Thursday, September 29, 2011

“Αιρετική μυθολογία” του Σταμάτη Δαγδελένη

Πόσες εκδοχές έχει ο μύθος του Οιδίποδα; Πώς ήταν πριν τον πάρει ο Σοφοκλής και πώς τον έπλασε ένας άλλος συγγραφέας, λ.χ. η Ρέα Γαλανάκη στο “Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα”; Πώς ήταν ο μύθος του Άμλετ πριν τον επεξεργαστεί ο Σαίξπηρ; Και πώς μετά;
Espreso doble:
Σταμάτης Ε. Δαγδελένης
Αιρετική μυθολογία
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2010

            Ποιος είπε ότι οι μύθοι ήταν και μένουν αναλλοίωτοι, παγιωμένοι στην καθιερωμένη-τους μορφή, και δεν αλλάζουν στο πέρασμα των αιώνων, είτε από τη φυσική αλλοίωση στη μνήμη του λαού ή από την ενσυνείδητη μεταγραφή-τους από αναμοχλευτές συγγραφείς; Άλλωστε στην αρχαιότητα οι τραγωδοί έπαιρναν τον μύθο και τον έπλαθαν δημιουργικά, με αποτέλεσμα να έχουμε πολλαπλές εκδοχές μιας γνωστής κι από άλλες πηγές ιστορίας. Αλλά και σήμερα, είτε σε μορφή σίκουελ, είτε στο πλαίσιο της διαδικτυακής fun-fiction οι καθιερωμένες παραδόσεις αναθεωρούνται και οι καταλήξεις των γνωστών μύθων, όταν δεν ικανοποιούν, αμφισβητούνται και συχνά αλλάζουν.
            Ο Σταμάτης Δαγδελένης διακρίνεται, όπως φάνηκε και στο “Βιβλίο των αιρέσεων” (2008), από μια πλούσια φαντασία που δεν αρκείται στα παραδεδομένα, αλλά εφευρίσκει νέους τρόπους να ξαναγράψει το παλιό και να δώσει μια αιρετική, νοητικά προκλητική και αφηγηματικά έξυπνη εξέλιξη, που ταυτόχρονα ακολουθεί τα χνάρια του παραδεδεγμένου και συνάμα καινοτομεί και προτείνει νέες αναγνώσεις. Στο παρόν τομίδιο, η αραβική μυθολογία συνδέεται με την εβραϊκή, ο σαιξπηρικός κόσμος τίθεται υπό εξέταση, η αρχαιοελληνική μυθολογία συζητιέται, τα παραμύθια του Άντερσεν παίρνουν νέες διαστάσεις, τα βουδιστικά μηνύματα εκσυγχρονίζονται, ο βασιλιάς δεν είναι πλέον γυμνός, οι μύθοι των ζώων γίνονται αλληγορίες ανθρώπων, ο Πινόκιο ανακαλύπτει ότι υπάρχουν και επικερδή ψεύδη, ο κόμης Δράκουλας ξαναζεί…
            Φυσικά ξεκινά κανείς από την απόλαυση της άδολης ανάγνωσης, της επανασύνδεσης με το αφηγηματικό πλαίσιο του μύθου, με το παιδικό, αθώο και καμιά φορά νοσταλγικό ταξίδεμα του νου σε ποικίλες εποχές και οικείες, αρχετυπικές μερικές φορές, καταστάσεις. Ξαναδιαβάζουμε το γνωστό και από τη χρήση φθαρμένο για να το γευτούμε πάλι με τη γλυκιά αναμονή της ξαναβαφτισμένης αλλά πάντα γεμάτης με την αίγλη του παλιού κρασιού ιστορίας. Γινόμαστε ξανά παιδιά ή παραδοσιακοί αναγνώστες, ίσως λιγότερο απονήρευτοι και λιγότερο ρομαντικοί, αλλά πάντοτε διψασμένοι για παραμύθια και ιστορίες.
            Οι μικρές ιστορίες του Δαγδελένη απηχούν την παλιά εκδοχή των μύθων, οι οποίοι κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν, αν δηλαδή θα ανατρέψουν ή θα συμπληρώσουν το στόρι με νέες επινοημένες συνέχειες. Κι αυτή η βουτιά στο ήδη γνωστό με τη συνταγή του σύγχρονου βλέμματος είναι άκρως γόνιμη.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Ευχαριστώ τον Σταμάτη Δαγδελένη που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει το βιβλίο-του.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 27, 2011

“Sputnik Caledonia” του Άντριου Κρούμυ

Πώς συνδυάζεται η φυσική και η μεταφυσική; Πώς η επιστήμη και η λογοτεχνία; Πώς η δική-μας αλήθεια με την αλήθεια των άλλων; Είναι η πραγματικότητα μια απόλυτη ύπαρξη ή υπάρχουν παράλληλες αλήθειες;
Scottish coffee with vodka:
Andrew Crumey
“Sputnik Caledonia”
2008
Άντριου Κρούμυ
“Sputnik Caledonia”
μετ. Γ. Κυριαζής
εκδόσεις Πόλις
2011

