Monday, July 25, 2011

ΧΡΥΣΑ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Έχετε διαβάσει ποτέ βραβευμένο βιβλίο και απογοητευτήκατε; Προφανώς φταίτε εσείς που δεν μπορείτε να εκτιμήσετε την υψηλή τέχνη και την καταξιωμένη λογοτεχνία!
Έχετε ποτέ αγοράσει βιβλίο που προβάλλεται κατά κόρον από εφημερίδες και έγκριτους κριτικούς και αγανακτήσατε με την επιλογή-σας; Αρχίσατε να σκέφτεστε τι διαπλοκές και τι συνωμοσίες συμβαίνουν στο παρασκήνιο που καταλήγουν σε ημέτερους και ευνοούμενους; Άντε καλέ!
Έχετε ποτέ διαβάσει βιβλίο φορτωμένο με Νόμπελ ή Booker, εγχώρια κρατικά ή άλλα βραβεία και απαυδήσατε με τη χαμηλή-του ποιότητα;

Στην προηγούμενη ψηφοφορία που διεξήχθη το Πάσχα, ένας φίλος πρότεινε να γίνει νέα δημοσκόπηση όπου θα απονεμηθούν τα ΧΡΥΣΑ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ της λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια, να τολμήσουμε να στιγματίσουμε έργα που προτάθηκαν ως αξιόλογα, που βραβεύτηκαν ως σημαντικά, που προβλήθηκαν ως αξιανάγνωστα και τελικά, σύμφωνα βέβαια με τη δική-μας αναγνωστική κρίση, αποδείχθηκαν κατώτερα, μα πολύ κατώτερα των περιστάσεων. Και φυσικά υπάρχουν βιβλία που αναδείχθηκαν για την πρωτοποριακή-τους τεχνική, για την ιστορική-τους αξία, για την πανανθρώπινη ιδεολογία-τους και άλλες τέτοιες πομφόλυγες, αλλά σ’ εμάς προσωπικά φαίνονται ατελή και ανάξια λόγου.

Ο περισσότερος κόσμος έχει ήδη φύγει ή φεύγει σταδιακά. Το Βιβλιοκαφέ ερημώνει, τα τραπεζάκια-του αδειάζουν, το γκαρσόν θέλει να πάει στο χωριό του στη Λέσβο, η μαγείρισσα θα αράξει στο εξοχικό-της στην Επίδαυρο κι ο ιδιοκτήτης θα πετάξει για μια εβδομάδα στην Κωνσταντινούπολη.

Σ’ αυτό το διάστημα διακοπών θα τολμήσουμε λοιπόν να τρέξουμε την ψηφοφορία για τα Βατόμουρα των αναγνώσεών-μας .
1.      Επιλέγουμε βιβλία που έχουν προβληθεί ως σπουδαία. Καλό να εξηγήσουμε γιατί θεωρούνται σημαντικά· πήραν Νόμπελ ή άλλο βραβείο; Έχουν προταθεί στις λίστες του Βιβλιοκαφέ ως εξέχοντα έργα της ελληνικής ή της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Άλλος λόγος;
2.      Ψηφίζουμε χαρίζοντας το ΜΙΚΡΟ Βατόμουρο (1 πόντος) σε όσα πιστεύουμε ότι είναι κατώτερα των περιστάσεων, ότι υπερεκτιμήθηκαν, ότι θεωρούνται άριστα ενώ είναι καλά ή απλώς μέτρια.
3.      Ψηφίζουμε δίνοντας το ΜΕΓΑΛΟ Βατόμουρο (2 πόντοι) σε όσα πιστεύουμε ότι είναι ανέλπιστα κακά, αλλά αναδείχθηκαν επειδή εκμεταλλεύθηκαν συνθήκες και περιστάσεις, ανέβηκαν και εξακολουθούν αν επιπλέουν, προβλήθηκαν επειδή η εποχή έχει συγκεκριμένα στρεβλά κριτήρια κ.ο.κ.
4.      Μπορούμε να ψηφίσουμε όσα βιβλία θέλουμε. Καλό όμως είναι να δικαιολογούμε τις απαρέσκιές-μας, είτε με επιχειρήματα γενικού χαρακτήρα ή με προσωπικά βιώματα και …τραύματα.
5.      Με άλλα λόγια ρίχνουμε ελεύθερα ΧΟΛΗ.

Δεν βάζω όρια για να μιλήσουμε ελεύθερα. Η διαδικασία θα διαρκέσει όλον τον Αύγουστο και, με το καλό, την 1η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ θα ανοίξουμε την κάλπη και θα συγκεντρώσουμε τα αποτελέσματα.
ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, July 21, 2011

“Ο διχοτομημένος υποκόμης” του Ίταλο Καλβίνο

Καλβίνο και παιχνίδι, Καλβίνο και παράδοξο, Καλβίνο και πειραματισμοί, Καλβίνο και συγγραφικά τεχνάσματα, που προκαλούν, που διεγείρουν, που εντάσσονται στο ρεαλιστικό για να το φαλκιδεύσουν.

Italo Calvino
“Il visconte dimezzato”
1952
Ίταλο Καλβίνο
“Ο διχοτομημένος υποκόμης”
Οι πρόγονοί-μας
μετ. Θ. Ιωαννίδης
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

