Tuesday, July 20, 2010

ΕΠΤΑ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Έχουμε όλοι την ίδια ιδέα για τη λογοτεχνία; Προφανώς όχι. Κάθε εποχή διαμορφώνει τα δικά-της κριτήρια, αλλά και κάθε άτομο κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην αναγνωστική αλυσίδα. Πολλά όμως στερεότυπα που έχουμε είναι αποτέλεσμα της στρεβλής παιδείας-μας και της μαζοποιημένης (κοινής) γνώμης της κοινωνίας.

1. Διαβάζω λογοτεχνία για να μάθω, για να εμπλουτίσω τις γνώσεις-μου.
Ακούγεται συχνά αυτό από αναγνώστες λ.χ. ιστορικών μυθιστορημάτων. Φυσικά η μυθιστορηματοποίηση ιστορικών γεγονότων τα καθιστά πιο εύπεπτα, πιο προσιτά στο ευρύ κοινό. Αλλά έχει περάσει πλέον η εποχή κατά την οποία η λογοτεχνία υποκαθιστούσε την ιστοριογραφία. Το μυθιστόρημα καλείται να πλάσει τον δικό-του αυτόνομο κόσμο, ασχέτως αν στηρίζεται σε πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα. Επομένως, αυτό που θα το καταστήσει ποιοτικό και πρωτοποριακό είναι ο τρόπος πραγμάτευσης της ιστορίας, ώστε ο αναγνώστης να ξαναδεί την ιστορία και όχι να τη μάθει εν είδει σχολικών γνώσεων. Γι’ αυτό, λίγο ενδιαφέρει αν το εκάστοτε μυθιστόρημα μένει πιστό στην ιστορική αλήθεια ή αν πλάθει το δικό-του σύμπαν.
2. Πολύ καλό μυθιστόρημα, επειδή θίγει ένα πρωτότυπο θέμα και ασχολείται με έναν χώρο παραγνωρισμένο και αγνοημένο.
Η λογοτεχνία φυσικά μπορεί και απλώνεται σε χώρους που τα ΜΜΕ ή η επιστήμη αγνοεί. Φυσικά κερδίζει όταν είναι πρωτότυπη και καταπιάνεται με πτυχές της ανθρώπινης ζωής που δεν έχουν προβληματίσει τον μέσο άνθρωπο. Αυτό όμως καθεαυτό δεν αρκεί για να καταξιώσουμε το έργο, αν το θέμα δεν συνοδεύεται από την κατάλληλη επένδυση, αν δηλαδή δεν έχει δουλευτεί με το ανάλογα ποιοτικό ύφος, πλοκή, χαρακτήρες. Αν λ.χ. γράψω ένα μυθιστόρημα για την κλωνοποίηση και καινοτομήσω τουλάχιστον στην Ελλάδα, θα με προσέξουν, αλλά δε θα με επιβραβεύσουν περαιτέρω, αν δεν φροντίσω να ντύσω την ιδέα-μου με τη στιβαρή πλοκή μιας μυθιστορηματικής ιστορίας…
3. Διαβάζω λογοτεχνία για να περάσω ευχάριστα τις ώρες-μου.
Φυσικά η συνιστώσα «ευχαρίστηση» είναι βασική, για να προσεγγίσει η λογοτεχνία το ευρύ κοινό. Όμως, αν μείνει κανείς εκεί, βρήκε ένα εύκολο μπεστ-σέλλερ, που με στερεότυπα, αναμενόμενες σκηνές και πολλή δράση ή μελό (για άνδρες ή γυναίκες αντίστοιχα) θα κρατήσει το ενδιαφέρον, αλλά δεν θα δώσει τίποτα περισσότερο. Η άλλη δηλαδή συνιστώσα που ονομάζεται «βάθος» δεν πρέπει να λείπει, γιατί θα αφήσει τον αναγνώστη στη στασιμότητά-του και δεν θα τον ταρακουνήσει από τη νιρβάνα-του.
4. Καλό μυθιστόρημα είναι όποιο χρησιμοποιεί πρωτοποριακές τεχνικές και καινοτομεί μορφικά.
Είναι η αντίθετη άποψη από την προηγούμενη. Κι αν ο τρίτος μύθος πάσχει από μπεστσελερίαση, αυτός ασθενεί εξαιτίας του ελιτισμού-του. Δηλαδή η χρήση πρωτοποριακών τεχνικών είναι πιθανότατα δείγμα μιας καινοτόμου προσπάθειας να ξαναδεί ο συγγραφέας τον κόσμο με νέο τρόπο. Ταυτόχρονα όμως a priori δεν μπορεί και δεν πρέπει κανείς να δεχτεί ότι ένα «ψαγμένο» μυθιστόρημα είναι και κατ’ ανάγκη ουσιώδες και βαθύ… Μπορεί κάλλιστα να παρακολουθεί τη μόδα της γραφής, τη μόδα της εποχής και να πετάει πυροτεχνήματα για επιδειξιομανία. Κι όσο η λογοτεχνία απομακρύνεται από το κοινό-της, όσο κλείνεται στον εαυτό-της, τόσο χάνει την επαφή-της με την αναγνωστική απόλαυση φτάνει εντέλει στο άλλο άκρο και δυνητικά μπορεί να κερδίσει τα εύσημα από την κριτική, αλλά συνάμα κλείνεται στον γυάλινο πύργο-της…
5. Με ενδιαφέρει τι ήθελε να πει ο συγγραφέας.
Είναι διαφορετικό «αυτό που ήθελε να πει ο συγγραφέας» απ’ αυτό που τελικά είπε. Κι αυτό συμβαίνει α) γιατί το υποσυνείδητό-του γεννά ιδέες και τις μετατρέπει σε λέξεις, συχνά ερήμην του συνειδητού-του, β) πολλές φορές ο δημιουργός, από αγάπη για το παιδί-του, πιστεύει ότι ανακάλυψε την Αμερική, ενώ απλώς βρήκε …την Αίγινα και γ) η γλώσσα είναι υπερ-κείμενη έννοια και γι’ αυτό ξεπερνά τις ιδέες του λογοτέχνη δημιουργώντας το δικό-της σύμπαν, με πολυσημίες και ανοικτά ενδεχόμενα, πέρα από τις όποιες προθέσεις του συγγραφέα.
6. Το βιβλίο με φέρνει πιο κοντά στην πραγματική ζωή του συγγραφέα.
Άλλο πράγμα ο συγγραφέας, άλλο ο αφηγητής κι άλλο ο πρωταγωνιστής, αν και ενίοτε υπάρχουν ταυτίσεις. Γι’ αυτό δεν πρέπει να συγχέουμε την ιδεολογία του κεντρικού προσώπου με αυτήν του λογοτέχνη, αφού συχνά ο τελευταίος γράφει εκ του αντιθέτου, με σκοπό να αποκαλύψει μια ζωή που δεν τον εκφράζει και έτσι –μερικές φορές- να την κατακρίνει. Αντίθετα, όποιος συγγραφέας αναμασά τη ζωή-του φορτώνοντας το έργο-του με αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες, κατά τη γνώμη-μου πάσχει από έλλειψη φαντασίας, δημιουργικότητας και πρωτοτυπίας, που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον δικό-του κόσμο, σαν τον μέτριο ηθοποιό που δεν μπορεί να παίξει κόντρα ρόλους.
7. Μου αρέσει πολύ το έργο, επειδή η γλώσσα-του έχει ποιητικότητα, μαγεία, παραστατικότητα…
Η γλώσσα είναι ακρογωνιαίος λίθος στη λογοτεχνία, αφού πάνω της στηρίζονται οι επιμέρους αποχρώσεις, η ατμόσφαιρα, οι σκέψεις των προσώπων κ.ο.κ. Αλλά, ενώ η ποίηση είναι απόλυτα μια γλωσσική ύφανση και γι’ αυτό δεν μπορεί εύκολα να μεταφραστεί, η πεζογραφία χρειάζεται και μια καλοδουλεμένη πλοκή, που να μετατρέψει τα σκόρπια συμβάντα σε λειτουργικά επεισόδια και να πλάσει το μυθιστορηματικό πλαίσιο που να σηκώσει χαρακτήρες, συγκρούσεις, συναισθήματα κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, ένας καλό ποιητής δεν είναι αυτοχρήμα και καλός πεζογράφος, ένας μεγάλος ρήτορας δεν μπορεί να γράψει κατ’ ανάγκη και καλό μυθιστόρημα, ένα μεγάλο πεζογράφημα δεν είναι μόνο συνυποδηλώσεις αλλά και οργάνωση…
8. ...
9. ...
10. ...

