Wednesday, October 30, 2013

Ποίηση, η φιλοσοφία της γλώσσας

Αν η πεζογραφία επιχειρεί να αποτυπώσει ή να κατασκευάσει μια πραγματικότητα, η ποίηση επιδιώκει να φιλοσοφήσει πάνω σ’ αυτή.
Η αφήγηση, στηριζόμενη στην κυριολεκτική απόδοση όσων εξιστορεί, λειτουργεί σαν διαφάνεια που αίρει τα όποια εμπόδια, ώστε ο αποδέκτης-της να δει τον κόσμο (πραγματικό ή πλαστό δεν έχει σημασία) και να αντιληφθεί την αλληλουχία των γεγονότων, των προσώπων, των καταστάσεων. Η γλώσσα σκύβει για να αποδώσει, πιστεύοντας ή υποκρινόμενη το έργο-της, την πραγματικότητα έξω από αυτή, σαν να μην υπάρχει τίποτα ανάμεσα στα γεγονότα και τον αναγνώστη. Είναι η κάμερα που δεν φαίνεται, όταν ο θεατής βλέπει μέσα από μια ανεπαίσθητη οθόνη τον κόσμο που ξετυλίγεται μπροστά-του.
Η ποίηση από την άλλη είναι αυτοαναφορική. Δείχνει ή επινοεί έναν κόσμο, αλλά συνάμα με το γλωσσικό πρίσμα-της τον σχολιάζει. Πιο πολύ από την εικόνα, τη σκηνή, το πλάνο, την αλληλουχία στιγμών, μετράει ο τρόπος σύλληψής-τους και ακόμα περισσότερο η στάση του γράφοντος γι’ αυτά. Η ποίηση δεν είναι διάφανη, δεν είναι καν διαπερατή, αλλά είναι ένα χρωματιστό γυαλί που κάνει σκόπιμα αισθητή την παρουσία-του και διαδηλώνει ότι ο αναγνώστης θα δει μια διαθλασμένη πραγματικότητα. Η πολύσημη στάση του γράφοντος οδηγεί σε ντόμινο πολλαπλών θεωρήσεων από τον αναγνώστη, κάνει τον αναγνώστη φορέα της φιλοσοφικότητας με την οποία αξίζει να διαβάζουμε τα φαινόμενα.
Ακόμα και τα πεζά κείμενα, που δεν υποκρίνονται την αληθοφάνεια των δεικνυομένων, που επεξεργάζονται μετωνυμικά τη γλώσσα, που επιλέγουν λέξεις και κιάλια θέασης, που στέκονται πάνω στην εξωτερική πραγματικότητα κάνοντάς-την εσωτερική, φιλοσοφούν με τη γλώσσα-τους. Η ποιητικότητα δεν είναι απλώς οι ασυνήθιστες λέξεις, ο λυρισμός, τα σχήματα λόγου που συνυποδηλώνουν αντί να δηλώνουν. Είναι πιο πολύ η πρόθεση του συγγραφέα να ξεψαχνίσει τον κόσμο αναλύοντας πίσω από τη “γεγονότητά”-του, δουλεύοντας κάτω από την επιφάνεια των συμβάντων, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα πρώτιστα με τον εσωτερικό τρόπο της σκέψης παρά της όρασης, αναδεικνύοντάς-την με τη γραφή που ανοικειώνει την καθημερινή πρόσληψη.  
Όταν ο αναγνώστης διαβάζει ένα ποιητικό κείμενο, ξέρει λόγω της γλώσσας ότι οφείλει να αποστασιοποιηθεί, λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με το ποσοστό της ποιητικότητας, από την απλή κατανόηση εικόνων. Η όραση και η σύνθεση εικόνων είναι περισσότερο ο καμβάς για τη φιλοσοφική ανασύνθεση της ζωής. Η γραφή αναγκάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί, να δει το ίδιο πράγμα με λοξό τρόπο, να ξαναδιαβάσει το εξωτερικό κέλυφος του κόσμου με τις ορίζουσες που υποβάλλουν τα σκεπτόμενα σημαίνοντα της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία δεν μένει έτσι κινηματογραφική απεικόνιση, αλλά αποβαίνει πρίσμα σύλληψης των σκιερών πλευρών της πραγματικότητας.
Τέτοια κείμενα υπαγορεύουν μια αργή ανάγνωση, έναν ρυθμό που αργοδιαβαίνει και συχνά σταματά, ώστε να προλάβει το μυαλό να περάσει από την επιφάνεια της αφήγησης στην ποιητική αναμάγευση του κόσμου. Ο τελευταίος δεν προσλαμβάνεται απλώς, αλλά διυλίζεται, εξαρθρώνεται και αναδιαρθρώνεται, σκανάρεται για να γίνουν αντιληπτά τα κρυφά-του νοήματα ή αποδομείται για να συντεθούν τα νοήματα εξ αρχής…
Η ποίηση είναι η φιλοσοφία της γλώσσας, ο τρόπος με τον οποίο ο λογοτέχνης ωθεί τον αναγνώστη να αλλάξει τα γυαλιά-του.
 
Πίνακας κορυφής η γνωστή σύνθεση του Salvador Dali. Οι υπόλοιπες εικόνες αντλήθηκαν από: www.nachi.org, www.philosophers.co.uk, η φωτογραφία του "Σκεπτόμενου" του Ροντέν από το www.andbethere.com και τέλος το σκίτσο από το www.nobelprize.org.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, October 29, 2013

“Η αποκλεισμένη” του Ισμαήλ Κανταρέ

Ξεκινώντας να διαβάζει κανείς Κανταρέ, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα συναντήσει την πολιτική μέσα στη λογοτεχνία. Δες και το έργο-του Το μοιραίο δείπνο. 
 