            “Ο διχοτομημένος υποκόμης” είναι ίσως το πρώτο έργο του ιταλού συγγραφέα που ξεφεύγει από τα ρεαλιστικά πλαίσια των διηγημάτων που προηγήθηκαν και χάραξε τη γραμμή της παιγνιώδους γραφής, των πειραματισμών που θα τον οδηγήσουν στην OULIPO, των αφηγηματικών παραδόξων που θα κάνουν τη μυθοπλασία παιχνίδι και διασκέδαση, ανατροπή και σκανδαλιά.
            Ο υποκόμης Μεντάρντο πηγαίνει στον πόλεμο, αλλά μετά την κανονιά που έφαγε κατάστηθα έμεινε μισός. Στην κυριολεξία. Γυρίζει λοιπόν στον πύργο-του και αρχίζει να κάνει μύρια όσα κακά στους υπηκόους-του και εκδηλώνει τη μοχθηρή φύση-του για την οποία πήρε το προσωνύμιο Άθλιος. Επιτρέπει μάλιστα στον εαυτό-του να ερωτευτεί την όμορφη Πάμελα, αλλά αυτή αποκρούει την αγάπη-του. Λίγο καιρό ύστερα επιστρέφει στην περιοχή το άλλο μισό-του, το οποίο είναι καλό και επιδίδεται σε μια σειρά από καλές πράξεις που ανακουφίζουν τον λαό. Στο τέλος ξιφομαχούν για να κερδίσουν το χέρι της Πάμελα, τραυματίζονται αμφότεροι και ο γιατρός καταφέρνει να τους ξαναενώσει…
            Όπως καταλάβατε, όλη η ιστορία είναι μια αφήγηση στα όρια του παράλογου, που επιζεί μέσα σε ένα πραγματιστικό περιβάλλον χωρίς η διχοτομημένη πραγματικότητα να αντίκειται στο υπόλοιπο πλαίσιο. Ο Καλβίνο σίγουρα διασκέδαζε γράφοντας μια ιστορία αλλόκοτη, στην οποία προσπάθησε να διερευνήσει τι συμβαίνει όταν οι δύο εαυτοί-μας διαχωρίζονται και ακολουθούν ο καθένας τον δικό-του δρόμο. Η καλή πλευρά και η κακή αναλαμβάνουν μαζεμένα να κάνουν αυτά που αλλιώς θα αποτρέπονταν, επειδή η μία θα εξουδετέρωνε την άλλη. Έτσι, διαβάζουμε μια αλληγορία όπου το χιούμορ αφήνει να αναπτυχθεί και ο προβληματισμός για το πόσο κακό εαυτό έχουμε που τον κρατάμε δέσμιο της λογικής ή του συνειδητού κι, αν τον αφήναμε ασύδοτο, θα προκαλούσαμε μεγάλο κακό.
            Στη μετάφρασή-του ο Θόδωρος Ιωαννίδης (2002) επέλεξε το “Ο διχοτομημένος υποκόμης” και όχι το «διχασμένος» ή το «διαιρεμένος». Το ρήμα στα ιταλικά σημαίνει «κόβω στη μέση» και εδώ αποδίδει κυριολεκτικά την κατάσταση του υποκόμη. Επομένως στην αφηγηματική λογική το «διχοτομημένος» εκφράζει το εξωτερικό επίπεδο και κατ’ αλληγορία οδηγεί στον διχασμό της προσωπικότητας και στα δεινά που αυτή επιφέρει.
            Το μικρό αυτό μυθιστόρημα το διάβασα περισσότερο ως πειραματισμό και ως δοκιμή στα πιο πρωτότυπα και ευφάνταστα έργα του Καλβίνο που ακολούθησαν. Έτσι, δεν το χάρηκα ως ιστορία ή ως χειρισμό του θέματος αλλά είδα εν σπέρματι αυτό που ξέρουμε πια ότι ακολούθησε, ενώ δεν παρέλειψα να σταθώ στην ορατή αλληγορία που δίνει στην αφήγηση βάθος και νόημα.
Η εικόνα κορυφής είναι παρμένη από το ilcaffeillustrato.it.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 18, 2011

“δεν την αγαπάω πια” του Θανάση Χειμωνά

Ελλάδα – Γαλλία, ανθρώπινες σχέσεις και ερωτικοί δεσμοί, φιλίες και προδοσίες, η αίσθηση του ανικανοποίητου και του διαψευσμένου…