Οι τρεις άλλοι είναι στη διακριτική-σας ευχέρεια. Συμπληρώστε-τους με ό,τι σας ενοχλεί, με ό,τι παγιωμένο πιστεύετε ότι αλλοιώνει την πραγματική εικόνα της λογοτεχνίας.

         Η Αθήνα αδειάζει και το Βιβλιοκαφέ χάνει σταδιακά τους θαμώνες-του. Γι’ αυτό, όπως κάθε χρόνο, κλείνουμε σήμερα για την καλοκαιρινή σαιζόν και θα ξανανοίξουμε κάπου στα τέλη Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου. Η άδειά-μου ξεκινά στις 6/8 (ως τότε θα περνάω πού και πού από το Βιβλιοκαφέ για κουβεντούλα) και θα μείνω εκτός Αθηνών μέχρι τις 22/8. Όταν με το καλό επιστρέψουμε όλοι στο κλεινόν άστυ, θα ξεκινήσουμε να ψήνουμε καφέδες για τους φίλους-μας.
       Ειδικότερα, την 1η Σεπτεμβρίου θα αφιερώσουμε την κρέπα του μήνα στον Δημήτρη Νόλλα, με αφορμή το τελευταίο-του βιβλίο, αλλά φυσικά και την πολυετή προσφορά-του στα ελληνικά γράμματα.
Εύχομαι σε όλους ανανεωτικές διακοπές.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, July 16, 2010

“Κάτι θα γίνει, θα δεις” του Χρ. Οικονόμου

Το διήγημα πρέπει να είναι μια γροθιά συναισθημάτων. Πρέπει να είναι συμπυκνωμένη ιστορία που να κορυφώνεται απότομα. Ή να είναι μια γλυκιά ατμόσφαιρα που να προλαβαίνει σε λίγες σελίδες να ρουφήξει μέσα-της τον αναγνώστη. Ή να αποτελεί ένα ποίημα γραμμένο σε πεζό λόγο.

