Monday, April 27, 2015

Γιατί δεν έχουμε (ανάλογα με το μπάσκετ) καλή πεζογραφία

 
(συνέχεια από το προηγούμενο)


          Στην ποίηση (στην οποία έχουμε δρέψει δάφνες -Σεφέρης, Ελύτης-, έχουμε ποιητές παγκόσμιας εμβέλειας –Καβάφης- και συνεχίζουμε να εξαγάγουμε ονόματα που μεταφράζονται και ακούγονται στη διεθνή σκακιέρα), τα πράγματα μπορούν να εξηγηθούν με όρους μπάσκετ. Η παράδοση αιώνων, η δυνατότητα δουλειάς στη μικρή φόρμα, η πολυεπίπεδη ελληνική γλώσσα, η συναισθηματική πληθωρικότητα που μπήκε σε καλλιτεχνικούς δρόμους, η επαφή με τη Δύση και τις τάσεις-της, ο κοσμοπολιτισμός που έφερε τα νέα ρεύματα, η ώσμωση δυτικών και εγχώριων μοντέλων, η έντονη ατομικότητα κ.ο.κ. εξηγούν τη συνέχεια μιας ποιοτικής γραμμής.
          Στην πεζογραφία η ελληνική παράδοση περιορίζεται τυπικά στα 180 χρόνια, αλλά ουσιαστικά δουλειά πάνω στο μυθιστόρημα έχουμε μόνο 80. Έτσι, επειδή ακριβώς το είδος είναι απαιτητικό και πολυδιάστατο, δεν είναι εφικτό να αφομοιώσουμε εύκολα τις νέες τάσεις και να τις εφαρμόσουμε στο δικό-μας περιβάλλον. Μέχρι να το κάνουμε περνάνε μερικά χρόνια έως δεκαετίες, η υπόλοιπη ευρωπαϊκή και διεθνής παραγωγή εξελίσσεται κι εμείς μένουμε πάλι πίσω.
Σ’ αυτό φταίει και η ελληνική αδυναμία της πειθαρχίας και της οργάνωσης. Τα υλικά ενός μυθιστορήματος, που απλώνονται από τους χαρακτήρες έως τη γλώσσα κι από την πλοκή έως την ατμόσφαιρα, δεν τιθασεύονται από το ελληνικό μυαλό που είναι κατά βάση φυγόκεντρο και απείθαρχο, συχνά στενά αυτοβιογραφικό και όχι συνθετικό και πολυσυλλεκτικό. Στην ποίηση αυτή η απειθαρχία βγάζει λαγούς, αλλά στην μυθιστορηματική πεζογραφία είναι ατελέσφορη. Γι’ αυτό μάλλον εξηγείται και η ποιότητα των ελληνικών διηγημάτων, που εστιάζουν στη στιγμή, στην κορύφωση, κι έτσι δεν χρειάζονται τη σφιχτή πλοκή και την αυστηρή οργάνωση.
Ναι αλλά πού οφείλονται όλα αυτά, εκτός κι αν κανείς αφελής υποστηρίξει ότι είναι εγγενείς αδυναμίες-μας, ελληνικά γονίδια και ραγιάδικες καταβολές που δεν μπορούν να αλλάξουν;
Το παράδειγμα με το μπάσκετ δείχνει ότι η ανάδειξη μεγάλων ομάδων βασίζεται στην πλήρη οργάνωση, ακόμα και σε θέματα λεπτομερειών όπως σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνει η ομάδα, τι θα φάει, πόσα μπουκάλια νερό θα πρέπει ο φροντιστής να φέρει στην προπόνηση κ.ο.κ. Στους εκδοτικούς οίκους δεν παρατηρείται ανάλογη οργάνωση, που φαίνεται από το ποιος είναι αναγνώστης και επομένως σκάουτερ κειμένων μέχρι ποιος επιλέγει το εξώφυλλο. Και το κυριότερο απουσιάζει ο επιμελητής, ο υπεύθυνος εκείνος που θα ρετουσάρει το χειρόγραφο, θα μιλήσει με τον συγγραφέα για μικρές και μεγάλες αλλαγές, που θα υποδείξει ατέλειες και θα προτείνει διορθώσεις, φυσικά όχι μόνο σε γλωσσικό επίπεδο. Αντίστοιχα απουσιάζει μια σθεναρή κριτική που να αντιπολιτεύεται και όχι να λειτουργεί συγκαταβατικά κι απλόχερα παρωθητικά, να κρίνει και να βοηθά στον διάλογο, να δείχνει δρόμους, να ωθεί στην αυτοσυνειδησία του πεζογράφου.
Το μυθιστόρημα δεν είναι απλώς προϊόν της συγγραφικής προσπάθειας, αλλά πρέπει να είναι της πολλαπλής επεξεργασίας από διάφορα χέρια και μάτια, της παλίμψηστης δράσης έμπειρων επαγγελματιών που θα επέμβουν –με τη θέληση του δημιουργού- ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι πολύ καλύτερο από την πρώτη συγγραφική δουλειά. Ξεκινά σε συλλογικό επίπεδο πριν ξεκινήσει το γράψιμο και τελειώνει, αν τελειώνει, με τη μετάφρασή-του σε άλλη γλώσσα. Είναι το τελικό προϊόν μιας υποσυνείδητης διεργασίας που προάγεται με διαβάσματα, πολιτισμικές εγγραφές, κριτικούς διαλόγους…
Ανάλογη απουσία συντεταγμένης πολιτικής απουσιάζει από τον τρόπο προώθησης των βιβλίων στο εξωτερικό. Οι ατζέντηδες μόλις τα τελευταία χρόνια έχουν αναλάβει δράση, οι επιχορηγήσεις για μεταφράσεις είναι μηδαμινές, η κεντρική στρατηγική ώστε τα αξιόλογα έργα να προβληθούν στις μεγάλες αγορές είναι επιδερμική… Λείπει, όπως το ψυχανεμίζομαι, ένα μάρκετινγκ που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να προβάλει την ελληνική πεζογραφία ως εφάμιλλη πολλών άλλων περιφερειακών λογοτεχνιών, αλλά και ως αντάξια των μεγάλων λογοτεχνιών, που έχουν και το πλεονέκτημα της γλώσσας.
Με άλλα λόγια πιστεύω ότι δεν λείπει η ποιότητα (υπάρχει έστω κι αν περιορίζεται σε λίγες πέννες και σε λίγα βιβλία), αλλά η φυτωριακή ευρύτερη παραγωγή-της, η οργανωμένη επεξεργασία-της, η ανάδειξή-της και η εκστρατεία πειθούς των ξένων για την αξία της ελληνικής πεζογραφίας. Οι ίδιοι οι συγγραφείς λειτουργούν ατομικά, γράφουν και ακούνε τους φίλους-τους, συναντάνε μια κριτική των καλών λόγων, ομφαλοσκοπούνται (ευτυχώς η επαφή με την Ευρώπη και την Αμερική τους κάνει πιο εξωστρεφείς όλο και περισσότερο), αλλά δεν έχουν το συμπαγές εκείνο περιβάλλον που θα τους βοηθήσει να αξιοποιήσουν τις ιδέες, τα ρεύματα, τις τάσεις, τη γλώσσα και να γράψουν κορυφαία.
(τέλος Β΄ μέρους) 