            Αν θελήσει κανείς να γνωρίσει μία χαρακτηριστική μεταμοντερνιστική εκδοχή του κόσμου, ανάμεσα σε άλλες, θα άξιζε να διαβάσει το μυθιστόρημα αυτό, που συνοψίζει στην αρχή-του τη μεταμοντερνιστική συνθήκη, όπως αυτή φαίνεται στους διαλόγους του εννιάχρονου Ρόμπ με τον πατέρα-του. Ο μικρός Σκοτσέζος εκφράζει απορίες για τον κόσμο καθώς μεγαλώνει και έχει βάλει στόχο να γίνει αστροναύτης στα πρότυπα των ρώσων κοσμοναυτών. Ο πατέρας, φιλοσοφών εργάτης, αριστερός, ορθολογιστής, προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα με συλλογισμούς και σκέψεις που εκφράζουν ένα υλιστικό-θετικιστικό προφίλ.
Η αποτυχία του πατέρα να φανεί απόλυτα πειστικός, αφού τα σοφίσματά-του συχνά βουλιάζουν μέσα στη λογική-τους, τίθεται σε παραλληλία με τις απλές σκέψεις του γιου, ο οποίος εκφράζει συχνά πιο ρεαλιστικές προτάσεις, βγαλμένες όμως κι αυτές μέσα από την παιδική-του αφέλεια. Ο κόσμος, ισχυρίζεται ο μεταμοντερνισμός, δεν είναι σίγουρο αν  συλλαμβάνεται καλύτερα με τη λογική της ώριμης ανθρωπότητας ή με την αφέλεια της αθωότητας, που μπολιάζεται συχνά από τις μονομανίες των μεγάλων.
            Στο δεύτερο μέρος, η ιστορία μεταπηδά σε μια βάση της Σκωτίας, η οποία πλέον ανήκει στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βρετανίας, στα πρότυπα της Ε.Σ.Σ.Δ., όπου μυστικά και απόκρυφα προετοιμάζονται πειράματα που έχουν σχέση με το διάστημα –εξ ου και ο τίτλος, που υπονοεί σκοτσέζικο (καληδονιακό) διαστημικό πρόγραμμα. Εκεί ο Ρόμπ Κόιλ, 19 ετών πια, είναι εθελοντής στρατιώτης και χάρη στις τηλεματικές ικανότητές-του θα είναι ο βασικός συμμέτοχος σε πείραμα λήψης κυμάτων από μια μαύρη τρύπα, το λεγόμενο Κόκκινο Αστέρι. Στο τρίτο μέρος, ο πατέρας Κόιλ, γέρος πλέον, ζει και κατατρώγεται με τον αδόκητο χαμό του γιου-του, που πέθανε από καρκίνο…
            Με παραδοσιακούς όρους έχουμε τρεις ασύμβατες ιστορίες, μια οικογενειακή, μια επιστημονικής φαντασίας και ένα θρίλερ, που διατηρούν την αυτοτέλειά-τους. Ξεχωριστά αν τις κρίνει κανείς, βλέπει τη διαφορά νοοτροπίας μεταξύ του γιου και του πατέρα στην πρώτη, το σασπένς αλλά και την πολλαπλότητα των εκτιμήσεων μεταξύ των μελών της βάσης στη δεύτερη και την τραγική φυσιογνωμία του πατέρα στην τρίτη. Ειδικά στη δεύτερη ιστορία, ο έκπληκτος Ρόμπι βομβαρδίζεται από τη γνώμη των επιστημόνων, τις τάσεις των συστρατιωτών, τις αντιλήψεις των Χριστιανών που διώκονται, των στελεχών του κόμματος, μιας πόρνης την οποία αγάπησε κ.ο.κ. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο κι όλα φαίνονται λογικά και δίκαια, αλλά σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς (σαν κι αυτό που ζουν) επικρατεί τελικά η ολιστική αντίληψη του εκπροσώπου του Κόμματος.
            Με μεταμοντέρνους όρους πρέπει να λάβουμε μερικές βασικές παραμέτρους υπόψη για να ξεκλειδώσουμε το κείμενο. Αφενός, η ατάκα που ακούγεται συχνά στο μυθιστόρημα είναι: «όλα συνδέονται μεταξύ-τους» (κατά τη θεωρία του Χάους;). Συνεπώς, ο αναγνώστης πρέπει συνεχώς να κρατά τα ποικίλα νήματα που αφήνουν οι ιστορίες και να συνδυάζει δεδομένα και στιγμιότυπα, να συνάπτει αίτια και αποτελέσματα, να κινείται σε δύο ή και τρία επίπεδα… Διαβάζει τρεις εύπεπτες ιστορίες, αλλά εντέλει είτε θα τις απορρίψει ως ασύνδετες ή θα καταφέρει να λύσει τον κύβο του Ρούμπικ και να συλλάβει την πραγματικότητα σφαιρικά. Γι’ αυτό και στην υπαρξιακή ερώτηση “τι είναι αλήθεια”, πριν από την τελική απάντηση που συνοψίζεται στο ότι τα πάντα συνδέονται μεταξύ-τους, ακούγεται η τρέχουσα θεωρία περί πολλών αληθειών, καθεμία από τις οποίες έχει το δικό-της δίκιο, αλλά και όλες μαζί σχηματίζουν παραλληλίες και ανέχονται η μία την άλλη, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ένα κέντρο αλλά πολλά, δεν υπάρχει ένα δόγμα αλλά πολλά, δεν μπορεί να υποστηριχθεί μία εκδοχή της πραγματικότητας χωρίς να προβληθεί και μια άλλη, εξίσου σωστή.
{Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, September 25, 2011

«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα»