Παγωμένος φραπέ με γάλα:
Χρήστος Οικονόμου
“Κάτι θα γίνει, θα δεις”
εκδόσεις Πόλις
2010

        Ο σαραντάχρονος συγγραφέας καταθέτει δεκαέξι διηγήματα, γραμμένα για τον (άγνωστο;) κόσμο των δυτικών προαστίων και τα βάσανα που ποικίλοι χαρακτήρες κουβαλάνε. Στην ουσία μάς παρασέρνει στην ατμόσφαιρα φτώχιας και αδιεξόδου που ζουν, προλέγοντας μια κατάσταση που είναι πλέον πολύ επίκαιρη, αλλά προφανώς, όταν ο ίδιος τα έγραφε, είχε κατά νου συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που βίωναν και βιώνουν ακόμα την απόγνωση της πείνας, την τραγική ζωή γονιών ή συντρόφων.
        Το βασικό ερώτημα είναι ποια στάση κρατούν όλοι αυτοί οι ήρωες της καθημερινότητας; Πόσο προβάλλουν την ηθική, την ευθύνη των κυβερνώντων, την κακοδαιμονία του κράτους; Ποια είναι η προσωπική τους στάση απέναντι στη μοίρα; Ο Χρήστος Οικονόμου δεν πολιτικολογεί φτηνά και μιντιακά, δεν καταλογίζει ευθύνες εύκολες και πρόχειρες. Σχεδόν πουθενά δεν ακούγεται το κράτος ή οι ευθύνες των αρμοδίων, έστω κι αν μερικά γεροντάκια ρίχνουν και καμιά βρισιά στο κράτος που τους έχει και περιμένουν μέσα στη νύχτα για να ανοίξει το ΙΚΑ.
         Πρώτ’ απ’ όλα οι χαρακτήρες-του διατηρούν ακόμα και μέσα στην απόγνωση της κατάσχεσης ή της τέλειας λιμοκτονίας μια ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μια ηθική στάση που δεν ξεπέφτει σε παρανομίες ή σε έκνομες ενέργειες εις βάρος των άλλων.
         Δεύτερη παρατήρηση είναι η απουσία / παρουσία μοιρολατρίας έστω κι αν τα πρόσωπα δεν διακρίνονται για την ενεργητικότητά-τους. Στην ουσία βρίσκονται σε μια ημιπαθητική κατάσταση, λίγο αποδεχόμενοι την κατάσταση κάνοντας απελπισμένες συμβολικές ενέργειες (όπως η ιδέα να κολλήσουν τα χέρια-τους στο σπίτι που απειλείται από κατάσχεση για να μην τους το πάρουν), λίγο αρνούμενοι τη μοίρα τους διαδηλώνοντας (έστω κι αν το πλακάτ δεν έχει καθόλου λόγια).
         Τα διηγήματα του σαραντάχρονου συγγραφέα καταφέρνουν (πέρα από τα θέματα με τα οποία τολμούν να ασχοληθούν, πέρα από την ιδεολογία τους), να μεταδώσουν την αγωνία κάθε ήρωα στον αναγνώστη κι ο τελευταίος, αν όχι να ταυτιστεί μαζί-τους, τουλάχιστον να εισχωρήσει ψυχικά στην ζωή-τους και να συναισθανθεί το βαρύ φορτίο της αβεβαιότητας μέσα στην οποία ζουν.
         Ο κόσμος του Οικονόμου είναι αξιοπρεπής έστω κι αν δεν έχει πολλές διεξόδους, είναι ντόμπρος έστω κι αν ξέρει ότι δεν μπορεί να κάνει και πολλά, είναι ρεαλιστής έστω κι αν μια πράξη τρέλας είναι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού-του.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 12, 2010

“Η ταπείνωση” του Φίλιπ Ρόθ

Υπάρχει μια παράξενη διελκυστίνδα έλξης και άπωσης μεταξύ της αναγνωστικής-μου συνείδησης και του έργου τού Ροθ: είναι σαν τη Χημεία, η οποία ήταν το χειρότερό-μου μάθημα στις Πανελλήνιες, αλλά, ακριβώς επειδή τη μισούσα, της επιτέθηκα κατά μέτωπο για να τη μάθω και να τη βγάλω από πάνω-μου, με αποτέλεσμα να γράψω τον καλύτερο βαθμό σε σχέση με τα άλλα μαθήματα. Έτσι και με τον αμερικανό συγγραφέα, του οποίου τα έργα, αν και δεν μου αρέσουν όσο σε άλλους, εξακολουθώ να τα παρακολουθώ. Και τώρα νομίζω ότι ανταμείφθηκα…