[Οι εικόνες που συνοδεύουν αυτό το Β΄ μέρος αντλήθηκαν από: www.enet.gr, imgkid.com, blogs.sch.gr, www.zazzle.com, everydaylife.globalpost.com, www.ehlingmedia.com και www.guidingtech.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, April 25, 2015

Γιατί έχουμε καλό μπάσκετ

Ο τίτλος της ανάρτησης παραπέμπει καταρχάς στο μπάσκετ (Α΄ μέρος) και θα οδηγήσει στον παράπλευρο στόχο, που είναι η λογοτεχνία (Β΄ μέρος), μέσα από μια αναλογία. Για να εξηγήσω γιατί η λογοτεχνία (ειδικά η πεζογραφία) δεν μπόρεσε ακόμη να ανεβεί σε επίπεδα υψηλών διακρίσεων, θα δείξω πρώτα πώς (αντίθετα) αναπτύχθηκε η καλαθοσφαίριση στην Ελλάδα σε σημείο να θεωρούμαστε μια υπερδύναμη στην Ευρώπη αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
          Λοιπόν, η αναρρίχηση του ελληνικού μπάσκετ στις κορυφές του παγκόσμιου αθλητισμού (o Ολυμπιακός στο Final 4, όπου βρίσκονται επίσης ο προπονητής της CSKA Ιτούδης, ο παίχτης της Ρεάλ Μπουρούσης, ο παίχτης της Fenerbahce Ζήσης / ο Παναθηναϊκός στους 8 / οι δυο αυτές ομάδες 9 συνολικά έως τώρα φορές πρωταθλήτριες Ευρώπης / η Εθνική Ομάδα Μπάσκετ δις πρωταθλήτρια Ευρώπης (1987 και 2005), σχετικά υψηλές θέσεις στις διοργανώσεις κ.λπ.) προϋποθέτει μερικές συνθήκες που το οδήγησαν σταδιακά ως εδώ.

1.     Κάποιες πρώτες επιτυχίες, όπως η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων από την ΑΕΚ το 1968.
2.     Χτίσιμο από την μπασκετική κοινότητα πάνω σ’ αυτήν την επιτυχία, καταρχάς με το να τη θεωρεί φωτεινό οδηγό για το μέλλον.
3.     Δημιουργία ανταγωνιστικού πρωταθλήματος τη δεκαετία του ’80, όπου οι παραδοσιακές δυνάμεις (Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός κ.ο.κ.) υποσκελίζονται από τις ομάδες της Θεσσαλονίκης. Η διεξαγωγή του πρωταθλήματος με όρους play off και η διαμάχη Άρη και ΠΑΟΚ δυνάμωσε το ελληνικό μπάσκετ.
4.     Η προσέλκυση ελλήνων αθλητών από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα (φυσικά εννοώ τον μέγιστο Νίκο Γκάλη, τους Τζον Κόρφα, Ντέιβιντ Στεργάκο, πιο πριν τον Στηβ Γιατζόγλου κ.ο.κ.) μεταφέρει την αμερικανική πείρα και εμπλουτίζει το εγχώριο προϊόν με ξένη τεχνογνωσία.
5.     Γενικότερη δημιουργική επαφή με την Ευρώπη, υιοθέτηση οργανωτικών προτύπων, πρόσληψη ξένων παιχτών και αφομοίωση της ανάλογης νοοτροπίας.
6.     Ύπαρξη χορηγών και ιδιοκτητών που τόσο στα χρόνια της θεσσαλονικιώτικης κυριαρχίας όσο και αργότερα κατά τη δυναστεία του Παναθηναϊκού και τις επιτυχίες του Ολυμπιακού έριξαν χρήματα στο άθλημα και προσέλκυσαν παίκτες στην Ελλάδα.
7.     Η επιτυχία της Εθνικής Ελλάδας το 1987 με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ήταν το κεφαλόσκαλο, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η μετέπειτα ανοδική πορεία.
8.     Οργάνωση των συλλόγων με γερές υποδομές, επαγγελματικά επιτελεία, καλούς προπονητές καταρχάς της γιουγκοσλαβικής σχολής, πρότυπα ευρωπαϊκού προγραμματισμού, βάρος στις ακαδημίες για την ανάδειξη νέων ταλέντων κ.ο.κ.