Η οικονομική κρίση είναι πρώτιστα πολιτ(ισμ)ική· αυτό είναι πολλάκις γραμμένο και δεν το ξαναγράφω για να κομίσω γλαύκας εις Αθήνας. Ξεκινώ μ’ αυτό για να καταθέσω μερικές σκέψεις για την κατάντια του κράτους, της δημοκρατίας και της κοινωνίας-μας.
1.Η χειρότερη συνθήκη της δημοκρατίας-μας που δίνει το δικαίωμα στους κυβερνώντες να μας εκμεταλλεύονται είναι η ταύτιση νομοθέτη και εργοδότη. Είναι το κράτος εργοδότης 1.000.000 εργαζομένων αλλά είναι και νομοθέτης που καθορίζει πώς προσλαμβάνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι (με μέσο φυσικά), πώς θα αμείβονται (ανάλογα με το υπουργείο και τον κλάδο), πόσο θα περικόπτονται οι μισθοί-τους (όσο θέλουνε οι άρχοντες) και πώς θα απολύονται (εκεί θα γίνει ενδο-πασοκική σφαγή).
2.Ανάλογα, εκατοντάδες χιλιάδες υπερήλικες πλήρωναν κατά τον νόμο τις εισφορές-τους, θέλοντας και μη, με την “συμφωνία” ότι το κράτος κρατά αυτά τα χρήματα ως εγγυητής, για να τα επιστρέψει στους ίδιους είτε με τη μορφή παροχών (νοσηλείας) είτε με τη μορφή συντάξεων. Τώρα, τους λέει «εγώ τα μάζευα, εγώ τα έφαγα και τώρα εγώ νομοθετώ να πάρετε λιγότερα απ’ όσα σας αναλογούν».
3.Βγαίνει και λέει ο Βενιζέλος: επειδή οι μηχανισμοί του κράτους δεν μπορούν να μαζέψουν φόρους, επιβάλλονται νέοι φόροι στα ακίνητα. Από τη μία, ομολογεί εν αγνοία-του (;) ότι ο πραγματικός υπεύθυνος είναι το ίδιο το κράτος που δεν δύναται να κυνηγήσει τους άδικους (που φοροδιαφεύγουν) και από την άλλη στρέφεται ενάντια στους δίκαιους οι οποίοι πάντοτε πληρώνουν (με το πιστόλι στον κρόταφο) και επομένως θα πληρώσουν -στα σίγουρα- και τώρα. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χρόνο να πληρώνεις ενοίκιο για το σπίτι του οποίου είσαι ιδιοκτήτης!
4.Στην εκπαίδευση: το υπουργείο έδωσε μια πολύ καλή αφορμή στους μαθητές να κλείσουν εθιμοτυπικά τα σχολεία. Δεν συζητώ για το πώς γίνεται η κατάληψη (πρώτα μερικοί κλειδαμπαρώνουν το σχολείο και έπειτα γίνεται συνέλευση για να αποφασιστεί η κατάληψη: αυτή η δημοκρατία εκκολάπτεται στα νεαρά παιδιά και αυτήν κουβαλάνε μεθαύριο ως πολίτες). Το Υπουργείο όμως φρόντισε με τη σειρά-του να αφήσει ένα-δυο μήνες τα σχολεία σε δυσλειτουργία, τόσο επειδή δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι καθηγητές (αυτό είναι πάγιο) αλλά φέτος απουσιάζουν και τα βιβλία, και έτσι έδωσε (πέρα από χιλιάδες ευρώ για DVD και φωτοτυπίες) και μια καλή δικαιολογία για να βγουν οι μαθητές στον δρόμο.
5.Γιατί δεν αντιδρούμε; Το σκέφτομαι και πιστεύω πλέον ότι: α) επειδή έχουμε μάθει να κοιτάμε το τομάρι-μας, να μην ψάχνουμε συλλογικές λύσεις αλλά ο καθένας χώρια να αναζητεί πώς θα τα βολέψει προσωπικά, β) επειδή έχουμε πάψει να πιστεύουμε σε αγώνες και κινητοποιήσεις, κορεσμένοι τόσα χρόνια από συντεχνιακές απεργίες και συνδικαλιστικές δοσοληψίες (έχουμε χάσει την αγωνιστικότητα της μεταπολίτευσης) και γ) επειδή υπάρχει ακόμα λίπος, λειτουργεί δηλαδή ακόμα η παρα-οικονομία και αντέχει ακόμα ο Έλληνας με όσα αποθήκευσε σε καιρούς παχιών αγελάδων, ώστε να μην έχει φτάσει ακόμα στα όριά-του.
Βάζω κι ένα δ. Ίσως ο Έλληνας πιστεύει ακόμα ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί το φαύλο σύστημα προς όφελός-του, π.χ. για να διοριστεί με πλάγια μέσα (25.000 πλαγιο-νεο-διορισθέντες!), για να αγοράσει κανένα σπίτι όταν θα έχουν απαξιωθεί κι άλλο, για να βρει μια κομπίνα να πλουτίσει σε καιρό κρίσης...
6.Γι’ αυτό, δεν φταίνε μόνο οι κυβερνήσεις που γαλούχησαν έναν λαό στον εύκολο πλουτισμό χωρίς παραγωγή και στις επιδοτήσεις, τους διορισμούς, τα ρουσφέτια χωρίς όρια. Φταίμε κι εμείς που το ανεχόμαστε, που γεμίσαμε το δημόσιο με κηφήνες για να βολέψουμε τον γιο ή την κόρη-μας, που ζούσαμε με πιστωτικές και με δάνεια, που ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα αντέχαμε. Και τώρα κοιτάμε ενεοί…
«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα».
[Η γελοιογραφία της κορυφής είναι του Ηλία Μακρή από την Καθημερινή της 19/5/2010]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, September 23, 2011

“Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα” του Λάκη Παπαστάθη

Τι έχει να πει ένας σκηνοθέτης στα διηγήματά-του; Απ’ ό,τι φαίνεται οι δρόμοι της τέχνης είτε μιλάμε για τις τονικές, είτε για τις εικαστικές είτε για άλλες είναι οι ίδιοι και οι καλλιτέχνες συν-πάσχουν με τον ίδιο τρόπο κατά τη γένεση του έργου-τους.
Mocca με καθόλου ζάχαρη:
Λάκης Παπαστάθης
“Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα”
εκδόσεις Πόλις
2011

