Thursday, April 30, 2009

2009 Έτος Γιάννη Ρίτσου

Επιτάφιος


Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές,
ἀνοίγω καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

Wednesday, April 29, 2009

2009: Έτος Γιάννη Ρίτσου

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

(Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, 102-118)

Sunday, April 26, 2009

Περιδιαβάζοντας… τον τύπο

1. “Έτος Ρίτσου φέτος κι ανά την επικράτεια έχουν αρχίσει οι εκδηλώσεις και τα αφιερώματα - ωραίον, αλλά στη χώρα που εκτρέφει τα τρωκτικά που της τρώνε την ψυχή, ουδέν το ωραίον αφήνεται αλώβητο να το φχαριστηθεί, αλλά αντιθέτως πρέπει κατά το δυνατόν να μιαίνεται, να το σκυλεύουν κυρίως οι γραικυλοραγιάδες - το εθνικό μας σπορ στους καιρούς της αποδόμησης χάριν της νέας τάξης.
Κι έτσι βγήκαν ήδη γνωστοί κομπογιαννίτες στο παζάρι κι άρχισαν να τιμούν τον Ρίτσο πέραν του καλού (της πολιτικής) και του κακού (της κομματικής του ταυτότητας). Όμως ο Ρίτσος ήταν πρώτα απ' όλα, πάνω απ' όλα και μέσα σε όλα κομμουνιστής.
Ο βυζαντινός Ρίτσος, ο σουρεαλιστής, ο λαϊκός, ο ερωτικός, ο λόγιος, ο ελληνιστής Ρίτσος, ο άρχοντας κι αντάρτης, ήταν όλα αυτά επειδή ήταν κομμουνιστής. Κι είναι πλέον κρίμα για τα ελληνικά γράμματα να τα ροκανίζουν συστηματικώς κάτι κατσαρίδες που στηρίζει η μια την άλλη, έχοντας πέρα απ' την ιστορία αιχμαλωτίσει και την τωρινή λογοτεχνική παραγωγή σε μια διαχείριση κομφορμιστική, ακλόνητα στοχοπροσηλωμένη στη φρικτή τους ιδιοτέλεια: να επιβιώσει η μετριότητά τους, κονταίνοντας τους γίγαντες κι ακρωτηριάζοντας εγκαίρως όσους γεννιούνται τώρα θέλοντας να υψωθούν και να μας ωφελήσουν.
Ο Ρίτσος ήταν κομμουνιστής, όπως ο Καβάφης ήταν Αλεξανδρινός κι ο Αθανάσιος Διάκος σφαχτάρι - τώρα, αν μεταμοντερνιστικώς ειπείν ο Καβάφης μπορεί να ήτο και εις αγαθός γέρων καλών προθέσεων - ό,τι πείτε…

(ΣΤΑΘΗΣ Σ. 24.IV.2009 stathis@enet.gr )

Απορία 1η: Είναι ο άνθρωπος μόνο μία ιδιότητά του και όλες οι άλλες απορρέουν από αυτήν; Μήπως συχνά είμαστε ένα πλέγμα ιδιοτήτων και δεν καθοριζόμαστε στο 100% από το “κύριο” χαρακτηριστικό μας;
Απορία 2η: Εγώ νόμιζα ότι ο Ρίτσος είναι ποιητής. Αν η ζωή του επηρεάζει την ποίησή του, με ενδιαφέρει. Αλλιώς υπήρχαν και άπειροι άλλοι κομμουνιστές που δεν τους ξέρω ούτε εγώ, ούτε –φαντάζομαι- κι ο κος Στάθης. Ή όχι;
Απορία 3η: Ό,τι στραβό και ανάποδο συμβαίνει σήμερα, είναι μεταμοντερνιστικό;
Απορία 4η: Όποιος προβάλλει και τα άλλα χαρακτηριστικά του Ρίτσου είναι γραικυλοραγιάς, κομφορμιστής, μετριότητα που υποβαθμίζει τους γίγαντες της λογοτεχνίας (ή μήπως της πολιτικής;)
Δεν μου αρέσουν οι υπερβολές, τα μεγάλα λόγια, οι αριστερίστικες (ή δεξιίστικες) μονομέρειες! Η λογοτεχνία δεν χαρακτηρίζεται από μονοσημία και έχει περάσει ο καιρός που έπρεπε να επικρατήσει μία ερμηνεία, αυτή μιας όποιας αυθεντίας.