Όλα αυτά, και πολλά άλλα που παρέλειψα, λειτούργησαν ως σκαλωσιά ώστε κάθε νεότερη γενιά, μετά την ηρωική φουρνιά του ’87 (Γκάλης, Γιαννάκης, Φασούλας, Χριστοδούλου κ.ο.κ.), να έχει πρότυπα αλλά και γερές βάσεις, να βρει μια στερεή παράδοση αλλά και συλλόγους που δούλεψαν πάνω-τους, επένδυσαν σε Έλληνες και ξένους και έθεσαν θεμέλια αναπαραγωγής νέων ταλέντων. Έτσι, ενώ στο ποδόσφαιρο είμαστε μια καλή ομάδα (εκεί μεταξύ 10ης και 25ης θέσης παγκοσμίως), στο μπάσκετ είμαστε υπερδύναμη, με πολλές κατακτήσεις Euroleague και μια Εθνική ομάδα που πρωταγωνιστεί σε Ευρωπαϊκές και Παγκόσμιες Διοργανώσεις.
(τέλος Α΄ μέρους)
 
[Οι εικόνες ελήφθησαν από: www.blog.gr, www.contra.gr, radiogamma.blogspot.com, www.agothesprotikoy.gr και www.tovima.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, April 21, 2015

“Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι” της Νίκης ΑΝΑΣΤΑΣΕΑ και “Ακόμα φεύγει” της Ευγενίας ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

Το λάθος ενός νεαρού στη μετεφηβική ηλικία ποιον τελικά βαραίνει και ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό; Είναι η μητέρα και ο πατέρας συνυπεύθυνοι; Και πώς ο καθένας επωμίζεται το βάρος και αναζητεί μια λύση;
 

Νες καφέ μέτριος:
 
Νίκη Αναστασέα
“Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι”
εκδόσεις Πόλις
2012
 
Ευγενία Μπογιάνου
“Ακόμα φεύγει”
εκδόσεις Πόλις
2014
 
 

          Μια νεαρή/ένας νεαρός που εμπλέκεται σε έγκλημα και γύρω-τους η μάνα-τους και οι άλλοι συγγενείς που επαναπροσδιορίζουν τη στάση-τους, “ταρακουνημένοι” από την ανισορροπία που επήλθε στην οικογένειά-τους. Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο κτίζονται δυο πολυεστιακές αφηγήσεις, δυο μυθιστορήματα όπου πολλές οπτικές γωνίες διασταυρώνονται μεταξύ-τους και κονταροχτυπιούνται τόσο ανάμεσά-τους όσο και με την προηγούμενη (επιφανειακή) ησυχία που επικρατούσε παλιότερα, ησυχία που αποκαλύπτεται ότι ήταν λεπτό στρώμα πάγου πάνω από τα παγωμένα νερά της ανωμαλίας. 
 

Νίκη Αναστασέα
“Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι” 

          Η Ηλέκτρα βρίσκεται στη φυλακή, επειδή το αγόρι-της ο Στέλιος πυροβόλησε αστυνομικούς, ενώ κι η ίδια συνέργησε. Η μάνα-της, ο πατέρας-της και ο αδελφός-της στέκονται με την παγωμάρα στο βλέμμα απέναντι στην κατηγορία, ενώ η ίδια αρνείται να συνεργαστεί τόσο με τις αρχές όσο και με την οικογένειά-της και τους δικηγόρους που της φέρνουν.
          Μικρά κεφάλαια προσδιορίζουν καταρχάς το στίγμα του καθενός, με έμφαση στη μητέρα, την Πέρσα. Πηγαίνει στη φυλακή, χάνει τον Στέφανο, τον άνδρα και πατέρα, που φεύγει από το σπίτι, συναντά μούγγα και κλειστές ψυχές. Θυμάται πώς η ίδια φέρθηκε στη μάνα-της που έλειωνε στο νοσοκομείο από καρκίνο, ώσπου από αγάπη αποφάσισε να την αποσυνδέσει, αλλά και πώς, σκαιά και απότομα, έκοψε την καλημέρα στην αδελφή-της. Αντίστοιχα, αφηγείται στην έγκλειστη υπόδικη κόρη-της την περιπέτειά-της με έναν άνδρα, όταν ήταν παντρεμένη, και η παρ’ ολίγον απόφασή-της να φύγει μαζί-του. Πλάθεται επομένως ένα δίχτυ που περιλαμβάνει την άτακτη κόρη, την ενοχική μάνα και την υπόλοιπη σειρά ανιόντων συγγενών, μέσα στο οποίο αιωρείται η ευθύνη για όσα συμβαίνουν.
          Η Αναστασέα δείχνει ωριμότητα στον τρόπο χειρισμού των σκηνών, των προσώπων και της ψυχολογίας-τους, του ρυθμού που αφήνει την μπίλια να κινείται περιοδικά από χαρακτήρα σε χαρακτήρα. Προσπαθεί να δείξει πώς με κάθε τρόπο, οι χαρακτήρες-της πολιορκούν ένα αναπάντητο ερώτημα: πόσο φταίνε οι γονείς για την πορεία των παιδιών-τους, ειδικά όταν αυτοί δεν είναι ακραίως προβληματικοί. Έτσι, όλο το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από χαλαρή δομή, καθώς ασύνδετα επεισόδια πλαισιώνουν αυτό το ερώτημα, το οποίο βασανίζει τον Στέφανο και την Πέρσα. Σταδιακά το ερώτημα γίνεται πίεση για δράση και εκτόνωση της ορατής ψυχολογικής συμπίεσης.
Αναρωτιέμαι ωστόσο αν η μονογλωσσική αφήγηση, που κυριαρχεί σε όλους τους χαρακτήρες, μπορεί να υπηρετήσει τον σκοπό του κειμένου. Τέσσερις αφηγητές και μιλάνε όλοι το ίδιο: σαν τη Χαρούλα Αλεξίου που τραγουδάει όλα τα τραγούδια στο ίδιο τέμπο, αργό, δήθεν βαθυστόχαστο, μακρόσυρτο... Η πολυφωνία των οπτικών γωνιών καταποντίζεται από τον μονογλωσσισμό-τους, σαν να είναι ένα πρόσωπο διαθλασμένο σε τέσσερα. Μουντό ύφος, επίπεδο, προβληματισμένο όσο και άνευρο, δεν σπιντάρει, δεν προχωρά με αυξομειώσεις, δεν του αρέσουν οι ανηφόρες. Ο μόνος λόγος που ξεχωρίζει είναι αυτός του πατέρα, που ενίοτε οργίζεται, που ενίοτε παραληρεί μισομεθυσμένος (κι εκεί κερδίζει σε πειστικότητα και εξηγεί τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί), αλλά κι αυτός ξεχωρίζει λόγω των συνθηκών και όχι λόγω της ιδιαίτερης ιδιολέκτου-του ως προσώπου.