Γαλλικός σκέτος:
Θανάσης Χειμωνάς
“δεν την αγαπάω πια”
εκδόσεις Πατάκη
2010

            Μια νουβέλα 114 σελίδων. Ένα τρίο μεταξύ δυο φίλων, του Γιάννη και της Νικόλ και ενός άλλου φίλου που μπήκε σφήνα, του Θοδωρή. Ο πρώτος αγαπάει τη δεύτερη, η οποία προτιμά να διατηρεί τη σχέση-τους σε επίπεδο φιλίας, ενώ τελικά τα φτιάχνει με τον τρίτο. Δυο πόλεις, η Αθήνα σε πρώτο πλάνο και το Παρίσι σε δεύτερο, με την ενδιάμεση παρένθεση ενός νησιού. Ένα εκκρεμές μεταξύ αγάπης και προδοσίας, φιλίας και έρωτα.
            Η υπόθεση κοινότοπη. Οι χαρακτήρες, πόλοι ενός τριγώνου, καθημερινοί. Η εξέλιξη αποδραματοποιημένη, πλην της κορύφωσης ενός βεβιασμένα σκιαγραφημένου φόνου και μιας οριακής αυτοκτονίας. Αυτό το ρηχό βάθρο δεν αντέχει να σηκώσει πάνω-του το τελικό αποτέλεσμα και δείχνει πόσο η γραφή του Χειμωνά δεν θα ήθελε να είναι κάτι άλλο. Η γλώσσα-του απελπιστικά λιτή και αβαθής, η φαντασία που πλάθει τον μυθιστορηματικό κόσμο πολύ περιορισμένη [θα καταθέσω εδώ μια λεπτομέρεια που μου κίνησε το ενδιαφέρον, αφού μου έδειξε μια πρωτοφανή στατικότητα φαντασίας: οι ήρωες κινούνται   σ υ ν ε χ ώ ς  (πλην ενός αυτοκινήτου για Επίδαυρο και του καραβιού) με ταξί: μέτρησα την παρουσία-του 13 φορές, λες και ο κόσμος κατά Χειμωνά, εφόσον δεν έχει αμάξι, δεν καταδέχεται τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας, ή λες και ο συγγραφέας πρέπει να δικαιολογεί διαρκώς αυτές τις καθημερινές μετακινήσεις].
            Θα έλεγα ότι το έργο με εκνεύρισε. Είναι προφανώς άλλη μια διάψευση από τον τρόπο προώθησης των ελληνικών βιβλίων, στα οποία έχει φτιαχτεί ένα σύστημα που προβάλλει ό,τι έχει λαμπερό όνομα και χαμηλές απαιτήσεις ανάγνωσης.
            Η κριτική για άλλη μια φορά το άγγιξε, το περιέγραψε αλλά είτε το άφησε από σεβασμό απείραχτο, είτε βάπτισε το τίποτα με όρους θετικού πρόσημου. Στις παρουσιάσεις νέων βιβλίων το “δεν την αγαπάω πια” είχε τη θέση-του, ενώ οι κριτικές που ασχολήθηκαν μαζί-του προσπάθησαν να φωτίσουν τα δυνατά-του σημεία. Ο Γαραντούδης (Τα Νέα, 6/11/2010) είδε ότι  «ο δραματικός χαρακτήρας της ιστορίας αποφορτίζεται χάρη στη γοργή εκτύλιξη της πλοκής, εστιασμένης κατά βάση σε καθημερινά περιστατικά, και στον αποδραματοποιημένο λόγο, με πολύ συχνή χρήση του «κινηματογραφικού» διαλόγου των προσώπων». Η Παπασπύρου και η Σπίνου στην Ελευθεροτυπία (30/1/2011) γράφουν ότι το έργο «ακουμπάει πάνω σε δυο πυλώνες κυρίως: την καταιγιστική δράση και τον συναισθηματικό αυτισμό των ηρώων του», ενώ μου άρεσε ιδιαίτερα η παρατήρησή-τους ότι «ο Θανάσης Χειμωνάς προβάλλει την εικόνα μιας μερίδας της σημερινής νεολαίας που όχι μόνο δεν μπορεί να ξεστομίσει το «σ' αγαπώ» ή το «δεν σ' αγαπώ», αλλά ούτε και αντιλαμβάνεται καλά καλά τι σημαίνει αυτό».
Ανάλογα, ο Χατζηβασιλείου στο Βήμα “Το αξιοθρήνητο τέλος ενός ερωτικού τρίο” (20/2/2011) πιστεύει ότι «Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της γραφής του Χειμωνά, όπως και στα προηγούμενα έργα του, είναι ότι το αίμα τρέχει από παντού χωρίς να παρουσιάζουν ποτέ οι διάλογοι και η αφήγηση την παραμικρή δόνηση ή έξαρση. Η δράση εκτυλίσσεται σε μια ηθελημένα ψυχρή (θα έλεγα έως και αποστειρωμένη) γλωσσική επιφάνεια, όπου λέξεις και εικόνες πλέουν παρασυρμένες από ένα παντελώς ακύμαντο ρεύμα, το οποίο μόνο την εσχάτη ώρα (κυριολεκτικά στις ακροτελεύτιες αράδες) θα αποκαλύψει τη σαρωτική ορμή του» και η Θεοδοσοπούλου στην Ελευθεροτυπία “Νοσηροί έρωτες” (5/3/2011) βλέπει ότι «Ο συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει τον πειθαναγκαστικό τρόπο σκέψης, που χρησιμεύει ως αυτοάμυνα και δηλώνεται με τον τίτλο. «Δεν την αγαπάω πια», σκέφτεται στο αεροδρόμιο, που τη βλέπει, ενώ, ήδη από το εφιαλτικό όνειρο, που τοποθετείται ως εισαγωγή, φανερώνεται η έμμονη προσκόλλησή του σε αυτήν».
            Είτε εγώ είμαι τυφλός (καθόλου απίθανο, και γι’ αυτό έρχομαι ξανά στα έργα του Χειμωνά μήπως δω αυτό που δεν βλέπω) είτε οι κριτικοί δείχνουν υπερβολικό σεβασμό, σαν να φοβούνται μήπως σπιλώσουν το όνομα του πατέρα-του. Ο νεαρός Χειμωνάς γράφει με τον πιο απλό τρόπο, τρόπος που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος, κι όμως δεν τον αγνοούν. Επαναλαμβάνω είτε εγώ δεν βλέπω, είτε οι άλλοι βλέπουν με χρωματιστά γυαλιά.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, July 15, 2011

“Η συμφωνία των ονείρων” του Νίκου Θέμελη

Ο Θέμελης είναι συνυφασμένος με την αναβίωση του ιστορικού μυθιστορήματος, όχι σε ατραπούς πρωτοποριακής γραφής αλλά στο ρεαλιστικό μονοπάτι που δεν προδίδει αλλά και δεν εξάπτει, που αποδίδει την ατμόσφαιρα αλλά δεν βάζει τη βελόνα στην ύφανση του είδους για να το ξαναπλέξει εκ βάθρων.

Ελληνικός διπλός:
Νίκος Θέμελης
“Η συμφωνία των ονείρων”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2010

            Έχω ξαναγράψει ότι ο Θέμελης είναι στα νερά-του, όταν γράφει ιστορικά μυθιστορήματα, έργα όπου επιδιώκεται η αποτύπωση μιας παλαιότερης εποχής, έργα όπου το ύφος της γραφής μπορεί να αποδώσει και το κλίμα της περιόδου, έργα όπου η λεπτομέρεια της καθημερινότητας μπορεί να αναδειχθεί με πιστότητα και ποιότητα ή ευστοχία.
            Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα η επιβεβαίωση της εκτίμησής-μου, τουλάχιστον στα μάτια-μου, είναι σαφής, όσο η ιστορία θέτει την κορνίζα στην υπόθεση. Το βιβλίο αφορά την περίοδο από τον Εμφύλιο πόλεμο ως τη δεκαετία του ’90 παρακολουθώντας μια ελληνική οικογένεια των Ιωαννίνων, μεγαλοαστική κατά τα φαινόμενα, με μεσοαστικές ωστόσο νοοτροπίες. Καταρχάς, η μητριάρχις της οικογένειας η Μαριάνθη, που καθορίζει τις εξελίξεις με τον πλούτο-της, το όνομά-της και την πυγμή-της, αλλά και τα όνειρα που προφητεύουν ό,τι μέλλει να συμβεί. Κατόπιν τα παιδιά-της, από τον καθωσπρέπει οικογενειάρχη Άγη, που θα εξελιχθεί σε δυνητικό αιμομίκτη και γυναικά, ως τον Στέλιο, που θα αποτελέσει την ντροπή της οικογένειας φεύγοντας με τους «συμμορίτες» στο βουνό. Δίπλα σ’ αυτούς οι κόρες-της, που δεν λειτουργούν πάντα σαν άψογοι εκπρόσωποι της τάξης-τους, και τα εγγόνια-της με τη φυγόκεντρη πορεία-τους. Μορφή που κρατά ένα επίπεδο είναι ο παπα-Μιχάλης, που μπήκε γαμπρός στην οικογένεια και έχει ως άξονα-του την δικαιοσύνη και την τιμή, τη χριστιανική αλήθεια και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
            Αυτό που απορρέει από την πορεία αυτής της οικογένειας, από τις μικρές και μεγάλες εκτροπές-της, από τα παραστρατήματα των μελών-της, άλλα από τα οποία δείχνουν έξοδο από τη στασιμότητα των «πρέπει» και άλλα δείχνουν υπόγεια ρεύματα που υπονομεύουν τη βιτρίνα της ύπαρξής-της και τον καθωσπρεπισμό της προς τα έξω παρουσίας-της, είναι η διαφορά ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι. Ο συντηρητισμός της Ελλάδας στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και μετά δεν είναι μια υγιής πίστη στην τιμή και στις ανθρώπινες αξίες, αλλά μάλλον μια διπλή πραγματικότητα, που αφενός φαίνεται έντιμη και αξιοπρεπής κι αφετέρου είναι άτιμη, συμφεροντολογική και εν μέρει ατομικιστική. Ευτυχώς, όμως ο συγγραφέας δεν γράφει μανιχαϊστικά, αλλά απλώνει την προσωπογραφία-του σε πολλές ενδιάμεσες περιπτώσεις, σε καλές και κακές στιγμές των πρωταγωνιστών, σε μια σειρά από πράξεις που δείχνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα του καλού και του κακού.
            Το ύφος του Θέμελη, όπως προείπα, επανέρχεται στα πρώτα-του έργα (π.χ. Η Αναζήτηση), η ιστορία ακούγεται διακριτικά μέσα στον ατομικό βίο και συμπορεύεται μαζί-του, η ατμόσφαιρα μυεί τον αναγνώστη στα ταραγμένα εκείνα χρόνια. Παραδόξως, κι αυτό δεν αποβαίνει μείον, ο ρυθμός είναι σχετικά γρήγορος, αφού σε 300 σελίδες περιτρέχει τέσσερις δεκαετίες, χωρίς να βιαστεί αλλά και χωρίς να καθυστερήσει. Η έλλειψη αναμονής για την “τελείωση” της ιστορίας ίσως κάνει τον αναγνώστη να χάσει την υπομονή-του.