 
Βιετναμέζικος καφές:
Ismael Kadare
“E Penguara, requiem për Linda B.”
Fayard 2010
Ισμαήλ Κανταρέ
Η αποκλεισμένη
μετ. Ν. Αναγνώστου
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Πίστευα ότι ο Αλβανός συγγραφέας έχει υιοθετήσει το καφκικό κλίμα και αρέσκεται να στήνει τις υποθέσεις-του μέσα στην καχυποψία για τους άλλους και κυρίως τους κρατικούς λειτουργούς, στην ανασφάλεια και στις ενοχές, στον αόριστο ολοκληρωτισμό που απειλεί κάθε φιλήσυχο πολίτη, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει φταίξει σε τίποτα. Η ατμόσφαιρα της “Δίκης” είναι παρούσα σε πολλά έργα του Κανταρέ και όποιος τον διαβάζει δεν μπορεί να απομακρυνθεί εύκολα από τα ψυχολογικά σκηνικά του Τσέχου ομοτέχνου-του.
            Σ’ αυτό το βιβλίο συνειδητοποίησα ότι αυτή η σύνδεση είναι εν μέρει άτοπη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο Κάφκα πλάθει μια άχρονη, άτοπη, διαχρονική και ανιστορική πραγματικότητα, φυσικά σκόπιμα, για να δείξει το ψυχολογικό αδιέξοδο του ανθρώπου σε μια κοινωνία που τον κυνηγά και τον καταπιέζει, είτε πολιτικά είτε κοινωνικά. Ο Κάφκα δεν συγκεκριμενοποιεί τις ιστορίες-του, αλλά τις αφήνει αόριστες και γι’ αυτό έχουν μείνει μνημεία λογοτεχνικής διαχρονικότητας. Ο Κανταρέ αντίθετα δεν γράφει αλληγορικά, αλλά ρεαλιστικά, αφού εμπνέεται από το καθεστώς της Αλβανίας μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Τα έργα-του έχουν ιστορική βάση, στηρίζονται στο κλίμα μιας πραγματικά ολοκληρωτικής κοινωνίας, όπου το κράτος ελέγχει με φανερούς και αφανείς τρόπους τη ζωή των κατοίκων, λειτουργεί με ανακριτικές και πλάγια εκφοβιστικές μεθόδους και θέτει αυστηρούς κανόνες και εξίσου δρακόντειες ποινές για τους παραβάτες.
            Αυτός ο κοινωνικός “διάκοσμος” πλαισιώνει τον συγγραφέα Ροντιάν Στέφα, που καλείται να εξηγήσει μια αφιέρωση που βρέθηκε στο βιβλίο μιας εξόριστης κοπέλας. Ο ίδιος την έγραψε για μια φίλη-της, ανάμεσα σε πολλές άλλες, και δεν γνώρισε ποτέ τη Λίντα Μπ., για την οποία προοριζόταν το βιβλίο-του. Τυπικά, λοιπόν, ο ίδιος είναι αθώος για οποιαδήποτε εξέλιξη και κανείς δεν τον κατηγορεί, τουλάχιστον ευθέως, για κάτι. Η ψυχολογική όμως περιρρέουσα πίεση είναι αυτή που τον κάνει από μόνο-του να ξεψαχνίζει τον εαυτό-του και να σκέφτεται συνδέσεις, σχέσεις, συνέπειες. Η ερωτική-του σχέση λ.χ. με τη φίλη-της Μιγκένα είναι ίσως κάτι... Κι από την άλλη, ο συγγραφέας έχει προβλήματα με την επιτροπή του κόμματος, καθώς υπάρχει στο θεατρικό έργο που ανεβάζει μια σκηνή με το φάντασμα ενός νεκρού Παρτιζάνου, κάτι που παρεκκλίνει από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που δεν ανέχεται μεταφυσικά τρικ.
            Αυτό το πολιτικό κλίμα δεν είναι όμως και ο τελικός στόχος του αλβανού συγγραφέα, αφού από ένα σημείο και μετά το έργο γυρίζει σε ψυχολογικό μυθιστόρημα. Το ζητούμενο, που εξ αρχής είναι το γιατί αυτοκτόνησε η νεαρή Λίντα, παίρνει απαντήσεις μέσα από τη σχέση-της με τη φίλη-της Μιγκένα και τον μακρινό έρωτά-της, τον δραματουργό Ροντιάν Στέφα. Το συλλογικό κατεβαίνει και γίνεται ατομικό και οι πολιτικοί λόγοι εξαερώνονται μπροστά σε προσωπικά κίνητρα και διαπροσωπικές εκρήξεις ζήλιας.
            Μάλλον θα το ξεχάσω γρήγορα, γιατί δεν με έπεισε (με την ατμόσφαιρα και την πλοκή-του) ότι δίνει απαντήσεις, καινοτόμες και καίριες, στην υφή του ολοκληρωτισμού.
 
[Φωτογραφικό υλικό ελήφθη από: www.theatlantic.com, en.wikipedia.org, gazetadita.al και no.wikipedia.org]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, October 26, 2013

“Το τραγούδι του ευνούχου” της Κατερίνας Καριζώνη

Πώς γίνονται οι άνθρωποι άγγελοι, όσο ακόμα ζουν; Ποια η μοίρα ενός άνδρα χωρίς γενετικά όργανα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς κοινωνικό ρόλο; Κι όλα αυτά στο βυζαντινό περιβάλλον μιας κοινωνίας που γοητεύει με τον εξωτισμό-της. (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, αρ. 10)
 
 
Βυζαντινός καφές:
Κατερίνα Καριζώνη
“Το τραγούδι του ευνούχου”
εκδόσεις Καστανιώτη
2013 