 
Ευγενία Μπογιάνου
“Ακόμα φεύγει” 

Στην αρχή το φοβήθηκα, γιατί πίστεψα ότι θα βυθιστώ σε μια γλυκερή μελοδραματική ανάλυση. Στη συνέχεια το πίστεψα, γιατί είδα ύφος και αφήγηση, κορυφές και πεδιάδες, εντάσεις και δράσεις.
          Το κέντρο είναι ο Γιώργος, που μπλέχτηκε σε μια τρομοκρατική οργάνωση και παρά λίγο να καταδικαστεί, αλλά αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών. Γύρω-του δρουν τα ομιλούντα πρόσωπα σε μια πολυεστιακή αφήγηση που περιφέρεται καλειδοσκοπικά από και προς το κεντρικό απόν πρόσωπο. Καταρχάς και επί το πλείστον συναντάμε τη μητέρα-του Αγλαΐα (που παίρνει πρωταγωνιστική θέση και πασχίζει να τον πλησιάσει αλλά και να δει τον εαυτό-της, όπως και τις ευθύνες-της που τον είχε αφήσει να μεγαλώνει μόνος-του), το ρεμάλι τον άνδρα-της τον Ηλία, τον εραστή-της Παύλο κ.ο.κ.
          Η εναλλαγή οπτικών γωνιών, καθώς η Αγλαΐα ταξιδεύει για τον Βορρά όπου τελικά προσκρούει στο “δικαίωμα” του γιου-της να μη θέλει να τη δει, αποκαλύπτουν την ψυχολογία των προσώπων, παρά την εξέλιξη των γεγονότων. Πάλι η διαφορά στο ύφος των προσώπων απουσιάζει, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι στην Αναστασέα. Η μάνα που δεν ξέρει τι να κάνει, αλλά παρακινημένη από ένα ενστικτώδες κίνητρο ψάχνει το σημείο σύγκλισης με το παιδί-της, ο Παύλος που απεγνωσμένα και αγωνιωδώς κυνηγά τον έρωτά-του προς την Αγλαΐα και ο Ηλίας που χαμένο κορμί πίνει και κρυφοκοιτάζει γκόμενες δείχνοντας τον ανεπρόκοπο χαρακτήρα-του και την αντικαθεστωτική-του στάση.
Το βασικό ίσως ερώτημα που προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι ποιες συνιστώσες οδήγησαν τον Γιώργο σε ένα μπούχτισμα, σε μια προσωπική εξέγερση που μεταφράστηκε σε φλερτ με την τρομοκρατία. Αν ισχύει η υπόθεση εργασίας-μου, τότε τα άλλα πρόσωπα είναι κομπάρσοι σε ένα δράμα, στο οποίο ο πρωταγωνιστής απουσιάζει αλλά όλα συγκλίνουν σ’ αυτόν. Ο ψυχισμός των χαρακτήρων του περιβάλλοντός-του πλαισιώνουν τη δική-του (ανεξήγητη) ψυχολογία, που ξέφυγε από τη φυσιολογική κοινωνικά ζωή και στράφηκε σε αντικοινωνικές πράξεις εξαιτίας της παθογένειας της οικογένειάς-του. Το “Ακόμα φεύγει” του τίτλου παραπέμπει τόσο στη φυγή του Γιώργου προς μια άλλη αντικομφορμιστική και αποστασιοποιημένη προσωπική πραγματικότητα όσο και στη φυγή του νοήματος πέρα από τα εμφανή πρόσωπα και τις ψυχοπαθολογικές-τους στρεβλώσεις.
Αν και θα προτιμούσα μία σύγκλιση των επιμέρους στοιχείων, αρκούμαι στο ανοικτό τέλος και στην αίσθηση που αφήνει η κατάληξη του μυθιστορήματος, αίσθηση που δεν απορρέει από μια συγκεκριμένη νομοτέλεια.
 