2. Πολύ ζουμερό το αφιέρωμα της Athens Voice (23-28/4/2009) για το βιβλίο. 48 σελίδες κειμενάκια που αφήνουν το ίχνος τους στο βιβλίο του σήμερα. Διάφοροι συνεργάτες συστήνουν τα βιβλία που διαβάζουν, γίνεται εκτενής αναφορά σε νέους συγγραφείς, προβάλλεται –έστω και ως καταναλωτικό αγαθό, έστω και με λάθη σε τίτλους και ονόματα (λ.χ. συγγραφέας του “Η επιστροφή του Φρόιλερ” δεν είναι ο Μοσκόβου, που το μετέφρασε, αλλά ο Μονιούδης, ή ο λανθασμένος τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Σωτάκη)- το βιβλίο και πιο ειδικά η λογοτεχνία. Το σημαντικό είναι ότι το ευρύ κοινό ενημερώνεται για την τρέχουσα παραγωγή και εν μέρει παρωθείται στην ανάγνωση.

3. Ίσως ο Κούρτοβικ παρακολουθεί τα ιστολόγια και παίρνει αφορμές από αυτά. Αν δεν είναι έτσι, τότε πρόκειται για σύμπτωση, όπου ένα μικρό πνεύμα (εγώ) συνάντησε ένα μεγάλο (τον Κούρτοβικ). Γιατί; Γιατί ο κριτικός των Νέων αναφέρεται στο θέμα της εικόνας που έχει κάθε συγγραφέας για το έργο του και στο ποια εικόνα εντέλει προκύπτει από την πρόσληψη της δουλειάς του από τους άλλους, θέμα που είχε απασχολήσει το Βιβλιοκαφέ στην παρουσίαση του βιβλίου του Σπ. Γιανναρά “Ο Λοξίας” (9.3.2009), στην ανάρτησή μου για το αν πρέπει ή όχι να απαντά ο συγγραφέας (14.3.2009) και στην άποψη του Έκο επ’ αυτού (17.3.2009).
Ιδού τι γράφει ο Κούρτοβικ στα Νέα, 25.4.2009 (http://digital.tanea.gr/ClipForm.aspx?nid=12311180):
«…πολλοί συγγραφείς δεν έχουν συνείδηση του γιατί είναι σημαντικό ένα βιβλίο τους (φυσικά, πολύ περισσότεροι είναι εκείνοι που δεν έχουν συνείδηση του γιατίδενείναι σημαντικό). ΄Ενας συγγραφέας μπορεί να γράψει ένα σπουδαίο βιβλίο για «λάθος» λόγους ή, τέλος πάντων, να βλέπει το βιβλίο του πολύ διαφορετικά από εκείνους που το εξύμνησαν και το ανέδειξαν. Ο Κάφκα (ο οποίος, για να μην παρεξηγηθώ, είχε πολύ πιο ανεπτυγμένη λογοτεχνική συνείδηση από τον συγγραφέα της ιστορίας μου) θεωρούσε ότι τα μυθιστορήματά του ήταν κωμικά, έτσι μάλιστα τα αντιλαμβάνονταν και οι φίλοι του, στους οποίους διάβαζε αποσπάσματά τους. Ποιος θα τολμούσε σήμερα να πει ότι είναι κωμικά αυτά τα αφηγήματα, που ο στάνταρ χαρακτηρισμός τους είναι «εφιαλτικά»;» «Το δυστύχημα (ή, όπως είδαμε, σε ορισμένες περιπτώσεις το ευτύχημα) είναι ότι ένας συγγραφέας δεν μπορεί να αντικρούσει δημόσια τις μονομερείς ή στρεβλές αναγνώσεις του βιβλίου του. Όχι μόνον επειδή το απαγορεύει η δεοντολογία ή η αξιοπρέπεια, αλλά προπαντός επειδή ελάχιστοι συγγραφείς είναι σε θέση να εξηγήσουν με πειστικό και, κατά το δυνατόν, ολοκληρωμένο τρόπο αυτό που έχουν γράψει. Ένας σημαντικός συγγραφέας συλλαμβάνει, κατά την κυοφορία και την ανάπτυξη ενός έργου του, περισσότερα πράγματα από τον καλύτερο κριτικό του, αλλά μπορεί να διατυπώσει λιγότερα. Η μόνη γνωστή μου περίπτωση συγγραφέα που κατάφερε να ξεφύγει από αυτό τον κανόνα είναι ο Ουμπέρτο Έκο, του οποίου το Επιμύθιο στο «Όνομα του ρόδου» είναι ένα εκπληκτικό λογοτεχνικό δοκίμιο, ίσως γοητευτικότερο και σημαντικότερο από το ίδιο το Όνομα του ρόδου.».
Ουδέν άλλο σχόλιο...