            Τελικά το Βυζάντιο είναι μια πρωτόγνωρη περιφέρεια, μια άγνωστη γη που δεν την ξέρουμε, που δεν την έχουμε εγκαταστήσει στο φαντασιακό-μας και γι’ αυτό αποδεικνύεται εξωτική, μαγική, κατάλληλη για ένα ταξίδι έξω από τη σφαίρα των αντιλήψεών-μας.
            Η Καριζώνη δεν είναι η μόνη που βουτά στη βυζαντινή ιστορία, για να συνθέσει το έργο-της. Η Κορομηλά μας ξενάγησε μαγικά στη μοίρα των βυζαντινών βασιλοθυγατέρων, ο Αγαπητός εξυφαίνει τα αστυνομικά-του μυστήρια σε τρία κείμενά-του, η Νικολαΐδου στον «Πλανήτη Πρέσπα» αποκαλύπτει τη μυστηριώδη αχλύ της εποχής, ενώ έξω από τη λογοτεχνία η Αρβελέρ επιμένει ιδιαίτερα στο πόσο πολύ το Βυζάντιο μοιάζει με τη δική-μας εποχή.
            Η Καριζώνη ασχολείται με τη μοίρα των ευνούχων, παιδιών που αφέθηκαν σε ένα ορφανοτροφείο, όπου πριν μπουν στην εφηβεία ευνουχίζονται για να μείνει η φωνή-τους αγγελική και να μην αποκτήσει τη χοντράδα των ανδρών. Το ίδιο παθαίνει και ο μικρός Ρος, που είναι γενικά ατίθασος και αναζητεί τον ιππότη που τον άφησε στο κολαστήριο. Παράλληλα, στο κτήμα του Φράγκου Φρανσουά ντε Κολλυνύ μια ομάδα ανδρών περιστρέφονται γύρω από τη μυστηριώδη όσο και σαγηνευτική Ρωξάνη, που μπήκε στη δούλεψη του αφεντικού: ο ίδιος ο Φρανσουά ματαιώνει τον αρραβώνα-του προτείνοντάς-της γάμο, ο ασπρομάλλης νεαρός Παραπινάκης φροντίζει τον κήπο αλλά δεν παύει να είναι ερωτευμένος μαζί-της, ο σοφός ιστορικός Χωνιάτης παρακολουθεί και στοχάζεται…
            Το έργο μαγεύει τον αναγνώστη πρώτα απ’ όλα με τη βυζαντινή σαγήνη, τη σαγήνη μιας εποχής που μας παρουσιάζει επαγγέλματα και αξιώματα, φαγητά και λουλούδια, συνήθειες και καθημερινές έξεις που δεν έχουμε ξαναδεί. Η Καριζώνη δούλεψε πολύ την ατμόσφαιρα και απέδωσε με γλαφυρότητα τον βυζαντινό κόσμο, χωρίς ωστόσο να αποφύγει τους αναχρονισμούς: κραυγαλέα μπορεί να θεωρηθεί η ανάγνωση των ιπποτικών μυθιστορημάτων («Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», «Λίβιστρος και Ροδάμνη» κ.ο.κ.) τον 13ο αιώνα, ενώ αυτά γράφτηκαν αργότερα.
            Σ’ αυτή τη σαγήνη να προσθέσω και το παραμυθιακό στοιχείο, με μάγισσες και ιππότες, με νεράιδες και δάση, με σπάνιες πεταλούδες και κινούμενες άμμους. Το Βυζάντιο είναι τόσο ολοκληρωμένο σύμπαν, που σκέφτομαι ότι έχουμε ως πολιτισμός μια φοβερή παρακαταθήκη που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τον γοτθικό κόσμο του Χάρυ Πότερ ή την αναγεννησιακή αίγλη του Dan Brown. Αρκεί μια ταλαντούχα πέννα να τον αξιοποιήσει…

 

 
Το δεύτερο πλεονέκτημά-του είναι ότι εναλλάσσει χρόνους και σκηνές, ενώ κυρίως πλέκει την ιστορία του Ρος με την ιστορία της Ρωξάνης. Στο μεγαλύτερο μέρος-του το μυθιστόρημα κινεί τα νήματα των δύο ιστοριών παράλληλα, βάζοντας τον αναγνώστη το δέλεαρ να κατανοήσει και να περιμένει να δει ποια είναι η μεταξύ-τους σχέση. Και γενικότερα πολλά πρόσωπα αλληλοδιαπλέκονται, χωρίς να φαίνεται πώς η πορεία του καθενός θα διασταυρωθεί με τις ιστορίες των άλλων.
 

            Τελικά όμως ο αναγνώστης μένει με μια γρήγορη κατάληξη, ένα βιαστικό κλείσιμο που συνδέει τα πρόσωπα αλλά… Η ταχύτητα της αφήγησης γίνεται απότομα γρήγορη και ακανόνιστη, χάνεται το βάθος, εξασθενεί ο ρυθμός. Αφετέρου, η συγκίνηση της αποκάλυψης γίνεται μελό, καταντά εύκολος συναισθηματισμός, χάνει το παιχνίδι της ταυτοτικής αναζήτησης ή της κρίσης συνείδησης, οι κακοί τιμωρούνται, ο ήρωας φεύγει… Οι τελευταίες σελίδες υπονομεύουν την όλη κατασκευή και τελικά το βιβλίο αποβαίνει ένα εξωτικό μπεστ-σέλερ.
 
[Ο πίνακας της κορυφής είναι έργο του Χ. Μακρή στο makris.pblogs.gr. Οι εικόνες λήφθησαν από: hellas.teipir.gr, www.hellinon.net, ebooks.edu.gr, chilonas.wordpress.com και en.academic.ru]
            Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, October 23, 2013

“Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη” του Νίκου Δαββέτα

Όταν η Ιστορία συναντά τον φόνο, όταν ο Πικάσο τον Μπελογιάννη, όταν η ζωγραφική τη λογοτεχνία, όταν η πολιτική τον έρωτα τι είδους μυθιστόρημα μπορεί να προκύψει από αυτές τις εκρηκτικές ενώσεις; (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, αρ. 9) 
 
 
Γαλλικός καφές με cointreau:
Νίκος Δαββέτας
“Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Προβληματίζομαι με αφορμή το βιβλίο του Δαββέτα για το αν η αριστερολογία, που τα τελευταία χρόνια συνεχίζει να κανοναρχεί τη λογοτεχνία-μας, είναι και ένα άτυπο παράσημο για κάθε βιβλίο που θα ενταχθεί σ’ αυτήν. Το ίδιο σκέπτομαι για την ιστοριολαγνία, η οποία (θέλουν πολλοί να) βαπτίζει το έργο-τους ξεχωριστό και ιδιαίτερο, αφού στις σελίδες-του παρελαύνουν ονόματα βαριά σαν ιστορία και ευκλεή από τη δόξα του έθνους, των αγώνων ή και των αμφιλεγόμενων δραστηριοτήτων-τους. Έχω στον νου-μου πολλά κείμενα που γράφτηκαν παρασιτικά πάνω σε επώνυμους της εγχώριας ή διεθνούς σκηνής, πολλοί εκ των οποίων έγιναν σημαία (αριστερών) ιδεολογιών και τώρα έρχονται να κατοικήσουν στη σκέψη-μας, προσδίδοντας κύρος σε όποιον ασχοληθεί μαζί-τους.
           