Μια ζωή παίζουμε  …δράμα

            Μου αρέσει η ιδέα κάθε συλλογής διηγημάτων που θέτει έναν κοινό παρονομαστή στα συστατικά-της κείμενα, ώστε να μπορεί κανείς να δει και μεμονωμένα κάθε διήγημα αλλά και το σύνολό-τους. Το συνολικό corpus δείχνει όχι μόνο μια ενιαία αισθητική, αλλά και ένα θέμα, μια σειρά μοτίβων, μια ιδέα που διαθλάται από έργο σε έργο αλλά και επανασυντίθεται σαν μωσαϊκό από τα επιμέρους κομμάτια.
            Η βασική ιδέα του έμπειρου σκηνοθέτη είναι η τέχνη και τα ζητήματα που θέτει κυρίως στους δημιουργούς-της. Μ’ αυτήν την έννοια τα διηγήματα, πέρα από βιωματικά καθώς φέρνουν στο προσκήνιο αναμνήσεις και σκέψεις του ίδιου του Παπαστάθη, είναι και αυτοαναφορικά, αφού, όπως προείπα, πραγματεύονται ποικίλες πλευρές της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και τους τρόπους με τους οποίους οι τελεστές-της επιχειρούν να δώσουν λύση στα προβλήματά-της. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να επικεντρωθεί στον κινηματογράφο, λόγω προσωπικής σχέσης με τον χώρο, ο διηγηματογράφος στήνει το σκηνικό των προβληματισμών-του εν μέρει στο σινεμά (“Pretty Woman”, Γουέλς), πιο πολύ στο μεγαλύτερο ξαδελφάκι-του το θέατρο (παράσταση Βακχών, ερασιτεχνική παράσταση Οιδίποδα, Ελεύθερο θέατρο, Τσέχωφ) και εξίσου πολύ στις εικαστικές τέχνες (Χαλεπάς, Θεοτοκόπουλος) και στη λογοτεχνία (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Αναγνωστάκης, Ντόρρος) ή στη μουσική (Σαββόπουλος).
            Ποιες βασικές γραμμές βρίσκω πίσω από τις υποτυπώδεις πλοκές, που πιο πολύ στηρίζουν τον προβληματισμό, φέρνουν ενίοτε στα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, αναμιγνύουν υπαρκτά πρόσωπα της ιστορίας των τεχνών-μας και μοιάζουν με μικρά κινηματογραφικά ντοκυμανταίρ, παρά αποτελούν τα ίδια δυναμικές αφηγήσεις με πλοκή και ολοκληρωμένους χαρακτήρες;
α. η συγγένεια τέχνης και τρέλας. Ο φίλος που κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο ή ο διαταραγμένος στη μνήμη θεατής των Βακχών κ.ο.κ. υποβάλλουν εξ αρχής την αίσθηση ότι στο μυαλό του δημιουργού (βλέπε και την περίπτωση του φυσικού John Nash, που έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια) η διάνοια από την παράνοια απέχουν μια τρίχα. Στο ίδιο μήκος κύματος καλλιτέχνες όπως ο Χαλεπάς, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης καταντούν συχνά τρελοί, φτωχοί ή εξορισμένοι.
β. η ποίηση είναι μια σεμνή μορφή καταξίωσης και γενικά η τέχνη κερδίζει τον κόσμο, όταν υπηρετείται με πάθος μεν, με ταπεινότητα δε. Λ.χ. ο μικρός ήρωας ενός διηγήματος χάρη σε ποίημα που εκφώνησε με παλμό στο σχολείο κάνει τον μπακάλη να χαρίσει χρέη στην οικογένεια.
      γ. η μοναδικότητα του έργου και η αυθεντικότητα του χεριού του ζωγράφου δεν αντιγράφονται και δεν εγκλωβίζονται σε καλούπια τεχνικών λεπτομερειών. Στο διήγημα “Η φωνή του έργου” οι τεχνικοί λένε ότι όντως ο πίνακας είναι του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, αλλά όλοι σιγουρεύονται όταν αυτός που κλήθηκε να γνωματεύσει ένιωσε (μετά τέσσερις ώρες επαφής με το καλλιτέχνημα) τη φωνή-του. Ο καλλιτέχνης εκπέμπει ένα κύμα που δεν περιορίζεται στην τεχνική που χρησιμοποιεί ή στα μοτίβα των έργων-του, αλλά πηγαίνει κατευθείαν στην ψυχή του αποδέκτη-του.
      δ. ο αποδέκτης βλέπει το τελικό αποτέλεσμα, αλλά πολλές φορές είναι άκρως κατατοπιστικά όσα προηγήθηκαν αυτού, αφού οι διαδοχικές γραφές ενός λογοτεχνήματος, οι πινελιές ενός πίνακα ή τα κομμένα πλάνα ενός κινηματογραφικού έργου δείχνουν πόσα διλήμματα, πόσες διχοστασίες έζησε ο δημιουργός, πόσα έκανε πριν καταλήξει στην κοντύτερα στο τέλειο μορφή, πόσους κύκλους έκανε πριν πετύχει οριστικά (;) τον στόχο-του.
ε. πώς μπορεί ο ηθοποιός ή ο σκηνοθέτης να πλησιάσει την αρχαία λ.χ. τραγωδία (στο ομώνυμο της συλλογής διήγημα) αν δεν συλλάβει την ατμόσφαιρα και τα αιτήματα της εποχής; Ο Παπαστάθης προβάλλει την άποψη ότι πρέπει να μένουμε κοντά στις προθέσεις του δημιουργού και να σεβόμαστε το κλίμα της εποχής που δημιούργησε το καλλιτέχνημα.
            Μου άρεσε ο κοινός άξονας, μου άρεσε ο περί τέχνης προβληματισμός, αλλά δεν είδα την επινοητικότητα που θα έκανε τα βιώματα φαντασία, τις εμπειρίες κατασκευή. Μένω στα μικρά ταξίδια της αυτοαναφορικότητας, μένω στη γλώσσα που με σαφήνεια και καθαρότητα έδωσε δοκίμια εν πλοκή, έδωσε σκέψεις εν δράσει.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 20, 2011

“Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ;” του Γιάννη Μπασκόζου

Η λογοτεχνία και η μουσική, η μουσική και η λογοτεχνία: δύο γλώσσες που στοχεύουν στον βαθύτερο ψυχισμό του ανθρώπου μιλώντας μεταξύ-τους ή δυο δρόμοι –ο λεκτικός και ο άρρητος- που δεν θα διασταυρωθούν ποτέ;
Φραπουτσίνο:
Γιάννης Μπασκόζος
“Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ;”
εκδόσεις Κέδρος
2011