Dolcino Freddo φουντούκι:
Philip Roth
“The Humbling”
2009

Φίλιπ Ροθ
“Η ταπείνωση”
μετ. Κ. Σχινά
εκδόσεις Πόλις
2010

         Το μυθιστόρημα καταλαμβάνει μόλις 160 σελίδες και γενικά διαβάζεται άνετα και μέχρις ενός σημείου με ενδιαφέρον. Η υπόθεση έχει με λίγα λόγια ως εξής: ένας 66χρονος ηθοποιός παθαίνει σοκ και αδυνατεί να παίξει, όπως παλιά, χάνοντας την αυτοπεποίθησή-του. Καταφεύγει σε μια κλινική ψυχολογικής υποστήριξης κι έπειτα βρίσκει ανάταση στη ζωή-του, όταν τα φτιάχνει με την 40χρονη κόρη ενός φιλικού ζευγαριού, η οποία ήταν λεσβία. Η σχέση-τους προχωρά, παρά τις αντιδράσεις των γονιών-της και τη λυσσαλέα επάνοδο της πρώην συντρόφου-της, η οποία δεν μπορεί να χωνέψει ότι η φίλη-της έγινε ξαφνικά ετεροφυλόφιλη και την παράτησε. Ο ηθοποιός μάλιστα αποφασίζει να εξετάσει το ενδεχόμενο να κάνουν μαζί ένα παιδί, αλλά πριν της αποκαλύψει τη σκέψη-του, αυτή τον παρατάει. Η αυτοκτονία δεν είναι τελικά η κατάλληλη λύση…
          Γιατί είδα με συμπάθεια και εντέλει απόλαυσα το βιβλίο; Καταρχάς, ο Ροθ ξεφεύγει από δύο μοτίβα που έχουν καταντήσει μανιέρα στα κείμενά-του: αφενός, η ιδέα της εβραϊκότητας που τον κατατρύχει σε πλήθος έργων-του απουσιάζει από αυτό, με αποτέλεσμα να μην μπλέκουμε με ένα σωρό λεπτομέρειες για τις τελετές-τους και τα πιστεύω-τους, λεπτομέρειες που βαραίνουν ασύλληπτα την ιστορία. Αφετέρου, η συσσώρευση σεξουαλικών σκηνών έχει μειωθεί, με εξαίρεση λίγες σελίδες στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Ο Ροθ δείχνει με αυτό του πάθος σαν πορνόγερος που δεν μπορεί πλέον να το κάνει και το φαντασιώνεται διαρκώς.
       Πέραν όμως από αυτά τα μειονεκτήματα που δεν συναντά κανείς στην “Ταπείνωση” (εκτός από λίγες σελίδες στο κρεβάτι), μπορεί να διακρίνει τη στόφα του λογοτέχνη στον τρόπο που αποτυπώνεται η ψυχολογία των προσώπων. Δεν πρόκειται φυσικά για ένα ψυχολογικό έργο όπου η θολή ατμόσφαιρα των συναισθημάτων, συνοδευόμενη από μια ποιητική γλώσσα, κουράζει τον αναγνώστη με τα ρευστά τοπία-της και τις ομιχλώδεις πλαγιές-της. Αντίθετα, ο Ροθ καταφέρνει να αναδείξει σκέψεις και συναισθήματα, κίνητρα και ιδέες μέσα από τους διαλόγους και την αντίδραση, κυρίως του πρωταγωνιστή, απέναντι στα γεγονότα. Η προσπάθεια του ενός να πείσει τον άλλο είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθούμε τις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Οι διάλογοι του μυθιστορήματος αναδεικνύουν την κοσμοαντίληψη διαφορετικών ανθρώπων.
         Ειδικά ο πρωταγωνιστής ηθοποιός αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο έχασε την αυτοπεποίθησή-του, την ανάγκη-του να ξανανιώσει, πράγμα που το βρίσκει στον έρωτά-του με μια πολύ νεότερή-του αλλά και τη σταδιακή πορεία που καταρχάς τον ανέβασε και εν συνεχεία τον ξαναγκρέμισε.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, July 10, 2010

“Τα κρόταλα του χρόνου” του Μάριου Μιχαηλίδη

Το προηγούμενο βιβλίο του Μάριου Μιχαηλίδη με τίτλο «Ο οστεοφύλαξ» είχε σχολιαστεί από το Βιβλιοκαφέ, στις 7 Νοεμβρίου 2007, με μια μίμηση θετικής κριτικής, στην ουσία μια παρωδία βιβλιοκρισίας στην οποία λέγονται γενικόλογες αλήθειες και υποκειμενικές θέσεις για να τεκμηριωθεί η αξία του βιβλίου, αξία όμως που δεν έχει.

Chioco Delice:
Μάριος Μιχαηλίδης
“Τα κρόταλα του χρόνου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2010