            Κι εκεί που όλα αυτά έχουν πάρει τη δική-τους μορφή και έχουμε ξανασυναντήσει τον γνωστό Θέμελη της τριλογίας-του, αυτός κάνει το μοιραίο;/τυχαίο;/προγραμματισμένο; λάθος να οδηγήσει τα πράγματα στο σήμερα και να επιδιώξει να βγάλει ιδεολογικά μηνύματα από την ιστορία-του. Πού είναι το σφάλμα; Πρώτον η αφήγηση για το σήμερα χωλαίνει σε πιστότητα και σε απόδοση της ατμόσφαιρας, στοιχείο που το είδαμε και σε άλλα μυθιστορήματα του πεζογράφου. Δεύτερον και σημαντικότερο, ο συγγραφέας τοποθετεί ως βασική αντίδραση του σημερινού ανθρώπου (και μάλιστα ως κορωνίδα της χριστιανικής βίωσης ενός κατά τ’ άλλα σοβαρού και μετρημένου ιερέα, του παπα-Μιχάλη) τη Δικαιοσύνη, δηλαδή την εκδίκηση, λες και έχουμε μείνει στην Παλαιά Διαθήκη και δεν περάσαμε χριστιανικά και ηθικά στην Καινή. Το πρόβλημα των ναρκωτικών αναφύεται από το πουθενά και η εκδίκηση προβάλλεται ως η βασική λύση για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Αυτό που ενοχλεί δεν είναι αυτή καθεαυτή η εκδικητική στάση του ιερέα, αλλά η ρηχή ιδεολογική βάση, η άστοχη ξεδίπλωση του τελευταίου κεφαλαίου, η ασύνδετη επικαιροποίηση ηθικών εγκλημάτων του χθες (Εμφύλιος, αιμομιξία κ.λπ.) με την εκδίκηση σημερινών μεγαλοεγκληματιών.
            Με όλα αυτά φαίνεται ότι, ενώ θα μπορούσαμε να διαβάσουμε όχι ένα σπουδαίο έργο, αλλά τουλάχιστον μια καλή μεταφορά του μετεμφυλιακού κλίματος της Ελλάδας, είδαμε μια άνιση ιδεολογικά ιστορία. Τη διάβασα συμβατικά, αναγνώρισα τον καλό τεχνίτη Θέμελη, αλλά δεν βρήκα τον παλμό που θα με έκανε να σηκώσω πιο ψηλά τον συγγραφέα και τις προσπάθειές-του. Κι αν τουλάχιστον μια κλασική ιστορία εποχής θα είχε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ιστορικό και ατμοσφαιρικό, για να σταθεί, η ατυχής κατάληξή-της σε μια κοινωνική κάθαρση ξεπέφτει στο ρηχό πρόσωπο ενός ασύνδετου και από τα μαλλιά τραβηγμένου τέλους. Τουλάχιστον, είναι ένα ευπώλητο, αν δει κανείς τις εφημερίδες, που δεν χωλαίνει αφηγηματικά και δεν εκπίπτει σε υφολογικές φτήνιες.

Ωραίο φωτογραφικό υλικό για τα Ιωάννινα της δεκαετίας του '50 και του '60 βρήκα στο photoioannina.blogspot.com.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, July 13, 2011

“Μαύρες οχιές μάς ζώσανε” του Γιώργου Δενδρινού

Το νοσοκομειακό σύστημα και η διαλυμένη δημόσια υγεία, ο δημοσιοΰπαλληλισμός των γιατρών και οι ελλείψεις του ΕΣΥ είναι σίγουρα πρόσφορο έδαφος για λογοτεχνική αναπαράσταση, ειδικά όταν μπορεί κανείς να τα παρωδήσει.