            Ο Μπασκόζος δείχνει ότι γράφει τα διηγήματά-του από μεράκι και όχι από επαγγελματισμό, από αθώα έφεση στον λόγο και όχι από αναρριχητικές τάσεις. Γράφει γιατί ζει, και μερικά από τα βιώματά-του πιστεύει ότι μπορούν να γίνουν απλές αφηγήσεις που ενέχουν συγκίνηση ή απλώς σχηματίζουν μια καλή ιστορία. Τα διηγήματά-του δεν καινοτομούν μορφικά, δεν ακολουθούν –ισμούς και τεχνοτροπίες. Είναι αυθεντικά κομμάτια αφήγησης που τα χαίρεσαι γιατί έχουν μια ιστορία που γενικεύει το μερικό και αισθητοποιεί το βιωμένο.
            Κεντρικός άξονας σχεδόν όλων των διηγημάτων είναι η μουσική και οι ποικίλες αναμίξεις που επιχειρεί στο μίξερ της ζωής. Ο συγγραφέας φαίνεται λάτρης της μουσικής και οι ήρωές-του φαν κυρίως της παλιάς ροκ, της καλής τζαζ, της μουσικής που σάρωνε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80. Αλλά το μυστικό σε πολλές ιστορίες-του είναι ότι αυτή η “κλασική” μουσική δεν είναι ογκόλιθος που δεν κουνιέται, ούτε είναι ιεροσυλία αν κανείς την θέσει σε δεύτερη μοίρα. Πολλές φορές και οι φανατικοί του είδους ξοκείλουν…
            Η απογοήτευση πατέρα και γιου που περίμεναν να ακούσουν τζαζ αλλά ακούνε παραδοσιακά μετατρέπεται σε ενθουσιασμό. Άλλος χαρακτήρας το γύρισε από τη σόουλ ξαφνικά στο λαϊκό, για να εκφράσει την αγάπη, την απώλεια και τον καημό της νιότης στο παρελθόν. Η δύναμη της μουσικής κάνει ερωτεύσιμη ακόμα και την παχουλή συνοδό του μαφιόζου. Ένας άσημος τραγουδιστής δίνει σε έναν πολιτιστικό συντάκτη τα CD-του για να τα ακούσει κι αυτός βλέπει λαϊκή φλέβα όχι μόνο στα τραγούδια-του αλλά και στη γνήσια συμπεριφορά-του. Μια μικροαστή πωλήτρια ξεθαρρεύει όταν τα βράδια τραγουδά ροκ. Μια ροκού πωλήτρια δίσκων αλλάζει όλο το νησί σε πιο σύγχρονα ακούσματα, αλλά στο τέλος χορεύει λαϊκά. Η Φιφή ήταν λάτρης παλιών τραγουδιών και στην κηδεία-της οι στενοί-της άνθρωποι τραγουδούν πάνω στο φέρετρό-της.
            Η μουσική λοιπόν είναι η διαφυγή που χωρίς στεγανά, χωρίς μονομέρειες μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή και μεράκι στην γκρίζα πραγματικότητα. Στον κόσμο του Μπασκόζου οι μουσικές ανακατεύονται όπως οι ποικίλες πλευρές του ανθρώπου, οι άνθρωποι μοιάζουν συχνά με ζωάκια (όπως η ύποπτη που παίρνει το προσωνύμιο «κοτσύφι» ή η πωλήτρια που περπατά σαν παπάκι), η ζωή κυλά με αυξομειώσεις.
            Τέλος, δεν λείπουν τα ήπια πολιτικά διηγήματα. Αφενός ο Πέτρος Πικρός, μορφωμένος και βαθιά σκεπτόμενος, μιλάει στους παρίες για κομμουνισμό και μέσα στην ταβέρνα ζωντανεύουν όλοι οι ήρωές-του που είχαν κατά καιρούς φτάσει στο έγκλημα λόγω της κοινωνικής αδικίας. Και αφετέρου μέλη του κόμματος, όπου η ηθική είναι πολύ σημαντικό συστατικό της δράσης, παρατούν οικογένεια και ιδεολογία, καθώς ερωτεύονται γυναίκες και εγκαταλείπουν την ως τότε ζωή-τους.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, September 18, 2011

“Η περίπτωση Φίνκλερ” του Χάουαρντ Τζέικομπσον

Θέματα ταυτότητας θέτει το βραβευμένο βιβλίο του Τζέικμπσον που δεν σχετίζονται μόνο με την εβραϊκότητα. Ποιος είναι ο Φίνκλερ και ποιος ο Φινκλέρος; Ποιος είναι με άλλα λόγια Ισραηλινός, Εβραίος, Σημίτης, αντισημίτης κ.ο.κ.;
Αμερικάνικος με καραμέλα:
Howard Jacobson
“The Finkler Question”
Bloomsbury
2010
Χάουαρντ Τζέικομπσον
“Η περίπτωση Φίνκλερ”
μετ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης
εκδόσεις Ψυχογιός
                             2011