Οι σκέψεις αυτές ξεπήδησαν όσο κρατούσα το τελευταίο “πολιτικό νουάρ” του Δαββέτα, πριν ακόμα το ανοίξω, άρα και πριν ακόμα γευτώ τη λογοτεχνική-του αξία, πριν ακόμα “συγκρουστώ” ως αναγνώστης με το ιδεολογικό-του μήνυμα και το φορτίο του περιεχομένου-του.

            Η ιστορία, γιατί είναι ώρα να ασχοληθώ με το ίδιο το έργο, αφορά στον Έλληνα διανοούμενο της αριστεράς Αντωνέν Καμμιλό (Αντώνη Καμμιλή), που βρέθηκε στο Παρίσι, όπου έγραψε τα βιβλία-του, και τέλος δολοφονήθηκε. Πριν όμως πεθάνει πρόλαβε να αφήσει στη βαφτισιμιά-του Ντενίζ δυο (προ)σχέδια του Πικάσο που απεικονίζουν τον Μπελογιάννη. Παρόλο που η δολοφονία ακούγεται εξ αρχής μέσα στο βιβλίο, το αστυνομικό σκέλος του κειμένου, δεν είναι αυτό που οιστρηλατεί την ανάγνωση, αλλά περισσότερο η πολιτική πτυχή των γεγονότων και των προσώπων. Η αναζήτηση του δολοφόνου πιο πολύ συνεπάγεται την αναζήτηση της γνησιότητας ή της πλαστότητας των σχεδίων, μέσω της οποίας θα βρεθεί και η άκρη στο νήμα.
            Το κείμενο είναι γραμμένο σε απλό ύφος, γεγονός που καταλογίζεται στα συν-του. Οι σκηνές είναι μικρές, η πυκνότητά-τους σχετικά ικανοποιητική, ο ρυθμός τόσος ώστε να μπούμε στην ατμόσφαιρα χωρίς να χάσουμε τον νομοτελειακό στόχο της αφήγησης. Όμως, τα πρόσωπα δεν έχουν βάθος, αφού δεν ολοκληρώνονται με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα τα καρφώσει στη σκέψη-μας. Ίσως γιατί η προσοχή πρέπει να προσανατολιστεί προς τον ίδιο τον Μπελογιάννη, του οποίου η ψυχοσύνθεση σκιαγραφείται αμυδρά, υπαινικτικά, πλαγίως, στο φως των αναπτήρων που ανάβουν μπροστά στη μορφή-του. Το σκίτσο-πορτρέτο-του, που φιλοτεχνήθηκε από την περίφημη φωτογραφία με το γαρύφαλλο, συνοψίζει την ηρεμία έστω και πριν από την εκτέλεση, την επανάσταση που στολίζεται από τον έρωτα για την Έλλη, τη διεθνή αναγνώριση ενός αγώνα που απαιτούσε θυσίες και ήρωες.
            Το μυθιστόρημα του Δαββέτα εντάσσεται, όπως προείπα, στα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας που τα τελευταία χρόνια εστιάζουν στον Εμφύλιο και στις μετεμφυλιακές συνέπειες, συνεχίζει την παράδοση των κειμένων που προσπαθούν να ξαναδούν την Ιστορία, διασταυρώνεται με άλλα βιβλία που συνδέουν τη ζωγραφική με το ιστορικό γίγνεσθαι (π.χ. “Το απαραίτητο φως” της Ντορίνας Παπαλιού) και φυσικά ανήκει στην ίδια λογική με το προηγούμενο έργο του Δαββέτα “Η Εβραία νύφη”, όπου πάλι ένας ζωγράφος, ο Ρέμπραντ εκείνη τη φορά, έρχεται με πίνακά-του να φωτίσει το παρελθόν και το παρόν [Παρεπιμπτόντως, ευχαριστώ τον συγγραφέα που το 2009 επικοινώνησε μαζί-μου με μέιλ με αφορμή την προηγούμενη ανάρτησή-μου γι’ αυτόν, προκειμένου να παρουσιάσει (σεμνά και κόσμια) την άποψή-του για το έργο-του.]
            Τελικά, αποδεικνύεται στα μάτια-μου ότι η αστυνομική πλοκή ήταν ένα φανταχτερό περιτύλιγμα χωρίς αντίκρυσμα, ενώ το πολιτικό περιεχόμενο ήταν πολύ αμυδρό για να αντέξει σε βαθύτερο προβληματισμό. Η δολοφονία-του αποδεικνύεται άσχετη ή μακρινή με το πολιτικό διακύβευμα, η σχέση Πικάσο και Μπελογιάννη φαίνεται ελάχιστα δραστική, η μίξη Ιστορίας και πολιτικής με σασπένς από αστυνομική λογοτεχνία δεν με πείθει ότι θα θυμάμαι το βιβλίο σε μήκος χρόνου. Στο ίδιο μήκος κύματος με αυτό το συμπέρασμα κινούνται ιστολόγοι (Βιβλιοκριτικά) και κριτικοί (Κούρτοβικ, Τα Νέα, 22/6/2013). Υπάρχουν βέβαια και οι αντίθετες απόψεις , όπως αυτές του Αγοραστού στη www.bookpress.gr.
 
[Υλικό για την εικαστική διαμόρφωση του ποστ αντλήθηκε από: indobserver.blogspot.com, www.neolaia.gr, www.periothiko.com και akros-empisteutikon.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, October 22, 2013

«Αχ, και να ’ξερα γράμματα» του Γιώργου Μανιώτη

Μια εξομολόγηση που ανατέμνει τη μεταπολεμική ιστορία· ωραία, πολυφορεμένα λόγια, σαν ρούχο που παλιώνει αλλά ακόμα προσελκύει την προσοχή των συγγραφέων-στυλιστών που το φέρνουν στο προσκήνιο, αλλά ο αναγνώστης δεν ξέρει τι να το κάνει.  (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, αρ. 8)