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, April 22, 2009

Schwarzer Kaffee.Περικλής Μονιούδης

“Η επιστροφή του Φρόιλερ”
μετφ. Σπ. Μοσχόβου
εκδόσεις Εστία
2009


Άλλου είδους ελληνικότητα;

Ο τίτλος του ποστ παραπέμπει στο άρθρο της Χαρτουλάρη (17.4.2009), το οποίο παρουσίαζε τον Τζέφρυ Ευγενίδης και τον Τζωρτζ Πελεκάνος (Έλληνες της Αμερικής) ως φορείς μιας άλλου είδους ελληνικότητας. Αναρωτιέμαι αν Έλληνες δεύτερης ή τρίτης γενιάς, που μιλάνε ελάχιστα ή καθόλου ελληνικά, που διατηρούν με την Ελλάδα τη σχέση πολλών Αθηναίων με το χωριό του παππού τους (δηλαδή απειροελάχιστη) έχουν ελληνική συνείδηση και αυτή φαίνεται –συνειδητά ή μη- στα έργα τους.
Ο Περικλής Μονιούδης, γεννημένος στην Ελβετία το 1966, γράφει τις ιστορίες του στα γερμανικά. Αλλά η ματιά του δεν έχει κανένα ελληνικό γνώρισμα, ούτε προς την γενέτειρά του ούτε προς την Ελλάδα. Αποτέλεσμα: η πρώτη μη λογοτεχνική υπόθεση, με την οποία προσέγγισα το έργο, να διαψεύδεται, χωρίς αυτό φυσικά να έχει σχέση με την επιτυχία του έργου. Ωστόσο, επειδή “τα όρια της γλώσσας μου είναι και τα όρια του κόσμου μου”, όπως είπε ο Βιτγκενστάιν, το όνομα Μονιούδης, όπως και πολλά ελληνικής καταγωγής, είναι πλέον καταχωρισμένα σε άλλες λογοτεχνίες. Το ζήτημα είναι αν έμμεσα περνάνε και λίγο Ελλάδα στα έργα τους, κάτι που –επαναλαμβάνω- δεν τα κάνει καλύτερα ή χειρότερα.
Ας μείνουμε, λοιπόν, στην αστυνομική υφή του μυθιστορήματος. Ο φόνος αποκαλύπτεται εξ αρχής, αλλά η επίσημη θέση είναι πως πρόκειται για αυτοκτονία. Μόνο ο ανακριτής Φρόιλερ αμφιβάλλει κι αρχίζει να ψάχνει τον περίγυρο του πλούσιου Μόζερ, ελέγχει τους οικείους και φίλους του, μένει μάλιστα και στο άδειο σπίτι του, αρχίζει να ταυτίζεται με τον νεκρό και να σκέφτεται, όπως εκείνος. Εντέλει αποκαλύπτει τον ένοχο με μικρή μόνο δόση αιφνιδιασμού για τον αναγνώστη, αφού έτσι κι αλλιώς όλο το στόρι κυλάει αργά και ράθυμα: διαβάζεις και δεν μαθαίνεις σχεδόν τίποτα.
Το στοίχημα λοιπόν της ενδιαφέρουσας πλοκής χάνεται, ενώ ήδη έχει καταπέσει –σχεδόν από την αρχή του έργου- η περίπτωση της ανανέωσης του είδους που το θέλει πιο πολύ κοινωνικοπολιτικό, παρά λογοκρατικό. Η απόπειρα ταύτισης ανακριτή και θύματος, πέρα από το γεγονός ότι είναι επιδερμική και αστήρικτη εν πολλοίς, δεν έρχεται να ενισχύσει τον τελικό σκοπό της αυτογνωσίας και της αναγνωστικής συνταύτισης με τους δύο ήρωες, τον νεκρό και τον ζωντανό.
Συμπέρασμα: περνάς καλά γιατί ψάχνεις τον δράστη, αλλά ποτέ δεν συγκλονίζεσαι με την ένταση, την αγωνία ή την κοφτερή ματιά.
Ξαναγυρίζω στο αρχικό θέμα. Υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς που ζουν στο εξωτερικό, όπως ο Β. Αλεξάκης, ο Θ. Καλλιφατίδης, ο Π. Καρνέζης, ο Α. Φιορέτος εκτός των προαναφερθέντων. Άλλοι από αυτούς γράφουν στα ελληνικά (ή γράφουν και στις δύο γλώσσες) κι άλλοι γράφουν μόνο στην ξένη γλώσσα. Άλλοι από αυτούς –ασχέτως γλώσσας- περνάνε στο έργο τους ελληνικότητα, όπως κι αν οριστεί αυτή, κι άλλοι λογοτεχνικά αφίστανται και υιοθετούν πλήρως τη νέα τους κουλτούρα.