Σύγκριση: η πολυπρόσωπη αφήγηση και η οικογενειακή ιστορία φέρνει στο νου το ένα βιβλίο όταν διαβάζεις το άλλο. Και ανάμεσα στα πρόσωπα, ένας και μία εμπλέκονται σε ένα έγκλημα, που κάνει τους άλλους να ξαναδούν τις μεταξύ-τους σχέσεις. Η συγκίνηση, η ήπια συναίσθηση, το μουντό κλίμα μοιράζονται από τις σελίδες στους αναγνώστες κι έτσι και τα δύο βιβλία ανάγουν το θέμα της στρεβλής διαπαιδαγώγησης σε ερωτηματικό που επιδέχεται πολλών απαντήσεων και ερμηνειών. Δυστυχώς, όμως, οι συγγραφείς δεν φροντίζουν το πώς μιλάνε οι ήρωές-τους και τους βάζουν στο ίδιο υφολογικό καζάνι· όταν έχουν στα χέρια-τους έναν θίασο, πρέπει τον καθένα να τον κάνουν να μιλά και να φέρεται διαφορετικά.
Βασική διαφορά μεταξύ των δύο πεζογράφων είναι ότι στην Αναστασέα κι αυτό το κεντρικό πρόσωπο, η Ηλέκτρα, μιλάει, ενώ στη Μπογιάνου ο Γιώργος είναι ένα μετατιθέμενο αλλού.
Τελικά, χάρηκα και τα δύο μυθιστορήματα, το καθένα για άλλο λόγο. 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 7/4/2015 και εδώ κοσμείται με εικόνες που ελήφθησαν από: www.shockmansion.com, rt.com, www.worldwideweirdnews.com, galleryhip.com, afamily.vn, mukkulreddy.wordpress.com, www.shutterstock.com, www.foxandfoxlawyers.com και reginaquinn.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, April 18, 2015

Η Λογοτεχνία Αγαπά τον Γκαγκάριν

Ο Σοβιετικός αστροναύτης φέρεται να είπε όταν επέστρεψε από την πρώτη έξοδο του ανθρώπου στη στρατόσφαιρα: “Πήγα στο διάστημα αλλά τον Θεό δεν τον είδα”. Αυτό είναι το συμπέρασμα και της λογοτεχνίας, που ακολουθεί την πορεία σκέψης των σύγχρονων ρευμάτων και τάσεων, σκέψης η οποία είναι από άθεη έως αγνωστικίστρια, λιγότερες φορές συγκαταβατική και σπανίως θρησκευόμενη.
 
          Η Ρόζα (θαμώνας του Βιβλιοκαφέ), με το γνωστό-της χειμαρρώδες ύφος, με τη συνηθισμένη προσφώνησή-της προς εμένα “Φαροφύλακα”, ζήτησε να βγάλω συμπεράσματα από τα προτεινόμενα έργα που κατέθεσαν οι φίλοι του ιστολογίου στην προηγούμενη ανάρτηση (βιβλία λογοτεχνίας που πραγματεύονται θέματα θρησκείας) και να μη μείνω απλώς σε μια ξερή λίστα βιβλίων σαν πλασιέ. Η θέλησή-της διαταγή!

1. Η εποχή-μας έχει αποκαθηλώσει τις Μεγάλες Αφηγήσεις (όπως την πατρίδα, το συλλογικό συμφέρον, την οικογένεια, την ιδεολογία, το έθνος, την ανθρωπότητα κ.ο.κ.) και μαζί μ’ αυτές έχει εκθρονίσει και τη θρησκεία. Ορθολογιστές πλέον και απόγονοι του Διαφωτισμού είμαστε πολύ λίγο θετικοί να πιστέψουμε στο μεταφυσικό, στο έξω από την ανθρώπινη λογική, και γι’ αυτό ο Θεός φαντάζει πλέον μια ωραία κατασκευή παρά μια υπαρκτή οντότητα. Η λογοτεχνία ακολουθεί αυτή την τάση και δείχνει δυσπιστία, αμφισβήτηση, άρνηση απέναντι στο θείο και οι συγγραφείς, διανοούμενοι με ορθολογικές περγαμηνές, αντιδρούν στη αιώνες τώρα θεοσεβούμενη παράδοση.

2. Το να γράψει κανείς για πίστη στον Θεό μέσα σε ένα μυθιστόρημα φαίνεται παλιομοδίτικο και αφελές. Στην εποχή της ειρωνείας και της αμφισβήτησης, της μοντέρνας και μεταμοντέρνας ατομικότητας, στη νεωτερική εποχή της προσγειωμένης λογικής, ο Θεός φαντάζει ουτοπία, ωραία ψευδαίσθηση, μεγάλη αυταπάτη, ειδικά μετά την “εξόντωσή”-του από τον Νίτσε. Επομένως ο αρνητισμός είναι το καθεστώς της σημερινής πραγματικότητας και το μυθιστόρημα το υπηρετεί ένθερμα.

3. Σε αντίθεση με παλιότερα που η λογοτεχνία αποσκοπούσε στο να ενισχύσει την πίστη στον Θεό, σήμερα η λογοτεχνία εκφράζει την απορία αλλά και τον σκεπτικισμό για το θείο. Εκφράζει δηλαδή την αβεβαιότητα του σημερινού ανθρώπου, που δεν θεωρεί τίποτα σίγουρο και συνεχώς ξύνει τις πληγές-του, για να δει τον ενδότερο εαυτό-του.