        Έχω ως αρχή να μην απορρίπτω ένα συγγραφέα αν δεν έχω διαβάσει τουλάχιστον δύο έργα-του, ώστε να μην παρασυρθώ από την πρώτη (αρνητική) εικόνα που θα έχω σχηματίσει. Έτσι, αγόρασα «Τα κρόταλα του χρόνου», μπας και δω με άλλο μάτι τη μιχαηλίδεια γραφή.
        Το λιπόσαρκο μυθιστόρημα (;) 110 σελίδων χωρίζεται σε δύο μέρη, τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ-τους: από τη μία η ποιητική, μεταφυσική και ονειρώδης γραφή ενός ιπποφορβείου και των (φτερωτών) αλόγων-του που σαν άλλοι πήγασοι μεταφέρουν τον αφηγητή σε άλλες εποχές και από την άλλη το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο της βασιλείας του Όθωνα και της επανάστασης εναντίο-του του γνωστού στρατηγού Μακρυγιάννη.
         Το πρώτο επίπεδο φανερώνει αυτό που είχαμε ήδη δει και από το πρώτο βιβλίο του Μιχαηλίδη: μια υπέρμετρη αγάπη για τη γλώσσα (φιλόλογος γαρ), αλλά που εντέλει καταντά ψυχαναγκασμός, λεξιθηρία και υφοθηρία θα έλεγα, αφού ο συγγραφέας προσπαθεί με κάθε τρόπο να δείξει την ευγλωττία-του και να φορτώσει τον μυθιστορηματικό-του λόγο με την μικτή, καθαρευουσιάνικων καταβολών και εκκλησιαστικών παραστάσεων, ιδιόλεκτό-του στον «Οστεοφύλακα» και με την λυρική, γλωσσοπλαστική, πλουμιστή αλλά και κενή γλώσσα της ποίησης, όπως βέβαια τη χρησιμοποιεί αιθεροβατώντας.
           Το δεύτερο επίπεδο ιχνηλατεί τον Κύπριο γραμματικό Θησέα ανάμεσα στο βασιλικό ζεύγος Όθωνα και Αμαλίας, τον εύελπι εραστή της τελευταίας, τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη… Το προσωπικό συνυφαίνεται με το εθνικό, ο έρωτας με τη συνωμοσία, οι ιδιωτικές σχέσεις με την κρατική κατασκοπία και οι προσωπικές φιλοδοξίες με τις αντικαθεστωτικές δράσεις. Ε, και; Μήπως μαθαίνουμε καλύτερα την ιστορία; Μα δεν είναι αυτό ο σκοπός ενός μυθιστορήματος. Μήπως βιώνουμε τη σύγκρουση και την τραγικότητα των προσώπων; Όχι. Μήπως μυούμαστε σε μια ταραγμένη εποχή και καταλαβαίνουμε την κατοπινή πορεία της Ελλάδας; Ούτε κατ’ ελάχιστον. Μήπως ζούμε την ατμόσφαιρα μέσα από εικόνες και περιγραφές, μέσα από τη γλωσσική σαγήνη και την ποιητική-αφηγηματική πλαστικότητα; Δεν νομίζω.
          Με συγχωρείτε αλλά καθένας πλέον μπορεί να γράψει και να εκδώσει, αλλά πρέπει να κρατάμε ένα χωνί, μεγάλο στην ευρεία-του πλευρά αλλά μικρό στην οπή εξόδου, για να εξαγάγουμε προς το μέλλον ό,τι πραγματικά αξίζει.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 05, 2010

“Δεν θέλω να πάω στον παράδεισο” του Ρήγα-Γιώργου Σκουτέλα

Η Κόλαση του Δάντη από τη “Θεία Κωμωδία” (“Comedia Divina”) έχει αποτελέσει πρότυπο για πολλές λογοτεχνικές διασκευές, ειδικά στη Δύση, όπου η οπτική παίζει μεγάλο ρόλο στον καθολικισμό.

Dolcino Freddo καρύδα:
Ρήγας-Γιώργος Σκουτέλας
“Δεν θέλω να πάω στον παράδεισο”
Εκδόσεις Μεταίχμιο
2010

         Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Σκουτέλας γράφει μια σύγχρονη «θεία κωμωδία» με χιουμοριστικό τόνο και ανάλαφρο ύφος. Ο Άρης ερωτεύεται τη Βάλια, αλλά ο πατέρας της δεν τον θέλει για γαμπρό-του. Αποφασίζουν λοιπόν να αυτοκτονήσουν, ώστε να είναι μαζί στην άλλη ζωή. Όμως, ενώ η Βάλια καταλήγει στον Παράδεισο ο Άρης πηγαίνει στην Κόλαση, όπου βιώνει βρασμούς σε καζάνια, κυλίσματα σε λάσπες, απότομη ζέστη και απότομο κρύο και άλλα δαντικά βασανιστήρια. Αποφασίζει να δραπετεύσει σκάβοντας ένα τούνελ και φτάνει στον Παράδεισο, όπου περιμένει να βρει τη Βάλια και να σμίξουν ξανά. Πράγματι τη συναντά, αλλά είναι πλέον παντρεμένη με άλλον, τον οποίο ο Άρης χτυπά από ζήλια και έτσι ξαναπετάγεται άρον άρον στην Κόλαση…
         Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, είχε προσδοκίες ότι θα συναντούσα σάτιρα, ένα είδος κριτικής της γήινης κατάστασης, του Θεού, της εκκλησίας, των βιβλικών αναφορών κ.ο.κ. Ο Σκουτέλας όμως κάθε άλλο παρά επικριτικός είναι προς τη θρησκεία, αλλά περισσότερο ανασκευάζει τις δοξασίες-της, ελεύθερα και ξεφεύγοντας εντελώς από την πνευματικότητα της ορθοδοξίας, προκειμένου να πλάσει μια μεταφυσική αλληγορία. Στήνει έναν ανθρωπόμορφο άλλο κόσμο, με τις ανθρώπινες γήινες αρετές και κακίες, δουλεμένες με ελαφρό χιούμορ που κάνει την ανάγνωση άνετη και γοργή.
        Έτσι, καταφέρνει να ευχαριστήσει τον αναγνώστη με ένα καλοκαιρινό διάβασμα, να πλάσει έναν κόσμο με ολότητα και εσωτερική συνέπεια, παρά τις μικρές αστοχίες, να δώσει εντέλει και μια στοιχειώδη πλοκή που διέπεται από αλληλουχία και μικρές ανατροπές. Όμως στην αρχή ο αναγνώστης δεν έχει να περιμένει τίποτα στην αέναη επαναληπτικότητα της κόλασης και στο τέλος, όταν αποκαλύπτεται ότι όλα αυτά ήταν όνειρο, μας προσγειώνει σαν παραμύθι από τη φανταστική στην αισθητή πραγματικότητα.
         Τέλος, στήνοντας το όλο σκηνικό ως αλληγορία, θα είχε σκοπό να περάσει σε δεύτερο επίπεδο ένα μήνυμα. Ότι η δικαιοσύνη επικρατεί και στον άλλο κόσμο; Ότι όλα είναι μια αυταπάτη και η κόλαση ή ο παράδεισος βρίσκονται μόνο εδώ στη γη; Ότι ο έρωτας είναι μια ουτοπία που σβήνει με την πάροδο του χρόνου και δεν αξίζει θυσίες; Δεν κράτησα τίποτα απ’ όλα αυτά παρά μόνο τις ευχάριστες ώρες της ανάγνωσης…
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, July 01, 2010