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, April 21, 2009

Αληθώς ανέστη

Ανάσταση

Ανάσταση! Και μέσα στην καρδιά μου,
που μαύροι τη μαράνανε χειμώνες,
μιας άνοιξης αυγή γλυκοχαράζει
κι ανθίζουν μενεξέδες κι ανεμώνες.

Ανάσταση! Και μέσα στην καρδιά μου,
που τη σπάραξαν άγρια οι στείροι πόνοι,
ολόδροσο, ουρανόσταλτο βλαστάρι
θεϊκής χαράς αρχίζει να φυτρώνει

Θεϊκής χαράς! Ω Σταυρωμένη Ελπίδα!
καθώς σε βλέπω αναστημένη πάλι,
αθάνατη, απροσμάχητη, μεγάλη,

κάμε το θαύμα που ποτέ δεν είδα!
ό,τι νεκρό του μυστικού μου κόσμου,
παρακαλώ Σε, ανάστησέ το εντός μου!
(Γ. Βερίτης)
Εύχομαι πρώτα απ' όλα να αναστήσουμε τα παροπλισμένα όνειρα και τις χαμένες δυνάμεις που κρύβουμε μέσα μας.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 16, 2009

Καλή Ανάσταση!

Κώστας Βάρναλης “Οι πόνοι της Παναγιάς”

“Πού να σε κρύψω, γιόκα μου,
να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού,
σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά
τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής
ταχιά θενά σπαράξεις.

Kι αν κάποτε τα φρένα σου
μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού,
παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή
σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς,
τόσες θα σε σταυρώσουν!”
...
Πάνω σε κάθε Γολγοθά στήνεται ένας σταυρός, αλλά πάντα μετά ακολουθεί μια Ανάσταση. Να τη ζήσουμε όλοι.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 13, 2009