Φραπουτσίνο κάραμελ με σαντιγί:
Γιώργος Δενδρινός
“Μαύρες οχιές μάς ζώσανε”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Στο προηγούμενο έργο-του “Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα” ο Δενδρινός αφήνει το στίγμα-του (βλέπε ποστ της 29ης Αυγούστου 2008): χιουμοριστική προσέγγιση του νοσοκομείου, παρωδία όλων των δεδομένων ιατρικών εργασιών, σάτιρα των παρασιτικών θεσμών, επίθεση σε όλα τα στραβά και ανάποδα της παροχής δημόσιας υγείας.
            Σ’ αυτό το μυθιστόρημά-του ο συγγραφέας συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο, φτιάχνει μια ιστορία και παίζει με τη νοσοκομειακή αθλιότητα και την υπέρμετρη αστυνομική μωροφιλοδοξία: ο γιατρός του νοσοκομείου Αγίων Πάντων Πιτσιλής διαλύει μια κούκλα που χρησιμοποιούνταν για εκπαιδευτικούς σκοπούς και έπειτα φεύγει με μετάθεση για την Καραβίδα. Την ίδια μέρα πεθαίνει ένας ασθενής και με συνοπτικές διαδικασίες παραδίδεται στους συγγενείς για τα περαιτέρω. Οι δύο αυτές ιστορίες αποτελούν τα εναρκτήρια νήματα τα οποία συνδέονται σταδιακά, αφού από παρεξήγηση δίνεται η εντύπωση ότι ο γιατρός τεμάχισε το πτώμα και το εμπορεύτηκε(;). Η όλη διαλεύκανση της υπόθεσης απηχεί αστυνομικό μυθιστόρημα, το παρωδεί κωμικά, και στηριγμένη σε παρεξηγήσεις, παρερμηνείες, μισόλογα που διαστρεβλώνονται, αμφιλεγόμενες συμπεριφορές που εκλαμβάνονται στραβά κινείται με χαλαρό και εύστοχα χιουμοριστικό ύφος.
            Ο Δενδρινός δεν μπορεί να ξεφύγει από το νοσοκομειακό περιβάλλον και την χιουμοριστική-του πλευρά που υπερκαλύπτει όλα τα άλλα. Η γόνιμη διάθεσή-του να ειρωνευτεί ένα ξεχαρβαλωμένο σύστημα δεν αρκεί για να γράψει μυθιστόρημα με αξιώσεις. Ειδικά όταν επαναλαμβάνει την ίδια σύλληψη με αυτή του πρώτου έργου-του, το όλο εγχείρημα καταντά μανιέρα και ο αναγνώστης δεν έχει να περιμένει πολλά. Όταν ένας ηθοποιός παίζει μόνο τον εαυτό-του, όταν υποκρίνεται με τον ίδιο τρόπο όλους-του τους ρόλους, όταν δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μανιέρα και τον κομφορμισμό, τότε δεν έχει πολλές δυνατότητες. Ανάλογα όταν ένας συγγραφέας γράφει συνέχεια στην ίδια οκτάβα, τότε κουράζει τον αναγνώστη και εξαντλεί το ρεπερτόριό-του σε λίγες σελίδες.
            Το εξώφυλλο που συνοδεύει τον τίτλο είναι εμπνευσμένο, μερικά έξυπνα λογοπαίγνια είναι αξιοπρόσεκτα αλλά η ιστορία δεν φτουράει, οι χαρακτήρες παραπαίουν από το βάρος της σάτιρας που σηκώνουν, οι καταστάσεις, σκόπιμα τραβηγμένες στα άκρα, δεν παραπέμπουν σε μια σφιχτή πλοκή, όπου το γέλιο συνοδεύεται με τη δράση. Αν για το πρώτο έργο είχα να πω καλά λόγια για το είδος που εκπροσωπεί, για το δεύτερο δεν έχω να πω παρά βούλιαξα μέσα στην κινούμενη άμμο-του.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 11, 2011

“Το κοιμητήριο της Πράγας” του Ουμπέρτο Έκο

Το διάβασμα έργων του Έκο είναι μια ολόκληρη αναγνωστική περιπέτεια, αφού, ενώ η γραφή-του φαίνεται αργή και λαβυρινθώδης, κρύβει μέσα-της καταρράκτες και δίνες που ο αναγνώστης δεν τις έχει υποψιαστεί.

Cappuccino με σαντιγί και κανέλλα:
Umberto Eco
“Il cimitero di Praga”
Bompiani 2010
Ουμπέρτο Έκο
“Το κοιμητήριο της Πράγας”
μετ. Ε. Καλλιφατίδη
εκδόσεις Ψυχογιός
2011

            Για να διαβάσει κανείς τον Έκο ίσως πρέπει να ξέρει σημειολογία, ώστε να μπορέσει να δει πίσω από τα σημεία του μυθιστορήματός-του. Ίσως πρέπει να ξέρει ιστορία για να μπορεί να παρακολουθεί την εποχή και να μην χάνεται στα άπειρα δρομάκια που επίτηδες ο ιταλός συγγραφέας χαράσσει. Ίσως πρέπει να έχει διαβάσει πολλή ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ώστε να εξακριβώνει τις διακειμενικές αναφορές τού Έκο και να συλλαμβάνει τα παλίμψηστα επίπεδα της γραφής. Ίσως τελικά να μην ξέρει τίποτα απ’ όλα αυτά και να απολαμβάνει απλώς τη χαρίεσσα αφήγηση, που πάντα είναι γεμάτη ανηφόρες και κατηφόρες.
            Το τελευταίο έργο τού Έκο βρίσκεται σε μια τομή, στην οποία συναντώνται άλλα κείμενα, τόσο δικά-του όσο και άλλων. Ας ξεκινήσω όμως με τον πυρήνα της υπόθεσης: Ένας αμφιβόλου ηθικής και μάλλον βεβαρημένου ποινικού και ηθικού μητρώου συμβολαιογράφος, ονόματι Σιμονίνι, αφηγείται τη ζωή-του σε ένα ημερολόγιο στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκτός από παραχαράκτης, κατάσκοπος, απατεώνας και καταδότης, σφετεριστής περιουσιών κ.ο.κ. έχει σκοτώσει και δυο-τρεις τύπους σε μια σειρά από συνωμοσίες, διπλούς ρόλους και παιχνίδια εξουσίας. Ήταν αντισημίτης και έζησε εν ολίγοις μια ζωή που στιγματίστηκε από ένα σωρό ανομίες και ανηθικότητες.
            Ο Έκο, σκόπιμα απ’ όσο καταλαβαίνω, γράφει με την αργή, περιγραφική αλλά και γεμάτη πρόσωπα και επεισόδια γραφή των Γάλλων κατά βάση ρομαντικών και ρεαλιστών του 19ου και παρωδεί –μέχρις ενός σημείου- τη θετικιστική-τους ματιά και τις πολυδαίδαλες ιστορίες-τους. Και ενώ έβλεπα παντού μια επανάληψη των τεχνοτροπιών αυτής της εποχής, στην οποία εξελίσσεται η υπόθεση, η γυναίκα-μου παρατήρησε ότι ίσως ο τίτλος «Το κοιμητήριο της Πράγας» (“Il cimitero di Praga”) μπορεί να έχει κάποια σχέση με «Το Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ (ιταλ. απόδοση “La certosa di Parma”, 1839). Ακόμα και έτσι να μην είναι (το βλέπω πολύ λίγο πιθανό), η εποχή αναπλάθεται με όλο το φόρτο των τύπων-της (μαχαιροβγάλτες, πόρνες, άνθρωποι του υποκόσμου, έμποροι, ιερείς, καρδινάλιοι, αξιωματικοί, ταβερνιάρηδες κ.ο.κ.) και κυρίως με μια παρέλαση κλικών, ιδεολογιών, θρησκευμάτων, αιρέσεων, κομμάτων κ.ο.κ. (καρμπονάροι, μασόνοι, προτεστάντες, γαριβαλδίνοι, κομουνιστές, μεθοδιστές, πιετιστές…) σε μια Ιταλία που βαίνει προς τη σύμπηξη ενός ενιαίου κράτους.
            Αυτές οι διασταυρώσεις ιδεολογιών θυμίζουν το «Όνομα του ρόδου», όπου τα ποικίλα δόγματα σχηματίζουν ένα δίχτυ ερμηνειών που υπό-κειται του βασικού θέματος και δίνουν μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Από την άλλη, η πραγματικότητα και οι συχνές παρερμηνείες-της, όπως αναπτύσσονται στο «Εκκρεμές του Φουκό», είναι ένας άλλος δείκτης για την πλαστογραφία ως μέθοδο προπαγάνδας αλλά και παρ-ερμηνείας της ιστορίας από την ιστοριογραφία. Τα κείμενα δεν είναι αυτά που δείχνουν, δεν είναι αθώα, δεν είναι ουδέτερα ούτε αποκαλυπτικά…
            Η ιστορία από την υπόθεση Ντρέιφους μέχρι όλες τις κατηγορίες εναντίον των Εβραίων μπορεί να γραφεί μεν από τα ντοκουμέντα της εποχής αλλά τα ίδια αυτά ντοκουμέντα είναι συχνά σκόπιμα ή μη παραποιημένα. Η σημερινή λογοτεχνία αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά δεδομένα, αλλά όλα είναι ανθρώπινες καταγραφές και συλλήψεις, υποκειμενικά ιδωμένες εντυπώσεις.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, July 06, 2011

