Monday, November 30, 2009

Πολλά βαρύς γλυκός μισός: Ελληνικά Εγκλήματα 3


Αστυνομικό διήγημα: μπορεί να αποδώσει μια πολύπλοκη αστυνομική ιστορία και να “δέσει” έντεχνα την υπόθεση μέχρι τη “λύση”; Ή απλώς στήνει μια κορύφωση η οποία αρκεί για να δοθεί το έγκλημα, η αποκάλυψη του δολοφόνου και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται όλα;


επιμ. Α. Χρυσοστομίδης
εκδόσεις Καστανιώτη
2009

         Οι συλλογές αυτών των ελληνικών αστυνομικών ιστοριών έχουν αποκτήσει πλέον χαρακτήρα τακτικότητας. Έχω διαβάσει και τις δύο άλλες συλλογές που προηγήθηκαν και, μολονότι οι συγγραφείς και οι ιστορίες-τους διαβάζονται με το ίδιο ενδιαφέρον, δεν εξεπλάγην ιδιαίτερα. Ή το διήγημα κορεννύεται εύκολα ή οι αναγνώστες έχουμε συνηθίσει τα κόλπα των συγγραφέων.
         Φυσικά, ξεχώρισα μερικά, είτε επειδή ως διηγήματα προσφέρουν μια αστυνομική ιστορία με τρόπο γοητευτικό, είτε επειδή ως συγγραφική τεχνική καταξιώνουν τον γράφοντά-τους.

        Το διήγημα της Κακούρη διακρίνεται για τη στιβαρή δομή-του, τη μελετημένη διαπλοκή υπόπτων και θύματος, μέχρι το τέλος που δείχνει ότι δεν είναι όλοι οι πιθανοί εγκληματίες κατ’ ανάγκην και θύτες. Η ψυχολογική διάσταση δίνει άλλη πνοή στο έργο. Ο Μαρτινίδης συνεχίζει τις εμμονές-του με τις όμορφες μοιραίες γυναίκες και την αντεκκλησιαστική-του ιδεολογία, ο Βασιλικός συγγράφει ένα πολιτικό –εποχής δικτατορίας- διήγημα με άγνωστους δράστες αλλά με ανάλυση –έστω και αποσπασματική- της τρέχουσας παραπολιτικής επικαιρότητας στην Ευρώπη, ο Αποστολίδης παρακολουθεί την επικαιρότητα με την εκ νέου δραπέτευση του Παλαιοκώστα.
         Η Δανέλλη στήνει ένα οικογενειακό δράμα, με διαδοχικές απιστίες και πρόσωπα, τα οποία συμπλέκονται σε σημείο σύγχυσης, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να περιμένει ή μια μεγάλη αποτυχία ή μια δυνατή λύση που να ξεμπλέξει επιτυχώς το κουβάρι. Μάλλον ούτε το ένα κατορθώνει ούτε το άλλο. Ο Φιλίππου ορθώνει ένα δράμα πολυκατοικίας, ο νεοεμφανισθείς Γριπιώτης ένα έγκλημα στον επιχειρηματικό χώρο με θύτη έναν γιάπις και με αφήγηση της οικονομικής ανόδου σε στυλ Καραγάτση. Ο Μάρκαρης μιλάει για την απόσταση μεταξύ της αναγνώρισης του θύματος ως συγγραφέα (λόγω διασυνδέσεων) και της ποταπής-του διάστασης ως ανθρώπου (λόγω διασυνδέσεων πάλι), και με αυτόν τον τρόπο μιλάει για τα άπλυτα του συγγραφικού παρασκηνίου, όπου οι μισοί θάβουν τους άλλους μισούς και τούμπαλιν. Εδώ μού φαίνεται ότι κρύβονται αληθινά πρόσωπα…

          Ο Δανέλλης (υιός;) μπλέκει σαν σε κοτσίδα δύο άσχετες ιστορίες, μια με την κακοποίηση και θανάτωση ενός Ασιάτη μετανάστη και μια με την εξαφάνιση και εντέλει δολοφονίας μιας νεαρής κοπέλας. Μολονότι ήλπιζα ότι οι δύο ιστορίες θα συνέκλιναν εντέλει σε μια κοινή συνισταμένη, διαψεύστηκα: απλώς παρακολουθούμε δύο διηγήματα σε ένα, χωρίς προσπάθεια αλληλοσυσχετισμού. Ο Σταμάτης αναφέρεται στον έρωτα ενός κλοσάρ για μια Πολωνή καλλονή, που αναρριχήθηκε στα τηλεοπτικά πλατό. Ο Μιχαηλίδης αποτυπώνει την οικολογική ευαισθησία του σύγχρονου ανθρώπου με έναν φόνο επιχειρηματικών συμφερόντων. Θα έλεγα ότι είναι το πιο άρτιο τεχνικά διήγημα, ενώ παράλληλα περνάει και μηνύματα περιβαλλοντικής αυτοσυνειδησίας και πολιτικής διαπλοκής: και τα δύο γνωστά και επίκαιρα.
         Ο Λύκαρης καταφέρνει να συνδυάσει πολιτική, αστυνομία και ρατσισμό σε ένα αστυνομικό κράμα, όπου η διαπλοκή είναι πολύ πιο διευρυμένη απ’ ό,τι φαίνεται και η διαφθορά ξεπερνάει τα όρια του εκβιασμού. Το τέλος του διηγήματος αποκαλύπτει την αισιοδοξία του συγγραφέα ότι κάποια λύση μπορεί να βρεθεί, έστω κι αν είναι περιπτωσιακή, πράγμα που στα μάτια-μου δεν φαίνεται ευοίωνη διέξοδος. Τέλος ο Γκάκας, πάλι σε διάθεση τιμωρίας, παρακολουθεί την οργάνωση και την εκτέλεση ενός βίαιου αλαζόνα από έναν γηραιό αριστερό με προβλήματα υγείας.