Λουκουμαδάκια νηστίσιμα: εφημερίδες και λογοτεχνία

Αν κάποιος ήθελε να αποτυπώσει την κατάσταση του έντυπου τύπου στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στα θέματα του βιβλίου, θα έπρεπε να σταθμίσει πόσο μεγάλο άνοιγμα έχουν κάνει οι εφημερίδες ειδικά από το 1997, όταν πρωτοξεκίνησε “Το Βήμα” το ένθετό του για το βιβλίο. Σήμερα, η κατάσταση στα ένθετα παρουσιάζει μια ανισοϋψία, που άλλοτε προκαλεί τον αναγνώστη κι άλλοτε τον αποθαρρύνει. Η γενικότερη αίσθηση που έχω είναι ότι πλέον δεν μπορεί κανείς να κάτσει για καφέ και να διαβάσει τα βιβλιόφιλα ένθετα, γιατί αυτά ξεφυλλίζονται εν ριπή οφθαλμού και γρήγορα ξεχνιούνται. Πιο συγκεκριμένα:
-Βιβλιοδρόμιο, “Τα Νέα” (Σάββατο): κατά τη γνώμη μου το καλύτερο πλέον ένθετο, που επιτυγχάνει μια θαυμαστή ισορροπία μεταξύ δημοσιογραφίας και κριτικής, βιβλιοπαρουσιάσεων και θεμάτων γύρω από το βιβλίο. Από τη μια, η Χαρτουλάρη ξέρει να χειρίζεται την επικαιρότητα και να την προβάλλει καίρια, ενώ και ο Πιμπλής πιάνει συχνά τον παλμό της με εύστοχα κείμενα. Φυσικά κολώνα του Βιβλιοδρόμιου είναι ο Κούρτοβικ, ο οποίος βλέπει με χίλια μάτια την πεζογραφία, κρίνει και ερμηνεύει με μεγάλη οξύτητα, καταγράφει γενικότερες θέσεις και -παρά τη διαπιστωμένη εμπάθεια των αιχμών του- μιλάει τις περισσότερες φορές με ζωντάνια χωρίς να στερείται επιχειρημάτων. Μειονεκτήματα; 1. Η απουσία της ποίησης ως αντιεμπορικού προϊόντος, 2. Το συνονθύλευμα συγγραφέων που εμφανίζονται κατά καιρούς και γράφουν για συναδέλφους τους με πολύ εμπειρικά κριτήρια.
Το βασικό είναι ότι το “Βιβλιοδρόμιο” διαβάζεται αργά και με μεστότητα, καθώς μπορείς να σταθείς σε απόψεις και να προβληματιστείς ουσιαστικά.
-Βιβλία, “Το Βήμα” (Κυριακή): η διεύθυνση φαίνεται ξεκάθαρα ότι περιόρισε την αξία του ενθέτου της κι έτσι ο αναγνώστης της Κυριακής δεν μπορεί πλέον να ρουφήξει ό,τι θα τον συγκινούσε παλιότερα. Η στροφή στα διεθνή με προβολή ξενόγλωσσων βιβλίων δεν θα ήταν κακή σε μια ορισμένη αναλογία. Αλλά το Βήμα αποφάσισε να απαξιώσει την ελληνική παραγωγή, να διώξει την κριτικό που είχε (Θεοδοσοπούλου) και αφέθηκε στην πολυμάθεια του Βιστωνίτη και στις συνεντεύξεις της Κέζα. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι Νέες εποχές, όπου μπορεί κανείς να σταθεί και να ακούσει μεστό λόγο για το βιβλίο, την τέχνη, τη φιλοσοφία, την παιδεία κλπ.
-Βιβλιοθήκη, “Ελευθεροτυπία” (Παρασκευή): η αλλαγή που έγινε πριν λίγο καιρό έκανε το ένθετο, τουλάχιστον προς το παρόν, άνευρο και ανούσιο. Η παραγνωρισμένη ποίηση ασφαλώς και πρέπει να ακούγεται αλλά όχι με τη λογική περιοδικού. Δεν είναι δυνατόν να βαλαντώνει το ένθετο με σελίδες ποιητικών οραμάτων (λ.χ. της Λαϊνά), με παρένθετα ποιήματα και με πάμπολλες αναφορές σε ποιητές, ζώντες και νεκρούς. Καλύτερη αναλογία, αυτό χρειάζεται. Από την άλλη αυτές οι σελίδες για τη μουσική πολύ εγκάθετες μού φαίνονται και εκτός κλίματος. Τέλος, όλοι αυτοί που παρελαύνουν από τις σελίδες κριτικής φαίνονται πιο πολύ σαν πανελίστες, φευγαλέοι και εφήμεροι, παρά ως άτομα με σταθερή παρουσία. Πέρα από τη Θεοδοσοπούλου, πού είναι ο Χατζηβασιλείου και μερικοί άλλοι –παλιοί και νέοι- με σταθερή, επαναλαμβανόμενη παρουσία; Το όλο ένθετο μοιάζει χωρίς ταυτότητα, αλλά ελπίζω, επειδή είναι αρχή ακόμα, να αναθεωρηθούν οι κατευθύνσεις του. Περιμένω πολλά από τη Βιβλιοθήκη...
- “Καθημερινή” (Κυριακή): χωρίς να έχει ειδικό ένθετο, έκανε μια διακριτική αλλά αξιοπρόσεκτη στροφή. Αραίωσε τις στήλες και τις επικεφαλίδες των άρθρων, σαν να μεγάλωσε τον χώρο για το βιβλίο, πρόβαλε λίγο καλύτερα την Κοτζιά και τη Δημητρούλια. Η Σελλά πάντα μού άρεσε για τα ρεπορτάζ της. Καλό είναι η Κοτζιά να μη γράφει κάθε Κυριακή, γιατί αναγκάζεται να μιλά και για ανούσια έργα.
- “Αυγή” και Ελεύθερος Τύπος (Κυριακή): με ένθετα ή χωρίς, προσπαθούν να καλύψουν το βιβλίο με αξιόλογες προσπάθειες. Αλλά όσο μένουν στα στενά κομματικά και ιδεολογικά πλαίσια (Αυγή) ή δεν ενισχύουν τον λόγο τους με κριτικούς, συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους, θα μένουν στο περιθώριο για τους λίγους αναγνώστες τους που ούτως ή άλλως διάβαζαν την εφημερίδα.
Θέλω να γυρίζω από τη δουλειά την Παρασκευή το απόγευμα και, αφού ασχοληθώ με την οικογένεια, να πάρω την Ελευθεροτυπία και να αράξω στον καναπέ βυθιζόμενος στη Βιβλιοθήκη. Ή την Κυριακή –αφού κάνω τη λειτουργία μου στο Φανάρι!- να κάτσω για καφέ και να ρουφήξω τις κυριακάτικες εφημερίδες με τα βιβλιόφιλα ένθετά τους. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να έχουν κείμενα άποψης, συνεντεύξεις, αφιερώματα (που σαν τα ξεχάσανε), βιβλιοπαρουσιάσεις, ειδήσεις και σχόλια από τον χώρο του βιβλίου, επικαιρότητα αλλά και ερμηνείες, προτάσεις για βιβλία που δεν ξέρω, αλλά και τοποθετήσεις για βιβλία που έχω ήδη διαβάσει…
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 09, 2009