Κρέπα με μέλι και καρύδια: Τάκης ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο συγγραφέας είναι ένα κράμα νεοελληνικής παιδείας, γαλλικής κουλτούρας και αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ώσμωση που αποδίδει, όταν χύνεται στο μυθιστορηματικό καλούπι.
        Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Εργάστηκε επί σειρά ετών σαν δημοσιογράφος, υπήρξε ο πρώτος διευθυντής σύνταξης του πολιτιστικού περιοδικού “Το τέταρτο”, που εξέδιδε ο Μάνος Χατζιδάκις και τώρα συνεργάζεται με την εφημερίδα «Τα Νέα». Από τα μυθιστορήματά του πολλά έχουν εκδοθεί σε αρκετές ξένες γλώσσες. Το μυθιστόρημά του “Η δύναμη του σκοτεινού θεού” τιμήθηκε το 1999 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2004 η Γαλλική Ακαδημία τού απένειμε ένα από τα μεγάλα-της βραβεία, το «Αργυρό Μετάλλιο για την ακτινοβολία της γαλλικής γλώσσας και της λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου-του που έχει μεταφραστεί στα γαλλικά.
         Από το 1996 εργάζεται στον εκδοτικό χώρο και από το 1998 είναι υπεύθυνος για τις σειρές «Έλληνες συγγραφείς», «Κυκεών» και «Πλωτές Πόλεις» των εκδόσεων «Ωκεανίδα». Εκτός από πεζογραφία και θέατρο έχει εκδώσει και μερικά βιβλία δοκιμίου, όπως “Οι μεταμορφώσεις της κρυφής Ελλάδας” (2002) και “Η μελαγχολία της Δευτέρας: Από την ευφορία του 2004 στην κατάθλιψη του 2008” (2009) και ιστορικά έργα, όπως “Με την ανάσα της Αθήνας και της Ρώμης” (2006).

Εργογραφία ειλημμένη από το www.biblionet.gr
-“Το ξυπόλυτο σύννεφο: Η ιστορία μιας κωμωδίας”, (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2010.
-“Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης” , (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2007.
-“Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα”, (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2004.
-“Οι εφτάψυχες των Αθηνών” (πεζογράφημα), φωτογράφιση Τατιάνα Καραπαναγιώτη, Ωκεανίδα, 2001.
-“Η τρέλα του μεσημεριού” (μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2000.
-“Το αδιανόητο τοπίο” (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2000.
-“Η δύναμη του σκοτεινού θεού”, (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 1999.
-“Όσοι έχασαν τον ύπνο τους”, (Θέατρο), Καστανιώτη, 1997.
-“Η πτώση του νάρκισσου”, (Μυθιστόρημα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994 και Ωκεανίδα, 2005.
-“Νύχτες στην Αρκαδία” (πεζογράφημα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1992.
-“Το αδιανόητο τοπίο” (μυθιστόρημα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1991.
-“Ο ψίθυρος της Περσεφόνης”, (μυθιστόρημα), Άγρα, 1985.