         Το βασικό είναι αυτό που εξ αρχής επισημαίνει ο επιμελητής της σειράς Ανταίος Χρυσοστομίδης: κάθε διήγημα είναι και μια ανατέμνουσα ματιά στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου το έγκλημα σχετίζεται με συγκεκριμένες πλευρές της κοινωνικής παθογένειας. Είναι γνωστή πλέον η ουσιαστική τομή που φέρνει η αστυνομική λογοτεχνία στην αναγνώριση των μεμπτών και στον φωτισμό-τους, ώστε να τα δούμε με άλλη ματιά πέρα από τη σαρκοβόρα διάθεση της τηλεόρασης.
         Ωστόσο, η επιτυχία κάθε ιστορίας δεν αρχίζει ούτε τελειώνει μόνο σ’ αυτό. Προσωπικά με θλίβει, πέρα από τις αστοχίες στη ζεύξη των επιμέρους στοιχείων για την επίτευξη στέρεης πλοκής, ένα είδος εμμονών, μιας μανιέρας στον τρόπο που στήνουν πολλοί συγγραφείς τα πρόσωπά-τους, την ψυχολογία-τους, τη θέαση του κόσμου, που καταντά ιδεολογική μανιέρα. Διαβάζω και βλέπω από τους ίδιους συγγραφείς τις ίδιες στερεότυπες αντιλήψεις, που δεν τους επιτρέπουν να φτιάξουν νέους κόσμους, πιο πολυφωνικούς και πιο πολύπλευρους. Ξεχωρίζω τα διηγήματα των Κακούρη, Μιχαηλίδη και του Λύκαρη, επειδή αυτοί συναρμόζουν καλοαρμοσμένες δομές και πειστικές συνδέσεις προσώπων, ενδείξεων και ατμόσφαιρας.
Η φωτογραφία στην κορυφή της ανάρτησης ανήκει στον Simon Howden.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 25, 2009

Mojito: Γλώσσα, λογοτεχνία και διαδίκτυο


Πώς γράφουμε στην καθημερινή-μας ομιλία και πώς γράφουν οι λογοτέχνες; Διαφέρει η λογοτεχνική ιδιόλεκτος από τη συμβατική; Τι ρόλο παίζει το αλφάβητο και τα σημαίνοντα της ελληνικής γλώσσας; Αυτά και άλλα πολλά αποτελούν θέματα που ξεπήδησαν στο μυαλό-μου με αφορμή τον διάλογό-μου με τον Πέτρο Τ., όπως καταγράφηκε στο προπροηγούμενο ποστ (18.11.2009).

Θέσεις ως βάση
Η ελληνική γλώσσα διαθέτει ως ελάχιστα συστατικά στοιχεία-της τα εξής:
- 24 γράμματα: α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, π, ρ, σ, τ, υ, φ, χ, ψ, ω.
- έναν τόνο (') ή δύο, για όσους χρησιμοποιούν ακόμα το πολυτονικό (', ~), επιλογή που, απ’ όσο ξέρω, είναι και νομικά κατοχυρωμένη.
- σημεία στίξης: . / , / : / ; / ! / ∙ / κ.ο.κ.

> Μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί άλλο αλφάβητο στον δημόσιο γραπτό λόγο κι αυτό να γίνει αποδεκτό; Δεν μιλάω για το πώς γράφει λ.χ. στο ημερολόγιό-του. Στις προπροηγούμενες εκλογές ο Συνασπισμός είχε κατέβει με το σύνθημα «ARISTERA», γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες και είχε φάει το κράξιμο της αρκούδας. Θα μπορούσα εγώ λ.χ. να υπογράφω ως Πατrιάrχης Fώτιος κι αυτό να είναι μια επιλογή συνεννόησης; Εφέ ή ξενοπληξία;

> Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόσφατη μόδα να χρησιμοποιούν πολλοί το λατινικό ερωτηματικό (?) αντί του ελληνικού (;). Η εξήγηση που μου δόθηκε, όταν έτυχε να ρωτήσω, είναι ότι φαίνεται καλύτερα ή ότι είναι πιο ωραίο. Γνώμη-μου είναι ότι πρόκειται για μαζοποιημένη στάση, υιοθετημένη από το κινητό ή τον υπολογιστή και φυσικά εκφράζει μια σαθρή τάση ξενομανίας, εν πολλοίς αχρείαστη.
> Τέλος, γιατί πρέπει να γράφουμε σε ατονικό σύστημα;