Κυπριακός καφές: Στέφανος Σταυρίδης

“Η βιβλιοθήκη του Ραβέλ”
Εκδόσεις Καστανιώτη
2008

37άρης συγγραφέας με πηγαίο χάρισμα στην αφήγηση. Εννέα διηγήματα που συγκεντρώνονται από διάφορα περιοδικά στα οποία είχαν πρωτοκυκλοφορήσει. Η γενική εντύπωση είναι πολύ ενθαρρυντική, καθώς ο αναγνώστης μπαίνει σε έναν μπορχεσιανού τύπου κόσμο, όπου το μυστήριο –απλό και χωρίς αγωνία- συνοδεύει τις κινήσεις των πρωταγωνιστών. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο διήγημα που χάρισε το όνομά του σε όλη τη συλλογή: εδώ κυριαρχεί η τεράστια όσο ένα νησί βιβλιοθήκη, που επιχειρεί να στεγάσει τη γνώση όλου του κόσμου, σε έντυπη, ηλεκτρονική και ονειρική μορφή.
Αλλά και τα άλλα διηγήματα κινούνται με κέντρο έναν εσωστρεφή ποιητή που δεν θέλει να δημοσιεύσει, έναν προληπτικό ερευνητή που μελετά το χειρόγραφο Βόινιτς (βλ. και το προηγούμενο βιβλίο του Κονιδάρη), δυο φίλους που αναζητούν μια παράξενη γλώσσα, απόρροια των μυστικών υπηρεσιών της χούντας, έναν άνθρωπο που ζει διπλή ζωή όταν κοιμάται.
Η γραφή κυλάει αβίαστα, ο αναγνώστης δεν ψάχνει να βρει πίσω από τις λέξεις βαθύτερα νοήματα, αλλά παρασύρεται στον μικρόκοσμο κάθε διηγήματος και αδημονεί για τη συνέχεια. Κάθε ιστορία προσελκύει με τον συνδυασμό σασπένς και ευρηματικότητας, απλότητας και σαφούς σχεδίου, ανεμελιάς και ταχύτητας. Πολλές φορές βέβαια πλανάται μια απλοϊκότητα σε όσα λέει και ενίοτε η τραβηγμένη από τα μαλλιά ιστορία οδηγείται σε αφελείς εξηγήσεις, όπως λ.χ. με τη μυστική γλώσσα της ΚΥΠ.
Τι περιμένω; Να δω τι μπορεί ο Κύπριος συγγραφέας να κάνει σε ένα μυθιστόρημα, όπου η γοργή αφήγηση πρέπει να συνδυαστεί με στιβαρή δομή, που να μην κάνει κοιλιές. Να τον δω σε ιστορίες που πίσω από την επιφάνεια μιας απολαυστικής ιστορίας θα κρύβεται και μια πιο κοφτερή ματιά και όχι μόνο μια έξυπνη σύλληψη.
Πάντως δεν είναι λίγο να κρατάει τον αναγνώστη στα δίχτυα της περιέργειας και στη μαγεία της αφήγησης.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 06, 2009

