις περί λογοτεχνίας/ιστορίας και θεωρίας της λογοτεχνίας , στη μυθοπλασία - αφήγηση. Με τον ίδιο τρόπο που «διαβάζεις» αποδείξεις της θεωρίας των αριθμών στο Δοξιάδη. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο παίζει και σε αυτό το βιβλίο μια και η συγγραφέας έχει ασχοληθεί με τη φαναριώτικη ποίηση όπου ανθολογούνται στίχοι ή συνδυάζονται παραλλαγές τους με τα συμφραζόμενα.

Το κάμπους νόβελ είναι λοιπόν – κατά την ταπεινή μου γνώμη – ένας μικρόκοσμος αρκετά πιο λόγιος από τον καθημερινό που φτιάχτηκε όχι μόνο για να απολαμβάνουμε τις διακειμενικές (αυτο) αναφορές αλλά και για να φωτίσει τα πάθη τις συγκρούσεις και τις ματαιώσεις αυτών των ιδιαίτερων ανθρώπων που τρέφονται με τις φιλοδοξίες της πανεπιστημιακής καριέρας. Η αξία του νομίζω βρίσκεται σε όλα. Και στην αναγνωστική απόλαυση αλλά και στο αν λαμβάνει χώρα τελικά η υπέρβαση της συνθήκης του μικρόκοσμου. Αν η μυθοπλασία στέκει αν οι χαρακτήρες και οι συγκρούσεις έχουν κάτι να πουν στον εκτός του χώρου αναγνώστη.
Θα ήθελα να το διαβάσω για να εκφέρω γνώμη. Προς το παρόν – λόγω έλλειψης χρόνου περιηγούμαι σε αντιφατικές παρουσιάσεις και συζητήσεις.

Κάπου πήρε το μάτι μου ότι η συγγραφέας έχει εμπλακεί σε δικαστικές περιπέτειες (δεν είμαι σίγουρη αν πρόκειται για αυτό ή για κάποιο άλλο βιβλίο της) μια και φαίνεται ότι «δείχνει» συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα που στην ελληνική πανεπιστημιακή μικροκοινωνία και τον κύκλο της που είναι απολύτως αναγνωρίσιμα και αυτό το κάνει – λένε – επίτηδες. Ενας «νεωτερικός» τρόπος ανάμιξης της μυθοπλασίας με την απολύτως ρεαλιστική πραγματικότητα.
Aν και τα άτομα που εμπλέκονται αντιδρούν σε μια τέτοιου είδους διαπόμπευση, εν τούτοις (δυστυχώς; ευτυχώς;) η σκανδαλοθηρική διάσταση του εγχειρήματος νομίζω ότι δεν έχει μεγάλη εμβέλεια μια και είναι μια εσωτερική υπόθεση του κύκλου.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Πόλυ,
απ' όσο ξέρω η Σταυρακοπούλου έχει εμπλακεί σε δικαστήρια για προηγούμενο βιβλίο της. Αυτό όμως δεν ξέρω αν αποτελεί λογοτεχνικό εύσημο.
Πατριάρχης Φώτιος

βαγγελης ιντζιδης said...

με εκείνα και με τα άλλα
η καταγγελία επισκιάζει τη δημιουργία
φυσικό δεν είναι
όταν ο χρόνος της ίντριγκας
προσμετράται στο χρόνο της γνώσης
O Tempora o Mores
Aς επιστρέψω σε άλλα campus
όπου παράγονται κείμενα που διαφωτίζουν και αφυπνίζουν
βαγγέλης ι.

βαγγελης ιντζιδης said...

Ο συγγραφέας είναι η τερατώδης επέκταση του τίποτε (Γιώργος Χειμωνάς)

Sue G. said...

Καλησπέρα Πατριάρχα,

εκτός από τα βιβλία που αναφέρονται πιο πάνω, ένα άλλο δείγμα campus novel στα ελληνικά είναι και ο "Πλανήτης Πρέσπα" της Σ.Νικολαΐδου - λέω "δείγμα" γιατί δεν είναι αμιγές campus novel. Tο ένα μέρος του μυθιστορήματος (αυτό που εκτυλίσσεται στο παρόν) διηγείται τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε υψηλόβαθμους καθηγητές πανεπιστημίου και τις σχετικές ίντριγκες. Όλη η συζήτηση που γίνεται για τα πανεπιστήμια με κάνει να αναρωτιέμαι κατά πόσο αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας μας είναι το πανεπιστήμιο (μάλλον ρητορική είναι η απορία).

Όσον αφορά στην φιλία και την ηθική της, συμφωνώ με την Πελεγρίνα. Αλλά, Πελεγρίνα, it takes two to "tango" και από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω ότι είναι δύσκολο να βρεις ή να δημιουργήσεις τέτοιου είδους αμοιβαιότητα.

mariaba said...