Πειστικότητα στη λογοτεχνία

            Πότε ένα κείμενο πείθει τον αποδέκτη-του ότι παρουσιάζει μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει συμβεί, είτε στον υπάρχοντα κόσμο είτε σε ένα φανταστικό περιβάλλον; Αν εξαιρέσει κανείς την ποίηση, που λειτουργεί με το δικό-της εκφραστικό πλαίσιο, η πεζογραφία δημιουργεί το περιβάλλον εκείνο μέσα στο οποίο θα αναδείξει το θέμα-της, θα εξελίξει την ιστορία-της, θα τροχοδρομήσει τους χαρακτήρες-της.
Πίνακας του Edward Hopper με τίτλο
"Chambre au bord de la mer"
            Όταν έγραψα την άποψή-μου για το βιβλίο του Βαγγέλη Μπέκα “Φετίχ” (30/5/2011), επεσήμανα ότι το κείμενο υστερεί σε αληθοφάνεια. Ο ανοικτός διάλογος που ακολούθησε, ειδικότερα με τον συγγραφέα, έδειξε πως η λέξη «αληθοφάνεια» εκλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο και γι’ αυτό αποφάσισα να φέρω το θέμα σε ξεχωριστή ανάρτηση, για να διευκρινίσω πώς την εννοώ και να διεξαγάγουμε τη συζήτησή-μας απομακρυσμένοι από το συγκεκριμένο έργο.
"Studio"
Πίνακας του Jean-Désiré Gustave Courbet
            Η αληθοφάνεια σήμερα δεν συνδέεται αποκλειστικά με τον ρεαλισμό. Όσο ο ρεαλισμός κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα και όσο εξακολουθούσε να στηρίζει μυθιστορηματικές γραφές μέσα στον 20ο, η αληθοφάνεια ταυτιζόταν με την αναφορά σε μια άλλη, έξω από το μυθιστορηματικό πεδίο, πραγματικότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο πεζογράφος έπρεπε να είναι πιστός στην εξωλογοτεχνική αλήθεια, να είναι ακριβής στην απόδοση των πραγματολογικών στοιχείων, να μην αλλοιώνει τα ιστορικά γεγονότα και γενικά να πλάθει έναν κόσμο που κάλλιστα θα μπορούσε να υπάρχει στην ανθρώπινη ζωή. Όποιος μιλάει με ρεαλιστικούς όρους, έχει μείνει στην αληθοφάνεια ως πιστότητα, ως αλήθεια και όχι ως δυνατότητα.
            Σήμερα όμως δεν μπορούμε να απαιτούμε από ένα έργο να είναι ρεαλιστικά αληθοφανές. Μπορούμε όμως να απαιτούμε να είναι πειστικό, να είναι συνεπές με τον εαυτό-του και να μην αφήνει τον αναγνώστη να στέκεται μετέωρος και να αμφισβητεί την ενδοκειμενική αλήθεια-του. Αληθοφάνεια δεν σημαίνει αλήθεια, αλλά οικοδόμηση ενός κόσμου που να μπορεί να σταθεί από μόνος-του και να μην αφήνει χαραμάδες που να αλλοιώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται. Αληθοφάνεια υπάρχει ακόμα και στην αλληγορία, ακόμα και στα έργα επιστημονικής φαντασίας, ακόμα και στα έργα του φανταστικού, ή του μαγικού ρεαλισμού: η χρήση-της κάνει τον αναγνώστη να μυηθεί στο θέμα και μετά ή παράλληλα να το δει αλληγορικά ή μεταφυσικά ή… Αληθοφάνεια έχουν οι παραβολές του Χριστού, έχει η "Φάρμα των ζώων" του Όργουελ, έχει ο Λεμ στο “Σολάρις”, έχει ο Μάρκες κ.ο.κ. Αληθοφάνεια δεν σημαίνει πιστότητα ή προσήλωση την πραγματικότητα. Σημαίνει πρώτιστα σκηνικό, πρόσωπα, δράση που να πείθουν για τη βαθύτερη μυθιστορηματική-τους αυθυπαρξία, ολότητα, εμβάθυνση, διαφάνεια...
            Ένα έργο για να πείσει τον αναγνώστη ότι αξίζει να προσεχθεί πρέπει να έχει χτίσει τα όριά-του έτσι ώστε κάθε επιμέρους σημείο να είναι συνεπές με το σύνολο. Να είναι γραμμένο έτσι ώστε, είτε αναφέρεται στην πραγματικότητα είτε κατασκευάζει τη δική-του πραγματικότητα, να μπορεί να εισαγάγει τον αναγνώστη στον δικό-του κόσμο και να μην του αφήνει κενά. Να πλάθει παράλληλους κόσμους (εδώ βοηθά η σχετικότητα του Αϊνστάιν) οι οποίοι να πείθουν για την ύπαρξή-τους, ακόμα κι αν είναι εντελώς φανταστικοί. Ένα αστυνομικό έργο να μην στηρίζεται σε βεβιασμένες αλληλουχίες, ένα έργο επιστημονικής φαντασίας να πλάθει δικές-του αρχές που να τηρούνται με συνέπεια, μια αλληγορία να μην αφήνει σημεία που να μην δένουν με το συνολικό-της νόημα…
            Αληθοφάνεια πλέον δεν σημαίνει αναφορά στην εξωτερική πραγματικότητα αλλά αναφορά στην εσωτερική πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα, η νουβέλα ή το διήγημα πρέπει να φέρνουν σε ισορροπία όλα τα σημεία-τους και να μην αφήνουν τις αντιφάσεις-τους, τις ενδοκειμενικές εκκρεμότητές-τους ή τις εσωτερικές-τους ανισορροπίες να εκτροχιάζουν την αναγνωστική προοπτική. Αληθοφάνεια σημαίνει συνέπεια σε ένα βάθος που δεν μένει στην επιφάνεια του περιεχομένου, αλλά στην κατάβαση σε έναν γόνιμο χειρισμό του πρωτότυπου θέματος με την πρωτοπόρα αλλά όχι εκβιαστικά δοσμένη μορφή. Αληθοφάνεια σημαίνει ότι μένω πιστός στις προδιαγραφές που εγώ θέτω μέσα στο έργο-μου, αλλά και προσκαλώ τον αναγνώστη στο βαθύτερο “είναι” του κειμένου, χωρίς να τον δέχομαι σε ένα δωμάτιο χωρίς δικαιολογημένη διακοσμητική και λειτουργική άποψη. Αληθοφάνεια δεν σημαίνει πυροτέχνημα μόνο προς άγραν εντυπώσεων, αλλά πειστική εξήγηση –που το ίδιο το έργο τη δίνει- για το πώς έδεσα μορφή και περιεχόμενο.
            Μερικές πρώτες σκέψεις…
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 04, 2011

“Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία” του Χρήστου Χωμενίδη

Έχετε δει διάγραμμα σεισμικής δόνησης; Η γραμμή είναι έντονη, αυξομειώνεται συνεχώς, κάνει τις απότομες κορυφώσεις-της κι έπειτα γκρεμίζεται το ίδιο αιφνίδια καθώς η βελόνα ταλαντεύεται με ταχύτητα ανάμεσα στο ναδίρ-της και το ζενίθ-της.

Φραπέ με γάλα:
Χρήστος Χωμενίδης
“Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία”
εκδόσεις Πατάκη
2010

            Την ίδια αίσθηση αφήνει η συγγραφική τέχνη του Χρήστου Χωμενίδη. Κλήθηκε «ο νέος Καραγάτσης» για την αφηγηματική δεινότητά-του, αλλά συνάμα και για τον τρόπο χειρισμού των θεμάτων-του. Το “Σοφό παιδί” αποτέλεσε την εκτίναξη των μετοχών-του, ενώ μετά, πιο πολύ έκανε αίσθηση με την τηλεοπτική-του παρουσία και με τη σπιρτάδα των εμφανίσεών-του παρά με τη λογοτεχνική-του επιτυχία. Το προπέρσινό-του μυθιστόρημα “Λόγια φτερά” απέσπασε αμφίθυμα σχόλια, αλλά τουλάχιστον έδειξε πως ο καλός Χωμενίδης είναι κάπου εδώ.

πηγή: http://www.topapi.gr/

            Η παρούσα συλλογή διηγημάτων γυρίζει πίσω στην εποχή που έγραφε τη «Φωνή» (1998) και στα μετέπειτα έργα-του∙ σ’ αυτήν βλέπουμε τα χωμενίδεια γνωρίσματα, πολλά από τα οποία δεν τον κολακεύουν αλλά δείχνουν ευκολία, κυριολεκτικά ως προς την ταχύτητα και μεταφορικά ως προς την προχειρότητα, στη γραφή-του, μια άνεση που δεν επιβάλλει τα συγγραφικά προτερήματά-του στη συνείδηση του αναγνώστη: κατά βάση πρόκειται για στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, ιδωμένα με ιδιαίτερο τρόπο, θεωρημένα με το πρίσμα της γκροτέσκας, χιουμοριστικής ή ανατρεπτικής τού συγγραφέα σκοπιάς. Πάνω σ’ αυτά γράφει μια σκόπιμα τραβηγμένη ιστορία, πολύ ειρωνική και συχνά παρωδιακή, η οποία δείχνει τις διαφωνίες-του σε συνήθειες των Νεοελλήνων, σε μοτίβα της ζωής-μας, σε παγιωμένες αντιλήψεις που σηκώνουν πολλή συζήτηση και είναι ευεπίφορες σε σκωπτικά σχόλια.
            Οι επιφυλάξεις έγκεινται καταρχάς στο αφηγηματικό ξεφούσκωμα κάθε διηγήματος που στο τέλος εκρήγνυται σε ένα πυροτέχνημα, τόσο απογοητευτικό, σε σχέση με τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, τόσο ανούσιο σε σχέση με τη δυναμική που κανείς φανταζόταν. Ο Χωμενίδης δείχνει να ξέρει να πιάνει τον σφυγμό της ασθενούσας κοινωνίας-μας, αλλά, όταν τον περνάει στο χαρτί, αντέχει όσο στήνει μεγαλεπήβολα και έντεχνα ακραία επεισόδια, τα οποία καταρρέουν από την έλλειψη νομοτελειακής στόχευσης.
            Κλείνω με ένα διήγημα που ενείχε μια σαφή ιδεολογική αντίστιξη: «Το τελευταίο τσιγάρο» αντιπαραθέτει την ευθανασία με τη θανατική ποινή και καταδεικνύει έτσι τις αντιφάσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Το τέλος-του, παρότι υποτονικό, στηρίζει το ως εκεί εγχείρημα και καταξιώνει τη ματιά που θέλει τον σημερινό άνθρωπο να είναι ορθολογικά πεπεισμένος ό,τι όσα φρικτά κάνει είναι και ηθικά. Το διήγημα «Μάρκος και Τατιάνα» ξεχωρίζει για το αναμενόμενο αλλά σοφά καθοδηγούμενο τέλος-του.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, July 01, 2011

Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ της Άλκης Ζέη

Το 1987, το εν λόγω έργο της Άλκης Ζέη πετυχαίνει το συγγραφικό μπαμ και γίνεται ίσως ένα από τα λίγα ποιοτικά ευπώλητα που έχουμε στη λογοτεχνία-μας. Η συγγραφέας ανοίγεται στο ευρύ ενήλικο κοινό, παύει δηλαδή να διαβάζεται μόνο από παιδιά και μπαίνει στον άτυπο Κανόνα της σύγχρονης αναγνωρισμένης πεζογραφίας-μας.

Παγωτό παρφέ σοκολάτα:
Άλκη Ζέη
“Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα”
Κέδρος
Αθήνα 1987
(πλέον Μεταίχμιο 2011)

            Μέσα στη δεκαετία του ’80 παρατηρείται το φαινόμενο η λογοτεχνία των αριστερών να αναδιπλώνεται και να αρχίζει πιο ανοικτά να ασκεί κριτική στο ίδιο το κόμμα, να παίρνει αποστάσεις από τις πρακτικές-του, να μιλάει ανοικτά προ Περεστρόικα για τα κακώς κείμενα του ΚΚΕ από τον Εμφύλιο έως την εποχή εκείνη. Μετά το “Κιβώτιο” του Αλεξάνδρου, θυμάμαι την “Αρχαία σκουριά” (1979) της Μάρως Δούκα που αρχίζει να ροκανίζει την αρραγή εικόνα των αριστερών, έπειτα δυο βιβλία του Χρόνη Μίσσιου και το 1987 “Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα” έκανε αίσθηση, πούλησε αβέρτα σαν σοβαρό μπεστ-σέλερ και καταξιώθηκε, κατά τη γνώμη-μου, ως ένα βιβλίο-σταθμός.
            Εν έτει 1968, εν μέσω δικτατορίας, μια αριστερή αυτοεξόριστη στο Παρίσι, μαζί με άλλους ομοϊδεάτες-της, προσπαθεί να επιβιώσει εργαζόμενη ως κομπάρσος σε μια ταινία που γυρίζεται πάνω σε τρένο. Η ταινία ονομάζεται “Το τρένο της φρίκης”, κατά τη διάρκεια της οποίας η αφηγήτρια θυμάται τη διαδρομή-της από τον Εμφύλιο έως την εξορία-της στη Γαλλία. Το προσωνύμιό-της το οφείλει στον Αχιλλέα, σημαίνον στέλεχος του Δημοκρατικού Στρατού, που πολέμησε τη δεκαετία του ’40 και έφυγε εξόριστος στην Τασκένδη, στην οποία τον ακολούθησε και η αρραβωνιαστικιά-του, αφού πρώτα αυτή περιπλανήθηκε σε Ρώμη και Παρίσι.
            Το μυθιστόρημα, όπως ίσως μπορεί κανείς να καταλάβει, είναι εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, αφού ενσωματώνει προσωπικά βιώματα της Ζέη, παρακολουθεί τη δική-της πορεία σε ΕΣΣΔ και Γαλλία, ανακινεί το θέμα του Εμφυλίου και τις συνέπειές-του, προβάλλει τη γυναικεία οπτική γωνία (γυναικεία και αριστερή συνάμα) που άλλοτε εστιάζει στο προσωπικό κι άλλοτε επιθεωρεί το συλλογικό, ασκώντας κριτική στους κομματικούς μηχανισμούς. Το 1987 βρίσκεται σε ικανή απόσταση από τον Εμφύλιο και τη μεταπολίτευση, ώστε ένας κατασταλαγμένος άνθρωπος όπως η Άλκη Ζέη να μπορεί να δει από μέσα κι από έξω την τεσσαρακονταετή περιπέτεια της Ελλάδας, της αριστεράς και της ιδεολογικής διαμάχης που άφησε εθνικά και ατομικά τραύματα.
            Η γυναικεία οπτική γωνία συζευγνύει την ατομικότητα και την αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας με την πολιτική. Η ηρωίδα προσπαθεί να αυτοψυχαναλυθεί, καθώς βλέπει τους δύο εαυτούς-της και επιχειρεί να απομακρυνθεί από αυτόν που την συνδέει με τον Αχιλλέα (ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι αποκαλυπτικός για τον τρόπο με τον οποίο την έβλεπαν οι άλλοι, όχι δηλαδή με το πραγματικό-της όνομα-ιδιότητα, αλλά ως δορυφόρο του αρραβωνιαστικού-της) και να ξαναβρεί το πραγματικό-της όνομα και την ατομική-της ταυτότητα. Η αλλαγή τόπων και ρόλων δείχνει αυτήν τη διάδοχη εναλλαγή ταυτοτήτων, όπως ορίζονται στο πέρασμα των χρόνων.
            Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα δυνατό κείμενο, βγαλμένο από μια εξατομικευμένη σύλληψη μιας φορτισμένης ιστορικά περιόδου, όπου η αριστερή δράση είναι δεδομένη αλλά και η εκ των υστέρων διάψευση διαπιστωμένη. Περίτεχνη είναι και η αμφίδρομη πορεία από το παρόν της αφηγήτριας πίσω στη δεκαετία του ’50 και του ’60 (με μικρές αναδρομές στην Κατοχή και στον Εμφύλιο), όπου η αντιστοίχηση παρόντος και παρελθόντος γίνονται αντικείμενου ικανότατου χειρισμού. Το ύφος-της μερικές φορές είναι απλό, όπως στα παιδικά-της έργα, αλλά άλλες είναι πολύ σκληρό και στεγνό, με αποτέλεσμα να κουράζει βαρυνόμενο από τον συλλογιστικό-του φόρτο.
Πατριάρχης Φώτιος