Καφές από καλαμπόκι:
Γιώργος Μανιώτης
“Αχ, και να ’ξερα γράμματα”
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Ο μονόλογος και η ζωή μιας γυναίκας από την Κατοχή έως σήμερα. Μικρό κορίτσι έζησε τη γερμανική λαίλαπα και επιβίωσε χάρη στην αποφασιστικότητα της μάνας-της, πέρασε τον Εμφύλιο και επέζησε χάρη στην ουδετερότητα που δεν άφηνε αφορμές, διέβη μέσα από τα δύσκολα χρόνια της φτώχιας, καθώς δούλεψε με τον άνδρα-της, έκανε γιο, μετακόμισε από τα χωράφια του χωριού σε μια χαμοκέλα στην πόλη, μεροκάματο στην ταβέρνα που άνοιξαν, σταδιακά μια καλύτερη ζωή, λίγα χρήματα, παρά τις δυσκολίες, δάνειο, αποπληρωμή, χούντα, οικογενειακές συγκρούσεις, ομαλότητα και πάλι ανωμαλία, αντιπαροχή με τρία διαμερίσματα, σύνταξη κ.ο.κ.
            Η ανώνυμη αφηγήτρια είναι χαρακτηριστικός τύπος Ελληνίδας που ξεκίνησε από το χωριό, εργάστηκε σκληρά, έζησε τη συμβατική ζωή της ελληνικής οικογένειας, έκανε προκοπή. Ο άντρας-της ο κλασικός μικροαστός, δουλευταράς αλλά και καβγατζής, κομματάρχης αλλά και δειλός, κάποτε γκόμενος και μοιχός, αλλά ξανά ο συγκαταβατικός μέσος Έλληνας. Ο γιος-της ξεφεύγει ελαφρώς, γίνεται αντισυμβατικός ζωγράφος, αποκτά φήμη και μια κάποια περιουσία, μεγαλώνει και κάνει σχέδια μαζί με την Ελλάδα που πλουτίζει και εγκαταλείπει παραδοσιακούς τρόπους ζωής και επαρχιακές νοοτροπίες μπροστά στον εξαστισμό και την ευδαιμονιστική πορεία προς την ευμάρεια.
            Αναγνωρίζεις στερεοτυπικά την Ελλάδα της μεταπολεμικής εποχής, όπου ο ατομικός βίος του μέσου ανθρώπου συμφύεται με τον συλλογικό και η προσωπική πρόοδος συμβαδίζει με την κοινωνική αλλαγή. Βλέπεις στην ουσία μια τυπική γραμμή, την κλασική Ελληνίδα και την πορεία-της που συνοψίζει το έθνος και την κοινωνική-του εξέλιξη. Αυτό μπορεί να έχει αντιπροσωπευτική διάσταση, αλλά δεν παρέχει μια ιδιαίτερη οπτική γωνία, για να σφραγίσει τη σύλληψή-του.
Από την άλλη, αναγνωρίζεις την απλή γλώσσα, η οποία ωστόσο πέρα από την απλότητά-της δεν έχει τρανταχτά δείγματα λαϊκότητας, ασυνταξίας, διαλεκτικής ομιλίας, επαναλήψεων και ύφους που να προσιδιάζει σε μια χωριάτα, αγράμματη και απλοϊκή αφηγήτρια. Ο προφορικός τρόπος αφήγησης (και μάλιστα από έναν απλοϊκό άνθρωπο) είναι σπειροειδής, έρχεται και ξανάρχεται στα ίδια προσθέτοντας και διορθώνοντας, κάτι που κάνει την αφήγηση να αυτοβελτιώνεται και να αποκτά ένα περίεργο τρόπο ανάπτυξης.
Τόσο λοιπόν στην εξέλιξη της πρωταγωνίστριας όσο και στην εξέλιξη της γραφής, το κείμενο δεν ανταποκρίνεται σε προσδοκίες για εκπλήξεις, κυρίως επειδή δεν έχει προσωπική σφραγίδα.
Μόνο στο τέλος, η αφηγήτρια αποκαλύπτεται πως είναι ένα φάντασμα που έζησε, μετάνιωσε για μια ζωή στην γκρίνια, στη μεμψιμοιρία, στα λάθη, στην απομόνωση, στην υποταγή σε εφήμερα αγαθά και τώρα που πέθανε θέλει να τα πει για να δείξει τη ματαιότητα. Έτσι το τελευταίο μέρος του έργου κάνει αναδρομές σε όσα είχε ήδη πει, σχολιάζει και στοχάζεται, αναλογίζεται και απολογείται. Ο τόνος είναι κηρυγματικός και η όλη φιλοσοφία ξεφεύγει από την ιστορία και γίνεται διδαχή.
Κλείνοντας, αισθάνομαι την ανάγκη να πω πως η ζωή και η κοινωνία, τα βάσανα που μας φορτώνουν και οι καημοί, η πείρα του παρελθόντος και η αναμονή για ένα καλύτερο αύριο δεν αρκούν για να βγει ένα βιβλίο. Θέλει και μια εσωτερική, αισθητική, λογοτεχνική βάση που να μετουσιώσει το υλικό σε ολότητα, το βίωμα σε λογοτεχνικό έργο.
 
[Το φωτογραφικό υλικό είναι αντλημένο από: navi-patra.blogspot.com, pyrgostrifylias.blogspot.com, anapolisi.blogspot.com, www.tar.gr και www.ghostlycast.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, October 19, 2013

“Σερενάτα” του Ζουλφί Λιβανελί

Συγκινητικό, καλογραμμένο, ανθρώπινο, γέφυρα μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, απλό και απλοϊκό, ανεπιτήδευτο, καίριο… παρά την αφηγηματική-του καθίζηση. (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, αρ. 7)
 
 
Τουρκικός καφές μέτριος:
Zülfü Livaneli
“Serenad”
Dogan Kitap
2011
Ζουλφί Λιβανελί
Σερενάτα
μετ. Θ. Ζαράγκαλης
εκδόσεις Πατάκη
2013 