4. Επομένως, από την εποχή του Παπαδιαμάντη και του Κόντογλου, της Καρέλλη και του Πεντζίκη, δεν ξέρω άλλους συγγραφείς που να εξέφρασαν μια θρησκευτικότητα στα όρια της Ορθοδοξίας. Δεν ξέρω κανέναν ζώντα Έλληνα συγγραφέα που στον 21ο αιώνα να δηλώνει στα έργα-του την ανόθευτη πίστη-του σαν κάτι που αξίζει να επιβιώσει και να δώσει (μέσα στη σιγουριά-της) αισθητικά και ηθικά αποτελέσματα.

5. Αυτό δεν σημαίνει ότι η χριστιανική παράδοση και ιστορία δεν έχει τροφοδοτήσει (και τροφοδοτεί ακόμα) τη λογοτεχνία. Κι αυτό γίνεται με δύο τρόπους:

α.       η ηθική του Χριστιανισμού έχει διαποτίσει τη σκέψη όλων, πιστών και άθεων, και χρησιμοποιείται στην καθημερινότητά-μας. Πλείστες τέτοιες αξίες εμφανίζονται, προσαρμοσμένες στην εποχή-μας και συχνά, υπό τη βάσανο της ανθεκτικότητάς-τους, και στα σύγχρονα πεζογραφήματα. Άλλοτε αυτές καθαυτές κι άλλοτε με τον μανδύα αριστερών, ουμανιστικών, πανανθρώπινων δικαιωμάτων και αρετών, οι χριστιανικές αξίες εξακολουθούν να διακρίνουν πολλούς χαρακτήρες της σημερινής λογοτεχνίας. Φυσικά ο “καλός άνθρωπος” δεν είναι το πρότυπο που κυριαρχεί, αφού μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ο “κακός”, ο αντιηρωικός, ο ανήσυχος, ο αμφιταλαντευόμενος κ.ο.κ., αλλά ακόμα κι έτσι το άτυπο κέντρο, το άτυπο μέτρο σύγκρισης είναι η κλασική ηθική.

β.       η χριστιανική “μυθολογία”, τα πρόσωπα και οι τρισχιλιετείς αλληγορίες-της, τα σύμβολα και τα βιβλικά επεισόδια, όλα αυτά αποτελούν μια πανανθρώπινη πολιτισμική βάση. Οι εικόνες της Παλαιάς Διαθήκης (Αδάμ, Κάιν, Ιώβ, Δαβίδ κ.ο.κ.) και οι σκηνές του βίου του Ιησού αλλά και άλλα στοιχεία της χριστιανικής συμβολοποιίας έχουν χρησιμοποιηθεί ως δεδομένα λογοτεχνικών αλληγοριών, διακειμενικών απηχήσεων, μυθοπλαστικών μεταπλάσεων. Ο αναγνώστης, αν δεν ξέρει αυτήν την πολιτισμική παρακαταθήκη, δεν θα αντιληφθεί το υπόβαθρο αυτού που διαβάζει· αλλά συνήθως, επειδή όλα αυτά έχουν περάσει μέσω της παιδείας στο άτομο, μπορεί και καταλαβαίνει το παιχνίδι του συγγραφέα με τα χριστιανικά σύμβολα, είτε για να παραλληλίσει τους χαρακτήρες-του με αυτά, είτε για να αναιρέσει τις παγιωμένες αντιλήψεις.

          Η λογοτεχνία έρχεται να αμφισβητήσει το απόλυτο, τις όποιες σταθερότητες, την πίστη… και να δώσει προτεραιότητα σε μια συνεχή αναψηλάφηση εννοιών και παραδόσεων. Βέβαια λέγεται ότι ο Γκαγκάριν ήταν κρυπτο-Χριστιανός και όλα προέκυψαν από τη σοβιετική προπαγάνδα: λέτε να ισχύει κάτι παρόμοιο και στη λογοτεχνία; 

[Ο πίνακας "Ο Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ" είναι φυσικά του Καραβάτζιο. Οι υπόλοιπες εικόνες του ποστ αντλήθηκαν από: hdwallpapersfactory.com, www.iefimerida.gr, www.diakonima.gr, www.eoht.info, pandoxeio.com και antexoume.wordpress.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 06, 2015

Η Λογοτεχνία μιλάει για τον Θεό

         
Μέρες που είναι (κι επειδή φεύγω σήμερα για καμιά δεκαριά μέρες), είπα να μην αποκλίνουμε από το πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας και να συντονίσουμε τις συζητήσεις-μας στο Βιβλιοκαφέ με το χριστιανικό μήνυμα της περιόδου. Κι αν παλιότερα έθεσα ως βασικό θέμα των προτάσεών-σας τον Φάρο, καθώς είμαι φαροφύλακας, ή τη Βιβλιοθήκη, καθότι βιβλιόφιλος, σήμερα ανοίγω τη θυρίδα του Βιβλιοκαφέ, για να προτείνετε λογοτεχνικά έργα που έχουν στο κέντρο-τους τη θρησκεία και τις όποιες (συν)δηλώσεις-της.
         
Η Pieta του Michelangelo

 
Στο Βιβλιοκαφέ έχουμε κατά καιρούς ασχοληθεί με το πώς οι συγγραφείς βλέπουν το θείο, τη θρησκεία, την εκκλησία κ.ο.κ., άλλοτε με πίστη κι άλλοτε με απιστία, άλλοτε λίγο ή πολύ θετικά κι άλλοτε αρνητικά, σκεπτικιστικά ή αγνωστικιστικά.
 