Βασικά χαρακτηριστικά των έργων-του:
1. Η αρχαιοδιφία-του προβάλλεται από τα πρώτα-του έργα, αλλά εντείνεται στα τρία τελευταία. Ο Ξενοφώντας αναδεικνύεται στον πρώτο αρχαίο έλληνα πεζογράφο που μίλησε σε πρώτο πρόσωπο για τον εαυτό-του, το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου συνδέεται με την πρόσληψη της αρχαιότητας από τη Δύση και τώρα ο Αριστοφάνης εκπροσωπεί την πολυφωνική Αθήνα. Ο Θεοδωρόπουλος ξαναδιαβάζει την αρχαιότητα όχι με τη ρομαντική εξύψωση του γερμανικού ιδεαλισμού, αλλά με διάθεση να ανακαλύψει την ταυτότητά-μας ως Νεοελλήνων.
2. Τα κείμενά-του πιο πολύ παραπέμπουν σε ένα είδος πεζογραφίας ιδεών παρά χαρακτήρων και καταστάσεων. Έτσι, ο αναγνώστης, ενώ παρακολουθεί μια αμυδρή πλοκή επεισοδίων, στην ουσία αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά μένουν στάσιμα, αφού τα γεγονότα είναι απλώς το όχημα για να εγερθούν προβληματισμοί και να οικοδομηθούν θεωρίες και απόψεις, όχι πάντα ρητά διατυπωμένες, αλλά σαν σύννεφα που πλανώνται πάνω από τα πρόσωπα και τις ενέργειές-τους.
3. Γλώσσα καίρια και εύστοχη. Λίγο δοκιμιακή, λίγο στοχαστική, λίγο συνυποδηλωτική η γλώσσα-του καταφέρνει να αποτυπώσει με ακρίβεια τη σκέψη-του και να μην αφήσει περιθώρια για αμφισημίες ή εκκρεμότητες. Ο συγγραφέας επιδιώκει μ’ αυτόν τον λόγο να είναι σαφής και να μην παίζει με τη γλώσσα μόνο και μόνο για να δείξει ποιητικότητα.
4. Ακόμα περισσότερο οφείλουμε να σταθούμε στην ειρωνική χροιά των έργων-του, η οποία είναι βέβαια λεπτή, λίγο διανοουμενίστικη, λίγο ευφρόσυνη, προκειμένου να τηρήσει αποστάσεις και να θέσει ενώπιον του αναγνώστη πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά συχνά εμφανής και στοχευμένη. Πλανάται ακόμα κι εκεί που θα περίμενε κανείς “σοβαρότητα”, γιατί ο δημιουργός θέλει συνεχώς να θυμίζει στον αναγνώστη τον ανυπόστατο χαρακτήρα όσων ως τώρα γνωρίζαμε για τα δεδομένα της φυλής-μας.

Μια γνώμη για το τελευταίο-του βιβλίο “Το ξυπόλητο σύννεφο”:

       Η κωμωδία, είδος δράματος, όπως διαμορφώθηκε στην αρχαία Αθήνα, δεν είναι το αντίστοιχο είδος με αυτό που ονομάζουμε σήμερα «κωμωδία» ή αυτό που, ερχόμενο από τη Δύση, ονομάστηκε «κομεντί». Κι αυτό γιατί η κλασική κωμωδία δεν είχε πρώτιστο σκοπό το γέλιο (αυτό πληρούνταν από το σατυρικό δράμα), αλλά κατά βάση είχε στόχο τον καυτηριασμό των κακώς κειμένων της αθηναϊκής ζωής σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις του σύγχρονου βίου. Είναι επομένως πιο κοντά σ’ αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως “επιθεώρηση”, με ανάλογη γλώσσα αν και με πιο ολοκληρωμένη πλοκή.
         Ο Θεοδωρόπουλος, μετά από τη θητεία-του σε πολλά αρχαιοελληνικά θέματα, εστιάζει την προσοχή-του στην κωμωδία του ΑριστοφάνηΝεφέλες”, που διδάχθηκε το 423 π.Χ. όχι με πολύ μεγάλη επιτυχία. Θέμα-της είναι η διδασκαλία του Σωκράτη και η διαστρεβλωτική τάση των σοφιστών της εποχής, οι οποίοι δίδασκαν τη στρεψοδικία, την ανασκευή επιχειρημάτων, τη ρητορική ευελιξία και την παραχάραξη της αλήθειας, όταν ο ενδιαφερόμενος είχε ανάλογα συμφέροντα.
       Αφηγητής τού “Ξυπόλητου σύννεφου” είναι ο Δαίμων, τον οποίο έστειλαν οι θεοί να προσκολληθεί στον Σωκράτη. Αυτός περιφέρεται εδώ κι εκεί και λειτουργεί εν είδει παντογνώστη αφηγητή, που συνομιλεί με τον Θεοδωρόπουλο (μονόπλευρα βέβαια, αφού ο τελευταίος δεν απαντά) ενημερώνοντάς τον για όσα συνέβαιναν στην Αθήνα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Με αυτό το εύρημα ο συγγραφέας καταφέρνει να αποφύγει έναν εξωκειμενικό αφηγητή, αλλά ταυτόχρονα αφίσταται και από έναν υποκειμενικό, εσωτερικής οπτικής γωνίας, αφηγητή που θα ήξερε και θα έλεγε μόνο όσα ζούσε. Αν λοιπόν κανείς παραγνωρίσει το γεγονός ότι ο Δαίμων (το δαιμόνιο) ήταν στενά συνυφασμένος με τον Σωκράτη, μπορεί θεοδωροπουλική αδεία να τον αποδεχθεί ως πλάνητα παντογνώστη αφηγητή.
         Το κείμενο δεν έχει την κλασική μυθιστορηματική υφή∙ καταρχάς δεν είναι η πλοκή τέτοια που να δημιουργεί συνάψεις γεγονότων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ροή στην ανάγνωση. Πιο πολύ εξιστορείται το ιστορικό πλαίσιο με σταδιακή επικέντρωση στο αριστοφανικό έργο: ξεκινά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο και το πρόσωπο του Περικλή και προοδευτικά περνάει στον Σωκράτη και στους συν αυτώ, ώσπου να πατήσει στην Ασπασία και τέλος στον ίδιο τον κωμωδιογράφο. Μα και τα πρόσωπα δεν είναι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες με πρωταγωνιστικό ρόλο. Πιο πολύ αρπάζονται από την ιστορία, σκιαγραφούνται λογοτεχνικά, χρησιμοποιούνται για να αποτελέσουν τα σκαλιά μέσω των οποίων θα οδηγηθούμε στο επιδιωκόμενο κέντρο. Είναι και δεν είναι μυθιστορηματικές οντότητες, αφού ο Θεοδωρόπουλος άλλοτε τα βλέπει σαν ιστορικός κι άλλοτε ως μυθιστοριογράφος που τονίζει πτυχές-τους και φωτίζει επιμέρους κίνητρα και πράξεις-τους. Και παράλληλα μ’ αυτούς οι θεοί, σε ένα δεύτερο επίπεδο, παρεμβαίνουν και δρομολογούν εξελίξεις, γίνονται ένας αλλόκοσμος παράγοντας που εντείνει το ειρωνικό βλέμμα που πλανάται πάνω από την αφήγηση.
         Το βιβλίο περισσότερο είναι ένα Μυθιστόρημα Ιδεών, ένα έργο που πραγματεύεται τον ρόλο της κωμωδίας και την αντιφατική κοινωνία της Αθήνας, με κινητήριους μοχλούς αφενός τον ποιητή κι αφετέρου τον φιλόσοφο. Ο Κούρτοβικ το ονομάζει “δοκιμιακό, στοχαστικό μυθιστόρημα” (discursive novel), αν και δεν νομίζω ότι το δοκιμιακό σχόλιο υπερτερεί, αφού έχουμε αφήγηση, πιο πολύ ιστορική παρά λογοτεχνική, με επίκεντρο όμως τις ιδέες που καθόρισαν την αθηναϊκή ζωή και τρόπο σκέψης. Κι όλα αυτά όχι με την ουδετερότητα ενός αποστασιοποιημένου συγγραφέα, αλλά με την τόσο καίρια και ακριβόλογη γλώσσα, τη λεπτά ειρωνική και λίγο επικριτική ματιά και γραφή μιας συνείδησης που έχει άποψη και έμμεσα ή άμεσα την εκφράζει παίρνοντας το μέρος του Αριστοφάνη. Ή εν μέρει επιδοκιμάζει και τον Σωκράτη, διατηρώντας την πολυφωνία και στην αποτίμηση των ηρώων-του;
        Έξοχο κεφάλαιο που δείχνει συγγραφική μαεστρία στην ανάλυση των δεδομένων αλλά αποκαλύπτει και την οπτική του Θεοδωρόπουλου είναι εκείνο που αναφέρεται στους “Ιππής”, κωμωδία στην οποία ο Αριστοφάνης καταφέρθηκε εναντίον του πολεμοχαρούς δημαγωγού Κλέωνα, κέρδισε το χειροκρότημα των Αθηναίων και το πρώτο βραβείο, αλλά δεν μπόρεσε να τους αποτρέψει από τον πόλεμο. Αυτή η σκηνή δείχνει την αντιφατικότητα του αθηναϊκού κοινού και τα αμφιλεγόμενα ερείσματα της δημοκρατίας, αυτής βέβαια που δίνει το δικαίωμα στον Αριστοφάνη να σατιρίζει ελεύθερα κάθε πολιτικό. Αυτή η σκηνή ήταν για μένα η χαραμάδα που μας έβαλε στο όλο σκεπτικό του Θεοδωρόπουλου για το πώς βλέπει τόσο τον Αριστοφάνη όσο και τη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αι. π.Χ.
         Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στις “Νεφέλες”. Στη σελίδα 316 έχουμε ένα κλειδί τού γιατί ο Θεοδωρόπουλος τοποθετεί στο κέντρο του προβληματισμού-του τον Αριστοφάνη και την αποτυχημένη προσπάθειά-του να κερδίσει την εύνοια των συμπολιτών-του εις βάρος του Σωκράτη. Ενώ ο Σωκράτης δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, ο κωμωδιογράφος είναι όλη η αντιφατικότητα και η πολυμέρεια του Αθηναίου: κωμικός ψάχνοντας να βρει το βαθύτερο νόημα, ερωτύλος αλλά και τόσο μόνος, φιλόδοξος αλλά και παλίμβουλος κ.ο.κ.
         Γενικότερα, ο συγγραφέας περισσότερο θέτει ερωτήματα, όπως και σε άλλα-του μυθιστορήματα, παρά δίνει τελεσίδικες απαντήσεις. Έτσι, ο αναγνώστης ξαναβλέπει την αρχαιότητα, τον πολύ Σωκράτη και τον αθυρόστομο Αριστοφάνη, με ένα μεγάλο ερωτηματικό για το ποιος αντιπροσωπεύει αυτή την πολύβουη πόλη του πιο υψηλού πολιτισμού αλλά και της πιο μεγάλης αντιφατικότητας.
Πατριάρχης Φώτιος