            Το πρώτο βιβλίο του Λιβανελί που διάβασα ήταν το «Σπίτι στο Βόσπορο» και ενθουσιάστηκα με την ήπια γραφή-του, η οποία μεταφέρει γνήσια συγκίνηση και ανθρωπιά στον αναγνώστη. Κι όντως η πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει για ανθρώπινα συναισθήματα, για το πώς η καρδιά μαλακώνει όταν βρίσκεται μπροστά σε τραγικές καταστάσεις, που ωστόσο είναι απίθανα καθημερινές, φαίνεται και σ’ αυτό το έργο.
            Ο υπερ-ογδοντάχρονος Μαξ Βάγκνερ, αμερικανός καθηγητής γερμανικής καταγωγής, έρχεται το 2001 στην Κωνσταντινούπολη προσκεκλημένος του Πανεπιστημίου και τον υποδέχεται η επί των δημοσίων σχέσεων του ιδρύματος Μάγια Ντουράν. Ο καθηγητής κερδίζει το ενδιαφέρον της κατά πολύ νεότερης ξενίστριάς-του, ειδικά όταν αρχίζουν να μπαίνουν στο παιχνίδι μυστικές υπηρεσίες, ντόπιες και ξένες, που τον παρακολουθούν από κοντά. Όταν μάλιστα πηγαίνει σε μια παραλία του Εύξεινου Πόντου να αφήσει στεφάνι στη Νάντια και να παίξει βιολί μέσα στο καταχείμωνο, η περιέργεια της αφηγήτριας αυξάνεται και ψάχνοντας ανακαλύπτει ότι αυτός έφυγε από τη Γερμανία το 1939 και έφτασε στην Ισταμπούλ, όπως και πολλοί άλλοι Γερμανοί και Εβραίοι καθηγητές, για να γλιτώσει από το ασφυκτικό περιβάλλον του ναζισμού.
            Ο Λιβανελί φέρνει στο προσκήνιο πτυχές της Ιστορίας, όχι μόνο του μεσοπολέμου και της γερμανικής μανίας εναντίον των Εβραίων, αλλά και της ουδέτερης στάσης της Τουρκίας (υπόγεια φιλογερμανικής), που έχτισε το πανεπιστημιακό-της σύστημα σε γερμανικές βάσεις. Αλλά και η Μάγια ανακαλύπτει το δικό-της παρελθόν, καθώς η μία της γιαγιά ήταν Αρμένισσα και δεινοπάθησε από τις διώξεις των Τούρκων, ενώ η άλλη ήταν Τουρκάλα της Κριμαίας και σώθηκε την τελευταία στιγμή από τον θάνατο. Κάπου μάλιστα ακούγονται και διώξεις των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων το ’55. Το τουρκικό έθνος, λέει ο Λιβανελί, είναι ένα αμάλγαμα πολλών εθνοτήτων, θρησκειών, πολιτισμών, που κατασκευάστηκε από τον Κεμάλ, αφήνοντας πίσω το κουφάρι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
            Κι ενώ η ανάγνωση κυλάει με φυσιολογικούς ρυθμούς, το βιβλίο του Λιβανελί δυστυχώς με απογοήτευσε τόσο επειδή δεν είχε τη στόφα του προηγούμενου, όσο και επειδή αφηγηματικά έπασχε από απλοϊκότητα και αφέλεια. Κι αυτό γιατί, παρόλο που ο συγγραφέας προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ένα-δυο δομικά τεχνάσματα, όπως ότι το κείμενο γράφεται από τη Μάγια ενώ πετάει για την Αμερική ή τον εγκιβωτισμό της ιστορίας του Μαξ και της Νάντια, όπως καταγράφηκε στο μαγνητόφωνο της Μάγια, παρατηρούνται πολλά προβλήματα.
            Το πιο σημαντικό είναι ότι η αφήγηση γίνεται τόσο επίπεδη, τόσο φλύαρη, τόσο σχοινοτενής, σαν να πρέπει η αφηγήτρια να εξηγήσει τα πάντα. Αυτό κάνει την εξιστόρηση των γεγονότων και των σκέψεων να τραβάει, να πλατειάζει, να χάνει την αφαιρετική-της πυκνότητα, με αποτέλεσμα να κάνει τον αναγνώστη να πλήττει και κυρίως να εξασθενεί τη δύναμη-της, να αποδυναμώνει τις κορυφώσεις και να απλουστεύει επικίνδυνα τα σημεία που θα έπρεπε να λείπουν ή να είναι πιο περιεκτικά.
            Το καλύτερο κομμάτι του μυθιστορήματος είναι η αφήγηση του Μαξ Βάγκνερ, που εξιστορεί τις μάταιες προσπάθειες να σώσει την εβραία σύζυγό-του. Το κεφάλαιο αυτό βρίθει συγκίνησης και τραγικότητας, καθώς δραματοποιεί το πραγματικό γεγονός που συνέβη το 1941. Το πλοίο Struma ανέλαβε να μεταφέρει έναντι αδράς αμοιβής εκατοντάδες Εβραίους από τη Ρουμανία στην Παλαιστίνη. Κι όταν το σαπιοκάραβο έφτασε στον Βόσπορο, χαλασμένο και γεμάτο άρρωστους και πεινασμένους ανθρώπους, δεν έγινε δεκτό ούτε από την Τουρκία, για να τα έχει καλά με τους Γερμανούς, ούτε από τη Βρετανία, που έλεγχε την Παλαιστίνη, για να μη χαλάσει τις σχέσεις-της με τους Άραβες. Έτσι, έμεινε ακυβέρνητο στα ανοικτά της Σιλέ και εντέλει τορπιλίστηκε από σοβιετικό υποβρύχιο. Ο καθηγητής Βάγκνερ έβλεπε τόσο κοντά τη σωτηρία της γυναίκας-του Νάντια, αλλά τελικά βυθίστηκε σε βαθύ πένθος με την απώλειά-της και έφυγε από την Τουρκία ως ανεπιθύμητο πρόσωπο για την Αμερική.
            Ο Τούρκος πεζογράφος αποδεικνύει ακόμα μια φορά ότι η αφήγηση με απλά υλικά μπορεί να διατηρήσει τη λογοτεχνία σε υψηλά επίπεδα και δεν χρειάζονται πάντα μοντερνιές ή μεταμοντερνιές για να θέλξει τον ανήσυχο αναγνώστη.
Δείτε και την άποψη της Βιβής Γ 

[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 11/10/2013. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι από: www.turkishnews.com, selmaer3.blogcu.com, isurvived.org και biblicalconnection.wordpress.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, October 17, 2013

“Δυο φορές αθώα” της Έλενας Χουζούρη

Τασκένδη – Αθήνα. Όπως παλιννόστηση σε μια πατρίδα που η ηρωίδα δεν την είχε γνωρίσει. Πρόκειται για την επιστροφή στο παρελθόν, από το οποίο διώχθηκαν οι γονείς, πολιτικοί πρόσφυγες που έπρεπε να ξεκινήσουν τη ζωή-τους στο νέο –ειδυλλιακό- περιβάλλον. Και τα παιδιά-τους; (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, αρ. 6) 
 