          Στην ελληνική λογοτεχνία λ.χ. “Η πάπισσα Ιωάννα” του Ροΐδη κατέχει εμβληματική θέση, ένα κορυφαίο στους στόχους αλλά και στον τρόπο σύνθεσής-του έργο, ενώ σε φιλοσοφικό επίπεδο κινείται η “Ασκητική” του Καζαντζάκη. Από εκεί και πέρα καταγράφω μερικά έργα των τελευταίων ετών, πολλά από τα οποία συζητήθηκαν εδώ:
-         “Η συμμορία της συγκίνησης” του Δημήτρη Καπετανάκη (σχέση επιστήμης και θρησκείας)
-         “Πανδαιμόνιο” του Κώστα Ακρίβου (η σχέση ενός μοναχού με μια γυναίκα)
-         “μ.Χ.” του Βασίλη Αλεξάκη (η ζωή στο Άγιο Όρος και η σχέση εκκλησίας και αρχαίας Ελλάδας)
-         “Το Ευαγγέλιο της Ιωάννας” του Αλέξη Σταυράτη (Τα ευαγγελικά γεγονότα ξαναγράφονται από μια γυναίκα) 

Δεν συμπεριέλαβα παλαιότερα κλασικά κείμενα
της ελληνικής πεζογραφίας, για να μείνω στα πιο πρόσφατα.
Από την άλλη, στον υπόλοιπο κόσμο η θρησκεία διασταυρώνεται σε πολλές περιπτώσεις με τη λογοτεχνία, συνήθως με το πνεύμα του Ορθολογισμού και του Διαφωτισμού, όπως στο “Ζαν Μπαρουά” του Roger Martin Du Gard. Καταγράφω πάλι έργα των τελευταίων χρονιών που πέρασαν από τα τραπεζάκια του Βιβλιοκαφέ:


Τις προσεχείς μέρες περιμένω τις δικές-σας ιδέες. Κείμενα πεζά (όχι ποιήματα, στα οποία σίγουρα υπάρχει υπερπληθώρα θρησκευτικών στοιχείων), όπου η λογοτεχνία μιλάει για τον Θεό, μιλάει για τους πιστούς, κρίνει, κατακρίνει, καυτηριάζει τις επιπτώσεις της θρησκευτικότητας ή υπερασπίζεται τις διαχρονικές-της αξίες. Θα ήθελα να προτείνετε έργα που σας έρχονται στον νου, όπου το θρησκευτικό φαινόμενο είναι κεντρικό, και, αν είναι δυνατόν, αποτελεί τον άξονα πάνω στον οποίο κτίζεται ολόκληρο το έργο (για να αποφευχθεί η διασπορά).
Υπάρχουν σπουδαία κείμενα μέσα στα οποία φαίνεται ότι ο συγγραφέας-τους τρώγεται να ανακαλύψει μέσα-του τον Θεό ή να τον αποκαθηλώσει, βασανίζεται από υπαρξιακά ερωτήματα ή απλώς βλέπει τη θρησκεία ως πολιτισμικό φαινόμενο, παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη για να μιλήσει για το σήμερα ή ανάγει το θείο σε φιλοσοφική σανίδα σωτήριας του νου.

Για ψαχτείτε λίγο.
 
[Εκτός από την Pieta του Michelangelo, έλαβα την αγιογραφία της κορυφής από το madeincreta.gr, την εικόνα του Χριστού από το www.syrostoday.gr, τη δημιουργία του Σκεπτόμενου με κόκκους καφέ από το coffee-art.com και το βιτρό με τον άγγελο από το deanroberts.net]
Καλό Πάσχα
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, April 03, 2015

“Μηχανικοί καταρράκτες” της Σώτης Τριανταφύλλου

Το θέμα της ταυτότητας που υβριδικά κινείται ανάμεσα στο ένα και στο άλλο άκρο, είτε μιλάμε για θρησκείες, είτε για εθνικότητες είτε για φύλα, απασχολεί τη λογοτεχνία τις τελευταίες δεκαετίες, σε μια μεταμοντέρνα αναθεώρηση, που θέτει τις βεβαιότητες σε αμφιβολία.
 

Αμερικάνικος με γεύση κάστανο:
 
Σώτη Τριανταφύλλου
Μηχανικοί καταρράκτες
 
εκδόσεις Πατάκη
2014
 
 

          Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά μυθιστορημάτων και νουβελών της Τριανταφύλλου που εξελίσσονται στην Αμερική και αποτυπώνουν τους προβληματισμούς της αμερικανικής κοινωνίας, με συγκεκριμένους όρους και στάσεις ζωής. Κι όμως αυτό το αμερικάνικο κλίμα είναι μόνο το περιτύλιγμα μιας πανανθρώπινης προβληματικής για την ταυτότητα και την αναζήτηση του πραγματικού εαυτού. Ή μάλλον ο χώρος στον οποίο μπορεί καλύτερα η πεζογράφος να αναπτύξει τις σκέψεις-της και να τους δώσει σάρκα και οστά.
          Ως προς την απόδοση της ατμόσφαιρας βγάζω φυσικά το καπέλο στη συγγραφέα. Ο ήρωάς-της, ο Σάλ, μετακινείται από πολιτεία σε πολιτεία για να φτάσει στον προορισμό-του, όπου θα υποβληθεί σε εγχείρηση αλλαγής φύλου, ώστε το έξω-του να συμβαδίζει με το μέσα-του. Όπως λέει πολύ ωραία, γεννήθηκε γυναίκα σε σώμα άντρα, και επομένως η επέμβαση θα αποκαταστήσει αυτή την ασυνέπεια. Η Τριανταφύλλου, λοιπόν, ασχέτως αν  αρέσει στον αναγνώστη το θέμα που πραγματεύεται, πείθει, γιατί ακριβώς ξέρει πολύ καλά την αμερικάνικη κοινωνία, με τα μικρά και μεγάλα-της συστατικά, σε αντίθεση με τις “Σπάνιες γαίες”, όπου η απόδοση της σοβιετικής επί Στάλιν κοινωνίας υστερεί συγκριτικά σε παραστατικότητα και δη σε πειστικότητα.
          Εξωτερικά η νουβέλα ανήκει σ’ αυτά τα έργα που στηρίζονται σε ένα ταξίδι, όπως πολλά road movies, ένα ταξίδι στις λεωφόρους της Αμερικής και στη χαλαρή δομή, καθώς το ένα επεισόδιο συνδέεται με το άλλο αλυσιδωτά. Η αφήγησή-της δεν κάνει κοιλιές, δεν σακουλιάζει αλλά ξεκινά και τελειώνει με σαφή βηματισμό. Ο Σαλ μαζεύει από τον δρόμο τον Μπραντ, που ψάχνει τη Ρίτα, και τον θείο Ντον, που φεύγει από το σπίτι-του για να δει επιτέλους το Γκραντ Κάνυον. Όλη αυτή η πορεία, στην πράξη, μετουσιώνεται σε ένα κείμενο αναζήτησης ταυτότητας, καθώς ο δρόμος έχει ένα προδιαγεγραμμένο τέρμα, την Τιχουάνα, όπου θα γίνει η επέμβαση και ο Σαλ θα γίνει Σάλλυ, ώστε να ισορροπήσει τα αδιέξοδά-του. Ο Μπραντ και ο θείος αλλάζουν λίγο λίγο τη ζωή-τους αποδεχόμενοι κρυμμένες αλήθειες, ενώ ο Σαλ συμβιβάζεται με τα πραγματικά θέλω-του και έτσι φτάνει ήσυχος και αποφασισμένος μέχρι το χειρουργείο.
          Επομένως, ο αναγνώστης βλέπει μια συγκεκριμένη περίπτωση τρανσέξουαλ που γεννήθηκε άνδρας, ένιωθε μέσα-του γυναίκα και έχει ήδη πάρει την απόφαση να αλλάξει φύλο. Η Τριανταφύλλου θέτει, όπως και ο Τζέφρυ Ευγενίδης στο “Middlesex”, το θέμα του φύλου και του γένους, δηλαδή τού γενετικού και του κοινωνικού καθορισμού του άνδρα και της γυναίκας. Σε μια κοινωνία, η οποία παρόλο που μπορεί και να ’ναι πιο προοδευτική, το εκ φύσεως προελθόν είναι καθοριστικός παράγοντας, ώστε ο κοινωνικός περίγυρος να σταθεί αμήχανα έως εχθρικά στην έμφυλη επιλογή. Ο Σαλ αντίθετα, αν και φοβάται τι θα πουν οι άλλοι και πώς θα αντιμετωπίσουν τις αποφάσεις-του, βλέπει μόνο την πρώην γυναίκα-του (γυναίκα-του από λάθος) να αντιδρά κάπως υστερικά, ενώ ακόμα και ο γηραιός θείος βλέπει την απόφασή-του σαν απελευθέρωση, όπως και τη δική-του νεανική περιπέτεια ή το απωθημένο-του να γνωρίσει το Γκραντ Κάνυον.
          Είδα στη νουβέλα μια δόση ανάλαφρης, σχεδόν κωμικής, αφήγησης κι από κάτω η τραγική περίπτωση του Σαλ και της διχοστασίας-του. Η πορεία-του προς το χειρουργείο διανθίζεται με μικρά φαιδρά περιστατικά και το ύφος τσιμπολογά γύρη από χιούμορ και σταγόνες ιλαρότητας, ενώ σε μερικά σημεία αναφαίνεται η σκληρή πραγματικότητα που δεν κρύβεται. Σαν να ήθελε η συγγραφέας να αναμίξει μέσα στο χωνευτήρι-της τα δύο αισθήματα, ώστε το τραγελαφικό αποτέλεσμα να αποδώσει την αλλόκοτη διαμάχη φύσης και κοινωνίας, άνδρα και γυναίκας, φύλου και γένους.
          Η κατεύθυνση που πήρε το κείμενο έχει μια δόση υπερβολής, η οποία ενισχύει τον κωμικοτραγικό-του χαρακτήρα. Ο θείος αποδείχτηκε κρυπτοομοφυλόφιλος, ο Μπραντ είχε παντρευτεί ένα τραβέλι κι ο Σαλ (εξ αρχής ο πιο σίγουρος για τον επαμφοτερισμό-του) εγχειρίζεται σε γυναίκα. Δηλαδή όλοι έχουν μέσα-τους μια τάση για μη-ετεροφυλόφιλη ερωτική διάθεση, όλοι κρύβουν ένα καταπιεσμένο εγώ, όλοι καμουφλάρουν τις κρυφές-τους λιμπιντικές ορέξεις; 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 23/3/2015 στο In2life και εδώ διανθίζεται με εικόνες που ξεσήκωσα από: www.taketours.com, myspace.com, twitchfilm.com, www6.miami.edu, www.annakrohnistic.co.uk και www.aminus3.com]
Πατριάρχης Φώτιος