Χυμός μανταρίνι, πορτοκάλι και σαγκουίνι: παιδικό βιβλίο

Γνωστοί συγγραφείς γράφουν για παιδιά…

Την Πέμπτη εορταζόταν η Παγκόσμια Ημέρα παιδικού βιβλίου και όλοι εμείς οι γονείς θα έπρεπε να παρακινηθούμε να δούμε αλλιώς τον κόσμο του παιδικού βιβλίου. Δυστυχώς δεν είδα τίποτα σπουδαίο και ευτυχώς που στα Νέα (4.4.2009) γεύτηκα μια πλειάδα έργων που μπορούν να δώσουν ιδέες για μικρούς αναγνώστες.
Αυτό ωστόσο που με έβαλε σε σκέψεις και πυροδότησε μια συγκρατημένη χαρά είναι οι δοκιμές στην παιδική λογοτεχνία συγγραφέων που μπαίνουν στον χώρο ύστερα από θητεία στον χώρο του βιβλίου για ενήλικες. Δίπλα στους ευδοκίμως συγγράφοντες Ζέη, Σαρρή, Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Σίνου, Κοντολέοντα, Ηλιόπουλο, Ψαραύτη κ.ο.κ., καταγράφω ενδεικτικά από την πρόσφατη σοδειά:
- Αλ. Σταμάτης, “Ο Άλκης και ο λαβύρινθος” (μάλιστα κέρδισε και Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Παιδικού Βιβλίου (το ελληνικό τμήμα της IBBY)).
- Π. Τατσόπουλος, “Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι”
- Α. Μιχαλοπούλου, “Ο Ισίδωρος και ο ναυαγός” (δεν είναι η πρώτη
φορά που η συγγραφέας ασχολείται με το παιδικό βιβλίο)
και από παλιότερα χρόνια:
- Π. Χατζόπουλος, “Η εξαφάνιση της Ντόροθυ Σνοτ” (βραβείο «διαβάζω»)
Πώς αποφασίζει ένας γνωστός συγγραφέας να δοκιμάσει και στα νερά της παιδικής λογοτεχνίας, όπου οι δάφνες είναι σαφώς ευτελέστερες. Έκανε παιδί και στρέφεται σ’ αυτό ως αναγνώστη; Θέλει να δοκιμάσει σε έναν χώρο, όπου εκτός από το αισθητικό «πώς» χρειάζεται να ελέγξει και το παιδαγωγικό, και επομένως να τριβεί με νέες δυνατότητες της λογοτεχνίας; Είναι της μόδας; Βλέπει το αναγνωστικό κοινό ως εύφορο έδαφος πωλήσεων; Αντιλαμβάνεται την αξία της παιδικής λογοτεχνίας μέσα από διαβάσματά του και επιχειρεί να συντρέξει στις τάξεις της;
Όποιος κι αν είναι ο λόγος που ώθησε έναν γνωστό συγγραφέα για ενήλικες να στραφεί στην παιδική λογοτεχνία, είναι αισιόδοξο και ενθαρρυντικό να βλέπουμε γνωστά ονόματα του χώρου να γράφουν κατ’ ανάγκη αλλιώς από ό,τι μας είχαν συνηθίσει και να δοκιμάζουν σε έναν τομέα που χρειάζεται ενίσχυση και εμπλουτισμό. Να είναι καλά.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 02, 2009