 
Καφές από καλαμπόκι:
Έλενα Χουζούρη
“Δυο φορές αθώα”
εκδόσεις Κέδρος
2013 

            Όταν το 2009 η Έλενα Χουζούρη κυκλοφορούσε το βιβλίο-της “Πατρίδα από βαμβάκι” ή ακόμα πιο πίσω όταν το προγραμμάτιζε με ταξίδι στη μακρινή Τασκένδη, είχε μπει άραγε στο μυαλό-της η ιδέα να συνεχίσει μια άτυπη διλογία στον ίδιο άξονα; Γιατί η τύχη του ήρωά-της που είχε αυτοεξοριστεί στη Σοβιετική Ένωση, για να αποφύγει τις εγχώριες διώξεις και να βρει αδελφά έθνη, αποτελεί την πραγμάτωση του θέματος του πολιτικού πρόσφυγα που βρίσκει μια νέα πατρίδα. Τώρα, στο ίδιο πνεύμα, μία κόρη ενός τέτοιου πρόσφυγα επιστρέφει στην Ελλάδα.
            Πρόκειται για τη Βερόνικα, που ζει στην Αθήνα από το 1989, κι ακόμα νοσταλγεί τη γενέτειρα πόλη και τους ρυθμούς δουλειάς και ζωής. Εδώ της ζητείται να δώσει συνέντευξη στο πλαίσιο μιας έρευνας για τα παιδιά των πολιτικών εξόριστων στη Δανάη και ορίζουν τόπο συνάντησης το ξενοδοχείο Τιτάνια. Εκεί συναντά τον παλιό της έρωτα, τον Ρωσοεβραίο και νυν Αμερικανό επιχειρηματία Ιόσιφ, που ήλθε στην Ελλάδα για επενδύσεις.
            Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά στήνονται οι δύο κόσμοι, αυτός της γκρίζας Αθήνας και της μαγευτικής Τασκένδης (παρεμπιπτόντως, πολύ ωραίο το εξώφυλλο του βιβλίου), μια αντίθεση που βλέπει με αναπόληση την καθημερινότητα, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς μέσο, χωρίς μιζέρια τον τρόπο ζωής στη σοβιετική δημοκρατία. Η Χουζούρη τείνει εξ αρχής, κι όσο προχωράει κανείς το καταλαβαίνει ακόμα περισσότερο, να προβάλλει την Τασκένδη και το κομμουνιστικό καθεστώς με εξωραϊστική διάθεση, τόση όση υπήρχε στους αριστερούς στοχαστές πριν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Κι αυτό δημιουργεί υπόνοιες πως ο κόσμος της μουντής Αθήνας, που πράγματι έτσι είναι, δεν μπορεί να παραλληλίζεται με τη φωτεινή και μόνο πλευρά μιας άλλης ζωής. Η προπαγανδιστική ωραιοποίηση ναρκοθετεί την αναμενόμενη νοσταλγία ενός ανθρώπου που μεγάλωσε σε μια άλλη ιδεολογική κοσμοαντίληψη και πρακτική.
            Αν προσπεράσουμε αυτόν τον χάντακα, η διπλή ταυτότητα, η ζωή του εκπατρισμένου που και στις δύο πατρίδες νιώθει ξένος, η απόσταση από το τώρα αλλά και από το πριν είναι ένα θέμα που έχει δουλευτεί πλειστάκις. Ο Τοντόροφ έχει γράψει μια ολόκληρη μελέτη επ’ αυτού, ενώ πολλοί συγγραφείς πραγματεύονται αυτήν την απόσταση, από τον Γιώργο Ιωάννου, με τον οποίο έχει ασχοληθεί η Χουζούρη σε πραγματεία-της, έως τον ελληνοσουηδό Άρη Φιορέτο, μότο του οποίου αποτελεί προμετωπίδα του “Δυο φορές αθώα”. Εκτός από τους παραπάνω, η Χουζούρη διανθίζει το έργο-της με αναφορές στον Μητά και την παραμονή-του στο Χαλ ή τον Μαγκλίνη, ο οποίος στην “Ανάκριση” αγγίζει το θέμα της αυτοχαράκωσης της κόρης ως τιμωρίας για τον χουντοβασανισμένο πατέρα-της και σε άλλους.
            Η Βερόνικα παρουσιάζεται δύο φορές αθώα. Αν αθώοι ήταν οι ίδιοι οι πολιτικοί πρόσφυγες που αναγκάστηκαν ελέω ιστορίας να εκδιωχθούν αναζητώντας τη νέα πατρίδα στα βάθη της Ασίας, τότε τα παιδιά-τους είναι δυο φορές αθώα, που μεγάλωσαν εκτός Ελλάδας και αναγκάστηκαν ελέω νοσταλγίας να επιστρέψουν σ’ αυτήν και να εγκλιματιστούν με πόνο και οδύνη. Η ιδέα της Χουζούρη είναι πολύ δυνατή.
            Από εκεί όμως και πέρα το πρώτο μέρος είναι πολύ περιγραφικό, γεμάτο με πινελιές που βαραίνουν την ανάγνωση και βαλτώνουν την πορεία-της. Κι από εκεί και έπειτα, η διασταύρωση της Βερόνικα με τον χαμένο έρωτά-της και με τη θεωρούμενη από όλους πεθαμένη μητέρα-της, η οποία ωστόσο τους είχε εγκαταλείψει για τον εραστή-της, φλερτάρει με το μελό, αδυνατίζει την όποια αναζήτηση ταυτότητας και τελικά μεταξύ πατρίδας και ανθρώπινων σχέσεων η ηρωίδα χάνει την υπόστασή-της. Τέλος, το ύφος της συγγραφέως μου φάνηκε λειψό, αναιμικό, πολύ φτωχότερο της τραγικότητας που θα μπορούσε να εγείρει, πολύ επίπεδο, έστω κι αν η υποβόσκουσα ποιητικότητα θα ήθελε να το κάνει πιο ιδιαίτερο.
 
{Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.springholidaysltd.com, en.wikipedia.org, dic.academic.ru, www.faradventurestravel.com, www.youtube.com και www.harleytourism.com}
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 14, 2013

“Η άσκηση του Ροτ” της Βασιλικής Ηλιοπούλου

Όταν η μνήμη εξασθενεί, τόσο το άτομο χάνει κομμάτια από τον εαυτό-του όσο και το έθνος περιφέρεται επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη. Ωραία η ιδέα της πεζογράφου, αλλά πολύ άνευρο το αποτέλεσμα (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΙΣΤΟΡΙΑ, αρ. 5). 
 