Εντέλει είναι ζήτημα πανεπιστημιακού χώρου είτε είναι βαρετός είναι είναι ενδιαφέρων είτε αποδοτικός είτε όχι; Ή είναι και ζήτημα του συγγραφέα; Πώς ένας ικανότατος συγγραφέας -αφήνω εκτός συζήτησης τα κριτήρια που οδηγούν σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό και μένω μόνον στο επίθετο έστω συμφωνημένο-πώς λοιπόν θα διαχειριζόταν και θα απέδιδε τον χώρο αυτόν που υπάρχει, όπως κι αν είναι; Δεν θα είχε τη δυνατότητα να καταλήξει σε ένα καλό βιβλίο, και όχι απλά ενδιαφέρον ή με αφηγηματικές ελλείψεις;

Πάπισσα Ιωάννα said...

Sue,
ναι και ο "Πλανήτης Πρέσπα" ανήκει σ' αυτήν την κατηγορία των ημι-πανεπιστημιακών μυθιστορημάτων. Στην Ελλάδα δύσκολα θα βρει κανείς αμιγές παράδειγμα του είδους.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Mariaba,
σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση -τουλάχιστον θεωρητικά- θα έλεγα ότι έχεις δίκιο: ο συγγραφέας είναι αυτός που πλάθει το υλικό του και του δίνει την αισθητική ειόνα που αξίζει ή όχι. Αλλά σ' αυτό το είδος χρειάζεται μια έντονη τριβή με τον χώρο, μια παράδοση στο είδος και μια εμπλοκή με τους μηχανισμούς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και όχι απλώς την τετρατετή φοίτηση. Γι' αυτό άλλωστε στην Αγγλία έχει καλλιεργηθεί ευδοκίμως το είδος (κυρίως από καθηγητές του πανεπιστημίου: Λοντζ, Μπράντμπερυ κ.ο.κ.), ενώ στην Ελλάδα αδυνατεί να ακμάσει, ακριβώς επειδή το πανεπιστήμιο (όχι η φοιτητική ζωή) δεν είναι ενταγμένη πλήρως στην ελληνική κοινωνική ζωή.
Πατριάρχης Φώτιος

mariaba said...

Δεν διαφωνώ εντέλει με αυτά που λέτε σεπτέ Πατριάρχα, απλά και πάλι διερωτώμαι : ποιος έχει και την δέουσα τριβή και την ικανότητα για τέτοιο ενδιαφέρον είδος εν Ελλάδι΄ακόμα και εφόσον δεν είναι η πανεπιστημιακή ζωή και το Πανεπιστήμιο μέρος της κοινωνικής ζωής;Μάλλον δεν θα υπάρξει λοιπόν τέτοιο είδος -κάμπους νόβελ δηλαδή - στο άμεσο μέλλον, οπότε...

Anonymous said...

Νομίζω πως αδίκως είστε πολύ αυστηροί με την εν λογω συγγραφέα και πανεπιστημιακό. Μόλις διάβασα την κριτική της Κοτζιά, έσπευσα να προμηθευτώ το βιβλίο, το οποίο διαβάζεται απνευστί κυριολεκτικά.
Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα; Το ότι στερείται πλοκής; Το ότι τοποθετείται σ' ένα πλαίσιο θεματικό με το οποίο η ελληνική εξοικείωση είναι ανύπαρκτη; Το ότι θίγει καταστάσεις;
Δεν είχε λόγους να εξηγήσει ενδελεχώς την πανεπιστημιακή σαθρότητα. Σκοπός της ήταν να φτιάξει ένα μιθυστόρημα που να μπορεί να σταθεί στα πόδια του μ' ένα πρωταγωνιστικό δίπολο - και τα κατάφερε. Σκεφτείτε μόνο όλα εκείνα τα πολυπρόσωπα έργα που έχετε διαβάσει και σας έχουν εξουθενώσει. Φανταστείτε τον εαυτό σας να γράφει μυθιστόρημα με δυο κεντρικούς ήρωες και να μην πλήττει ο αναγνώστης μέχρι αηδίας. Και όμως. Κατόρθωσε να συγγράψει ένα έργο που είναι βαθιά μελέτη στα πιο ιδιόρρυθμα αβαθή της ανθρώπινης προσωπικότητας, της φιλίας και της λυκοφιλίας.

Εν τέλει, δεν αντιλαμβάνομαι την αρνητική προδιάθεση προς τη Σταυρακοπούλου και θλίβομαι όταν δεν εκτιμάται κάτι επιτυχές, που με τον παραμικρό κλυδωνισμό θα κατέληγε σε παταγώδη πτώση.