Καφές Λουμίδη παπαγάλου: Ονόματα

Συλλογικό έργο
Εκδόσεις Κέδρος

Μια συλλογή διηγημάτων συνήθως μου προκαλεί ανία, ειδικά όταν ανήκουν σε διαφορετικά πρόσωπα, αφού δεν έχω κίνητρο να διαβάσω όλη τη συλλογή.
Στα «Ονόματα» ωστόσο βρήκα δύο ειδών κίνητρα: αφενός θέλησα να δω δείγματα γραφής μιας πλειάδας νέων ως επί το πλείστον δημιουργών, ένα μικρό διήγημα από τον καθένα σαν συστατική επιστολή για το έργο του. Και αφετέρου με προκάλεσε η ιδέα μιας ιστορίας πάνω σε πραγματικά πρόσωπα, όχι φυσικά με τη στασιμότητα του ιστορικού αφηγήματος, ούτε με την εμμονή στην αλήθεια της μυθιστορηματικής βιογραφίας, αλλά με τη λοξή ματιά του σήμερα στο χθες.
Αποζημιώθηκα σε μεγάλο ποσοστό, αφού μερικά από τα διηγήματα της συλλογής κλείνουν μέσα τους τη φυσιογνωμία του δημιουργού, το στίγμα του επωνύμου αλλά και τη λογοτεχνική αξία μιας αυθύπαρκτης ιστορίας. Ξεχωρίζω μερικά από αυτά:
Ο Χρήστος Αστερίου γράφει ένα διήγημα με δυνατό λόγο, σφριγηλό και ερεθιστικό ύφος, δεξιοτεχνική αφήγηση που καταλήγει στο τέλος να κλείνει με πειστικότητα αλλά ταυτόχρονα να χτυπάει δυνατά τον παλμό της ανάγνωσης.
Ο Νίκος Βλαντής, ενώ δεν διακρίνεται για το καλοδουλεμένο ύφος του, αναφέρεται στον Αντρέα Παπανδρέου (τι πάθανε όλοι τελευταία;) και παίζει καλά το θέμα της πατροκτονίας και της πολιτικής ενηλικίωσης.
Η Άντζελα Δημητρακάκη κινείται στα γνωστά νερά του φεμινισμού, που προσπαθεί να ιδωθεί στην πράξη. Γράφει ένα επιστολικό διήγημα το οποίο, ενώ εκ φύσεως του είδους είναι στάσιμο, εδώ έχει ένα ρυθμό. Παρατήρηση: τα ουγγρικά δεν είναι σλάβικη γλώσσα.
Η Βίβιαν Ευθυμοπούλου (ομολογώ δεν την έχω ξαναδιαβάσει) αφήνει καλές εντυπώσεις με τα διλήμματα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς και με το γοργό ύφος της, το οποίο όμως δεν είναι λαχανιασμένο και χειμαρρώδες.
Η Έλενα Μαρούτσου γράφει πάλι για ποιητή (τον Καρυωτάκη) μετά το μυθιστόρημά της που αναφερόταν και στον Λιβαδίτη. Ένα κουαρτέτο εραστών με ιδιαίτερα προσεγμένες σχέσεις και μαεστρική σύνδεση των νημάτων. Αξιοπρόσεκτοι οι δανεικοί ήρωες που ζουν έξω από τα ποιήματα.
Ακόμα και τα υπόλοιπα διηγήματα κλείνουν το σύνολο χωρίς αστοχίες ή συγγραφικά παρατράγουδα. Ο Χρυσόπουλος μιλάει για τον Μπρέζνιεφ, ο Τσίρος για τον Καστοριάδη, ο Σωτάκης για τον Χριστό, η Ριζιώτη για την Μπάσιντζερ, η Παπαλιού για τον Ντόιλ, η Λαμπροπούλου για την Γουάινχαουζ, η Κιτσοπούλου για τον Παπαδιαμάντη, ο Κατσουλάρης για τον Κένεντι και ο Γεωργίου για τον Λο. Το σύνολο αποζημιώνει πέρα από τα επιμέρους που εντείνουν την απόλαυση.

Πατριάρχης Φώτιος