            Ένα ισχυρό κίνητρο και ένα αντικίνητρο εγέρθηκαν όταν πήρα στα χέρια-μου αυτό το βιβλίο του άγγλου συγγραφέα. Το βραβείο Booker 2010 από τη μία δεν μπορεί παρά να αποτελεί δέλεαρ, ασχέτως αν τελικά θα συμφωνήσει κανείς με τους κριτές ή αν η αγγλοσαξονική λογοτεχνία δέσει με την ελληνική αναγνωστική ιδιοσυγκρασία. Το ότι δεν συμβαίνει από την άλλη σχεδόν τίποτα σ’ αυτό το έργο, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι ίσως για πολλούς μια αποτρεπτική ρήση, καθώς κανείς μπορεί να φανταστεί στατικές σκηνές, περιγραφές ή σχοινοτενή σχόλια, ατελείωτες συζητήσεις χωρίς νόημα, ενδοσκοπήσεις κ.ο.κ.
            Και όντως το μυθιστόρημα δεν έχει έντονη δράση, τουλάχιστον εξωτερική, αλλά από ένα σημείο και μετά, αφού έχει ξεπεράσει κανείς τους πρώτους υφάλους, μπορεί να ανοιχτεί σε μια φιλοσοφία της ταυτότητας ή σε μια αντιμετώπιση της διχοστασίας που ενέχεται σε κάθε άνθρωπο.
            Τρεις φίλοι, αρκετά διαφορετικοί, σχηματίζουν ένα ενδιαφέρον τρίγωνο ως προς τις αντιθέσεις που διαμορφώνονται στις μεταξύ-τους σχέσεις, στις σχέσεις-τους με τους άλλους και ειδικά με τις γυναίκες αλλά πολύ περισσότερο στις εσωτερικές αντιφάσεις που δείχνουν ότι ο άνθρωπος άλλο είναι, άλλο πιστεύει, άλλο θέλει, άλλο φαίνεται… Η ιστορία εισάγεται με τον Τζούλιαν Τρέσλαβ, ο οποίος είναι σωσίας πολλών επώνυμων ανθρώπων, λίγο ανασφαλής, με δύο παιδιά από δύο διαφορετικές γυναίκες, που είχε δουλέψει στο BBC. Μετά έρχονται οι δύο άλλοι της τριάδας, ο Λίμπορ Σέβτσικ, υπερήλικας, που μόλις βίωσε τον θάνατο της συζύγου-του και είναι σε κατάσταση πένθους και αναπόλησης, που παλαιότερα είχε εμπειρίες από δουλειές στο Χόλυγουντ. Τέλος, ο Σαμ(ουελ) Φίνκλερ, τηλεοπτικός φιλόσοφος, που αρέσκεται σε λεκτικά ευφυολογήματα, που έχει δυο γιους και μία κόρη, που προσπαθεί να αναπτύξει δράση κατά του ίδιου-του του εαυτού.
            Όλα τα στοιχεία, που παρέθεσα, φυσικά δεν δίνονται εξ αρχής αλλά αναπτύσσονται σταδιακά, βασανιστικά ενίοτε αργά, ώσπου να ολοκληρωθεί (αν ολοκληρώνεται) το πορτρέτο των τριών και να συνειδητοποιήσουμε (εκεί στη μέση του βιβλίου) το συνολικό δίκτυο της σχέσης-τους. Ο Σέβτσικ και ο Φίνκλερ είναι Αγγλοεβραίοι, ενώ ο Τρέσλαβ απλώς Άγγλος. Οι δύο πρώτοι αρνούνται να συμφιλιωθούν με την ιδιότητα του Εβραίου, ενώ ο τρίτος, από τη στιγμή που δέχτηκε αναίτια επίθεση από μια γυναίκα, η οποία τον αποκάλεσε Οβριό, άρχισε να ανησυχεί και να αναζητά την έννοια του Εβραίου (Φινκλέρου, όπως τον ονομάζει) και να ανθίσταται σε μια ενδεχόμενη εβραιοποίησή-του, αν και τα φτιάχνει με Εβραία.
            Όπως καταλαβαίνετε, η εβραϊκή συνείδηση και ταυτότητα που έρχεται και ξανάρχεται σαν βολικό μοτίβο σε έλληνες και ξένους συγγραφείς, εδώ αποκτά πραγματικά υπαρξιακές διαστάσεις. Δεν είναι μόνο η διαλογική σύγκρουση μεταξύ των τριών, ούτε η εσωτερική πάλη του Τρέσλαβ, αλλά και η λυσσαλέα προσπάθεια του Φίνκλερ να αποστασιοποιηθεί από την εβραϊκότητά-του, χωρίς να γίνει αντισημίτης. Τελικά, ποιος είναι Εβραίος; Αυτός που γεννήθηκε ή αυτός που προσχώρησε στην εβραϊκή κουλτούρα; Μπορείς να είσαι Εβραίος και αντισημίτης μαζί; Ποια η στάση των Εβραίων και μη Εβραίων απέναντι στους Ισραηλινούς και ειδικά όταν επιτίθενται στη Γάζα;
            Το θέμα της εβραϊκότητας, όπως το παρουσιάζει ο αγγλοεβραίος συγγραφέας, δεν είναι μόνο θέμα των Εβραίων. Είναι ζήτημα στάσης και συμπεριφοράς και των άλλων απέναντι σ’ αυτή την κουλτούρα πιο πολύ, παρά στη θρησκεία ή στο κράτος. Ο τζεϊκομπσικός Εβραίος είναι όμως και αντιπροσωπευτικό δείγμα κάθε λαού, που διαφέρει από το επίσημο κράτος-του, βιώνει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που ζει, σ’ αυτό που είναι, σ’ αυτό από το οποίο κατάγεται και σ’ αυτό που θέλει να είναι, καθώς κρατά ορισμένα στοιχεία και απορρίπτει άλλα.
            Ο Τζέικομπσον κατεβάζει τους Εβραίους από τον παγιωμένο ρόλο του θύματος, θέτει απέναντί-του τον ρόλο του θύτη ενάντια στους Παλαιστίνιους, βάζει Εβραίους να μαίνονται εναντίον Εβραίων, βάζει μη Εβραίους να ερωτεύονται Εβραίες και να μαθαίνουν γίντις… Φτιάχνει ένα γαϊτανάκι κωμικών συγκρούσεων (όχι τόσο κωμωδία λόγων αλλά καταστάσεων, που δεν προκαλούν πάντα γέλιο, αλλά ένα υπόγειο μειδίαμα), για να αποσείσει την καθιερωμένη εικόνα του Ολοκαυτώματος που έχει καθορίσει τη θέση του εβραϊσμού μέσα στην ανθρωπότητα.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 15, 2011