 
Καπουτσίνο με άρωμα κάστανο:
Βασιλική Ηλιοπούλου
“Η άσκηση του Ροτ”
εκδόσεις Κέδρος
2013 

            Τσίμπησα πιστεύοντας, από τον τίτλο, ότι το μυθιστόρημα σχετίζεται με το έργο του γερμανού συγγραφέα Joseph Roth, που δημοσίευσε τα έργα του στον μεσοπόλεμο. Κι έτσι φαντάστηκα (επέδρασε σ’ αυτό και το εξώφυλλο και η εμπνευσμένη σύνθεσή-του) πολλά, μπήκα νοερά και στο κλίμα μιας γραφής όπως το προηγούμενο έργο της συγγραφέως, το “Σμιθ”, αλλά στο πιο ευρωπαϊκό-της, δελεάστηκα από αυτό που φανταζόμουν και αγόρασα το βιβλίο. Ως προς την πρώτη πλάνη, έφταιγα εγώ, ως προς τη δεύτερη η αδυναμία της Ηλιοπούλου να αρθεί στο ύψος του πρώτου-της βιβλίου.
            Η ιστορία έχει να κάνει με τον Έκτορα Λαζαρίδη και το διπλό ταξίδι της μνήμης. Από τη μία, το χειρόγραφο του αγωνιστή πατέρα-του το οποίο ο γιος πλέον επιχειρεί να εκδώσει, για να διασώσει, για να απαθανατίσει τις μαρτυρίες των αριστερών, κι από την άλλη, η δική-του απώλεια μνήμης την οποία προσπαθεί να αποσοβήσει με ασκήσεις καταγραφής, όπως του συνέστησε ο νευρολόγος-του ονόματι Ροτ. Η μνήμη λοιπόν λειτουργεί διττά: από τη μία ως ανάγκη που επιβάλλει την παρουσία-της ως υποχρέωση του παρόντος να διατηρήσει το παρελθόν κι από την άλλη ως ασύνειδη προσπάθεια του παρόντος να λησμονήσει (αυτό δηλώνει εμμέσως η ελαφρά αμνησία, που επιχειρεί να θεραπεύσει ο Έκτορας).
            Ο πιθανός όμως εκδότης αυτοκτονεί κι ο Έκτορας επιδίδεται σε μια αέναη προσπάθεια να πάρει πίσω το χειρόγραφο που του είχε παραδώσει, κάτι σαν υποχρέωση απέναντι στον ήρωα πατέρα του και στη μαρτυρία-του. Φέρνει στο ίδιο επίπεδο το παρόν και τη σχέση-του με τη Σωτηρία, την κόρη του αυτόχειρα εκδότη-του, και το παρελθόν που αφορά την αδελφή-του Έλλη και την οικογένειά-του εν γένει, φίλους και περιστατικά που έρχονται ως άσκηση μνήμης για να του δυναμώσουν τη μνημονική διαδικασία του εγκεφάλου-του.
            Για άλλη μια φορά ο Εμφύλιος, παρά τις όποιες εγγενείς επιφυλάξεις του αφηγητή για την αξία της συνεχούς υπενθύμισής-του, αποτελεί το κεντρικό θέμα ενός μυθιστορήματος, όπως συμβαίνει με πολλά ανάλογα τα τελευταία χρόνια. Αυτό καθεαυτό λειτουργεί για τον αναγνώστη ανασταλτικά, αφού ο τελευταίος υφίσταται –με τα τόσα βιβλία που τον κατακλύζουν- έναν ιστορικό κορεσμό, εφόσον η πραγμάτευση του θέματος δεν έχει να προσφέρει κάτι στην εθνική-μας αυτογνωσία.  
            Το πιο σημαντικό ωστόσο πρόβλημα του βιβλίου είναι η απουσία σχεδίου, έτσι τουλάχιστον δείχνει, καθώς η αρχική ιδέα ξεφουσκώνει και η πλοκή οδηγεί σε ανούσιες κατευθύνσεις. Ο αναγνώστης, χαμένος μεταξύ αφήγησης και ανάμνησης, πείθεται ότι το υλικό μπήκε άτακτα και παρέσυρε τη συγγραφέα σε μια πορεία που δεν είχε νομοτέλεια και σκοπό. Το παρελθόν έρχεται σε θραύσματα και δημιουργεί μια χαοτική κατάσταση βιωμάτων και εμπειριών που ναι μεν διαφοροποιούνται με άλλη γραμματοσειρά αλλά δεν φαίνεται να συγκλίνουν σε μια κεντρική ιδέα.
            Είδα πριν από καιρό τη βιβλιοπαρουσίαση στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και έμεινα ενεός με την απουσία γνώμης του συντάκτη-της. Ναι μεν ο Κυθρεώτης εντάσσει το έργο στον γενικότερο προβληματισμό περί Εμφυλίου και αναδεικνύει το ερώτημα ποιον αφορούν όλα αυτά, αλλά δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να περιγράφει το βιβλίο χωρίς καμία αξιολόγηση που να εξηγεί την αξία-του. Εκτός, αν η αξία-του ορίζεται από το βραβείο που πήρε η Ηλιοπούλου για το “Σμιθ” και την πραγμάτευση του θέματος της μνήμης που εξυψώνει παραχρήμα το έργο; Νομίζω και οι άλλοι κριτικοί που ασχολήθηκαν με το έργο είχαν θετική προδιάθεση απέναντί-του έχοντας το πρώτο μυθιστόρημα της συγγραφέως υπόψη. Άλλοι από αυτούς έμειναν με εξίσου θετικές εντυπώσεις (Δημητρούλια) κι άλλοι εξέφρασαν τις επιφυλάξεις που δεν τους άφηναν να δουν το έργο ως υψηλού επιπέδου λογοτεχνία (Χατζηβασιλείου).

[Υλικό για την εικαστική διακόσμηση της ανάρτησης λήφθηκε από: www.123rf.com, www.goodyhealth.com, www.freepik.com, www2.rizospastis.gr, excitingreading.blogspot.com και damiza.wordpress.com]
Πατριάρχης Φώτιος