“Τα σακιά” της Ιωάννας Καρυστιάνη

Στο προσκήνιο βιαστές και από πίσω ηθικοί αυτουργοί που μετράνε λάθη, μια ολόκληρη γενιά που υπονόμευσε το μέλλον των παιδιών-της, γυναίκες που έχασαν την ισορροπία ανάμεσα στον παραδοσιακό ρόλο της μάνας και σ’ αυτόν της απελευθερωμένης εργαζόμενης.
Ελληνικό διπλός με φουσκάλες:
Ιωάννα Καρυστιάνη
“Τα σακιά”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

            Μια εκδρομή στους Δελφούς είναι η βάση για να γνωρίσουμε τη μάνα, τη Βιβή, και τον γιο, τον Λίνο, και να κατανοήσουμε τη σχέση ενοχής που βαραίνει και τους δύο, τη μία ως ακούσιο ηθικό αυτουργό και τον άλλο ως φυσικό αυτουργό βιασμών, για τους οποίους εκτίει ποινή κάθειρξης. Πάνω σ’ αυτό το αφηγηματικό παρόν, η συγγραφέας προβαίνει σε απανωτά flash-back με τα οποία φωτίζει την πορεία της μάνας, αλλά και την ψυχολογία του γιου, που έφτασε σταδιακά και ανεπαίσθητα στην εκδήλωση μιας ακραία αντικοινωνικής, απάνθρωπης καλύτερα, συμπεριφοράς.
            Όσο θυμάται κανείς τη λογοτεχνία πολλών γυναικών από τη δεκαετία του ’70 και μετά, μπορεί να αντιληφθεί τον οργισμένο φεμινισμό με τον οποίο λειτουργούσε: η γυναίκα ήταν το θύμα των πατριαρχικών δομών, που είτε υπέμενε καρτερικά, είτε αντιδρούσε με  πολιτικοκοινωνικές καταγγελίες, με ανάπτυξη δράσης που θα άλλαζε το κατεστημένο ή με καταφυγή σε έναν κόσμο παραμυθιακό ή μεταφυσικό. Στα ”Σακιά” περνάμε σε μια μεταφεμινιστική προσέγγιση, καθώς η γυναίκα αναλαμβάνει τις ευθύνες-της και αναλογίζεται τα λάθη-της, τα οποία συχνά προσπίπτουν πάνω στους άνδρες. Πρόκειται για τον αναβαθμισμένο ρόλο της γυναίκας που έχει πλέον δύναμη και μπορεί να ελέγχει τη ζωή-της αλλά και να επιδρά, πολλές φορές αρνητικά, στους άλλους. Δρα επομένως ως θύτης (ακούσιος ή εκούσιος) και ως καταστροφέας συνειδήσεων και ζωών, αφού τον άβουλο άνδρα-της τον έκανε αλκοολικό και τον πέθανε, ενώ τον γιο-της τον μεγάλωσε με στραβή τακτική, γεμάτη σκληρότητα και αδιαφορία, που τον οδήγησε σε μια ακρωτηριασμένη ψυχοσύνθεση.
            Στο ίδιο μήκος κύματος έχουμε και μια έμμεση κριτική στη γενιά του Πολυτεχνείου, που θέλησε να ξεφύγει από τα δεσμά των προηγούμενων αγκυλώσεων, να χειραφετηθεί και να καταρρίψει την προϋπάρχουσα ηθική. Όμως αυτή η απελευθέρωση εντέλει δεν συνοδεύτηκε κι από το χτίσιμο μιας νέας ηθικής, που να μπορεί να μεγαλώσει τη νέα γενιά με τις αξίες που θα θεμελίωναν την κοινωνία της μεταπολίτευσης. Ίσως οι συνέπειες αυτής της αήθικης ανατροφής, φαινομενικά φιλελεύθερης και ανοικτής στα νέα δεδομένα, κατ’ ουσίαν όμως ανερμάτιστης και αποχαλινωμένης, φτάνει ως σήμερα. Στο κείμενο περνάνε έστω και αμυδρά σχόλια για την εποχή, την αριστερή διανόηση και δράση, τη φοιτητική αναταραχή, και τους δήθεν κουλτουριάρηδες, όπως τη νονά του Λίνου, φίλη της Βιβής, η οποία κατά βάση αποδείχθηκε αδίστακτη, αφού έφτασε να διαφθείρει ερωτικά τον ίδιο-της τον βαφτισιμιό.
Rubens, Ο βιασμός
            Αυτά που έως τώρα είχαμε συνηθίσει να τα κάνουν οι άνδρες, περνάνε πλέον στις γυναίκες, οι οποίες αποδεικνύεται ότι, όταν αποκτήσουν την ανεξαρτησία-τους, μπορούν να κάνουν κι αυτές ό,τι κατηγορούσαν πρωτύτερα ως φαλλοκρατική συμπεριφορά. Η αυτάρκεια και η αίσθηση της όποιας εξουσίας, η αυτοπεποίθηση και η διάθεση για άνοδο οδηγεί συχνά στο άλλο άκρο, σ’ αυτό της ατομικιστικής, αυτιστικής καμιά φορά, ζωής, που καταστρέφει (ακούσια) όσους δεν μπορούν να αντέξουν.
            Παράλληλα, θίγεται το θέμα της ενδοκοινωνικής βίας, η οποία δεν απορρέει από κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Είναι με αυτά τα μέτρα άλογη και γι’ αυτό ανακαλύπτεται εκ των υστέρων. Αν όμως κανείς τη δει με βάση τον ανθρώπινο ψυχισμό, ο οποίος λαξεύεται πάνω σε ανάπηρες ανθρώπινες σχέσεις, πάνω σε αμοραλιστικά δεδομένα, πάνω σε εφήμερες, κοντόθωρες κινήσεις, τότε θα καταλάβει ότι το άτομο μεγαλώνει σε μια οικογένεια που δεν το θωρακίζει αλλά αντίθετα το αφήνει λεία στις ορμές των ιδεολογιών, των αήθικων νοοτροπιών, των επίβουλων ατομικιστικών τάσεων.
Giulio Cesare
Procaccini
Ο βιασμός
της Λουκρητίας
            Η Καρυστιάνη χρησιμοποίησε έναν λόγο σκληρό, καταιγιστικό, αιχμηρό, που πετάει ενίοτε βιτριολικά σχόλια και οξείες ατάκες. Αποβαίνει ρεαλιστικός, ωμός, γεμάτος με τις συντεταγμένες της εποχής, πράγμα που δείχνει πόσο καλά η συγγραφέας γνωρίζει την ελληνική κοινωνία, πόσο ξέρει να πηγαίνει σε βάθος και να στοχάζεται την εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών. Χωρίς να γίνεται τετριμμένη, λέει απλές αλήθειες, χωρίς να μιλάει κοινότοπα, ξεσκεπάζει το αφιλόξενο σώμα της γονεϊκής παρουσίας. Η αφήγηση κρίνεται στερεή, δομημένη με αγκωνάρια και ακρογωνιαίους λίθους, που ξέρει να απλώνεται κλιμακωτά δίνοντας σε δόσεις όσες πληροφορίες χρειάζονται.

[ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΑ του ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο in2life]
Ο πίνακας της κορυφής είναι του Felice Ficherelli με τίτλο "Ο βιασμός της Λουκρητίας"
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 13, 2011

“Μαύρος ουρανός, μαύρη θάλασσα” του Ιζζέτ Τζελάσιν

Πολλοί Έλληνες ζουν και γράφουν στο εξωτερικό (για την Ελλάδα): ο Αλεξάκης λ.χ. στη Γαλλία ή ο Καλλιφατίδης στη Σουηδία έφυγαν για πολιτικούς ή άλλους λόγους και απέκτησαν μια νέα πατρίδα και υπό προϋποθέσεις μια νέα λογοτεχνική γλώσσα. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες, όπως με τον εν λόγω τούρκο συγγραφέα που έφυγε το 1988 λόγω πολιτικών αιτιών, κατέφυγε στη Νορβηγία και έγραψε στα νορβηγικά το παρόν πρώτο βιβλίο-του.

Τουρκικός καφές με ολίγη:
Izzet Celasin
“Svart himmel, svart hav”
2007
Ιζζέτ Τζελάσιν
“Μαύρος ουρανός, μαύρη θάλασσα”
μετ. Κ. Γλυνιαδάκη
εκδόσεις Πόλις
2011

Δημοκρατία και γυναίκα διεκδικούνται, δεν χαρίζονται
 
            Ένας νορβηγόφωνος, λοιπόν, συγγραφέας, τουρκικής όμως καταγωγής, γράφει ένα μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, που αφορούν την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80. Η Τουρκία πέρασε κι αυτή, όπως κι εμείς,  ανάλογη φάση ολοκληρωτισμού, αγωνίστηκε να τον αποβάλλει και πολλοί υπέστησαν ανάλογα με μας βασανιστήρια, εξορίες, διώξεις. Στο βιβλίο επομένως του Τζελάσιν βλέπουμε τον καθρέφτη των δικών-μας δημοκρατών που υπέστησαν τα ίδια δεινά εκ μέρους της εξουσίας· απλώς λόγω έλλειψης βιωμάτων τα βλέπουμε πιο ανώδυνα.
            Ο νεαρός πρωταγωνιστής, φτωχός φοιτητής το 1977, αριστερός στη συνείδηση, παίρνει μέρος στις πρώτες διαδηλώσεις της “καριέρας”-του, βιώνει το διχασμό της Αριστεράς, ζει στην πράξη την κρατική βία, ψήνεται στον αγώνα κατά του καθεστώτος. Κι εκεί γνωρίζει τη δυναμική Γυναίκα, τη Ζουχάλ, την αντάρτισσα των πόλεων, με την αποφασιστικότητα και την ορμή, με τη βεβαιότητα στις κινήσεις-της και την ηγετική δύναμη της προσωπικότητάς-της, και φυσικά την ερωτεύεται. Έτσι, το πολιτικό αυτό μυθιστόρημα εξελίσσεται σε μυθιστόρημα μαθητείας σε δύο αλληλεξαρτώμενα επίπεδα: από τη μία, η ωρίμαση μέσα από σχέσεις και φιλίες που ποτέ δεν μπορούν να αποβάλουν τον απωθημένο έρωτα προς τη Ζουχάλ, κι από την άλλη, η πολιτική ζύμωση που τον οδήγησε ακόμα και στη φυλακή, αν και ποτέ δεν επέλεξε τον μάχιμο αγώνα, μα πιο πολύ τον διανοουμενίστικο ειρηνισμό.
            Βρίσκω λογοτεχνικά ουσιαστικό τον παραλληλισμό της πολιτικής ουτοπίας που επιδιώκεται μέσω της ενεργού δράσης και του ερωτικού κυνηγιού. Ο Δρυς, όπως είναι το ψευδώνυμο του πρωταγωνιστή, πιο πολύ αγωνίζεται για να ξαναβρεί τη Ζουχάλ παρά για να αντιδράσει στη δικτατορία που επιβλήθηκε το 1980. Ωστόσο, οι δύο αυτοί αγώνες δεν αποτελούν το αντιθετικό δίπολο κοινωνικού-ατομικού ή συλλογικού-ιδιωτικού αλλά τις δύο όψεις ενός κοινού αγώνα του ανθρώπου για να κατακτήσει το θηλυκό και να διεκδικήσει τα πολιτικά-του δικαιώματα.
            Το τέλος, αγωνιστικό και ηρωικό για τη Ζουχάλ, φιλήσυχο και οικογενειακό για τον Δρυ. Μήπως ενέχει και μια μεταφεμινιστική αντίληψη για την αγωνιστικότητα της γυναίκας και την αντίθετη εντέλει συμπεριφορά του άνδρα;
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life.
Πατριάρχης Φώτιος