Οι απαντήσεις του Πέτρου Τ. ήταν περίπου οι εξής

(και φυσικά ο ίδιος μπορεί να επέμβει, για να διευκρινίσει όσα εγώ δεν κάλυψα επαρκώς):
α) οι τόνοι είναι άχρηστοι («μη απαραίτητοι»), αφού «η πληροφορία ανταλλάσσεται» και χωρίς αυτούς.
β) στο διαδίκτυο μπορεί ο καθένας να εκφράζεται όπως θέλει.
γ) στη λογοτεχνία η χρήση του αλφαβήτου έχει δώσει ουσιαστικά αποτελέσματα με νέες χρήσεις, οι οποίες αλλάζοντας το σημαίνον προκαλούν και νέες σημασιοδοτήσεις στο λογοτεχνικό έργο. Στο εξωτερικό «μέσω προσμείξεων γίνονται χίλια δυο πράγματα».
δ) ο τρόπος που γράφει κανείς δεν είναι η ουσία, αλλά ουσία είναι το μήνυμα που στέλνει.
ε) το ατονικό σύστημα είναι μέσο απλοποίησης και αποφυγή της τυπολατρίας.

1.Το μόνο επιχείρημα που δέχομαι είναι το γ', γιατί φυσικά στη λογοτεχνία έχουν προκύψει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα με τη διαφορετική χρήση των σημείων γραφής, τόσο μέσα στον μοντερνισμό, όσο και αργότερα, ακόμα και αυτά που δεν ξέρω, αλλά ο Πέτρος Τ. τα έχει υπόψη-του. Ως εκεί δεχόμαστε και συζητάμε ξεχωριστά κάθε περίπτωση στο πλαίσιο ενός λογοτεχνικού κώδικα που λειτουργεί με αποκλίσεις από τη νόρμα.

2. Το α' και το δ' πάσχουν (όταν μιλάμε φυσικά για την επικοινωνιακή πλευρά της γλώσσας), γιατί όσοι τα υποστηρίζουν δεν αντιλαμβάνονται ότι σημαίνον και σημαινόμενο, μορφή και περιεχόμενο είναι το ίδιο και μια όποια αλλαγή στο ένα αφορά εξίσου και το άλλο. Ο Μακλούαν είχε δηλώσει αποφθεγματικά: «Το μέσο είναι το μήνυμα». Τι μήνυμα λοιπόν δίνει κάποιος που γράφει χωρίς τόνους; Επιλέγει ύφος; -Να το κάνει εντός της λογοτεχνικής δημιουργίας. Βαριέται; Απλοποιεί; Πετά τα περιττά;

3. Τα τελευταία ερωτήματα μάς φέρνουν στο ε' σημείο. Μπορεί ο καθένας να απλοποιεί κατά βούληση; Η γραφή και η γλώσσα γενικότερα είναι κοινή περιουσία και κανείς δεν δικαιούται από μόνος-του να αφαιρεί ό,τι τη χαρακτηρίζει. Ακόμα και φιλόλογοι, γλωσσολόγοι κ.ο.κ. δεν μπορούν να παρέμβουν ρυθμιστικά.
#Είναι τυπολατρία ο τόνος; Φυσικά όχι. Ένα πρώτο επιχείρημα είναι η πληθώρα λέξεων με αλλαγή σημασίας ανάλογα με το πού τονίζονται:
πότε – ποτέ, αγάπα – αγαπά, πορτοκάλι – πορτοκαλί κ.ο.κ.
Το “πώς” (με ποιο τρόπο) διαφέρει από το “πως” (ότι), το “πού” από το “που” κ.ο.κ. Άλλο «Είπε πώς θα έλθει» κι άλλο «Είπε πως θα έλθει». Επομένως, ο τόνος πέρα από την ιστορική του σημασία έχει στα ελληνικά και σημασιοδοτική ισχύ. Δεν θα παραπέμψω εδώ σε γλωσσολογικές μελέτες και απόψεις, για να μην φορτώσω το ποστ.

#Είναι απλοποίηση το ατονικό σύστημα; Με την ίδια λογική να απλοποιήσουμε τα 6 γράμματα που αντιστοιχούν στον φθόγγο /i/ (“η”, “ι”, “υ”, “ει”, “οι”, “υι”) σε ι, τα “ο” και “ω” σε ο κ.ο.κ. Να απλοποιήσουμε τότε και το ελληνικό αλφάβητο στο λατινικό ή να υιοθετήσουμε τα γκρίγκλις (τα οποία ξεκίνησαν σε υπολογιστές που δεν είχαν ελληνική γραμματοσειρά και μετά επεκτάθηκαν) ως προσωπικό ή και εθνικό σύστημα γραφής.

4. Τέλος το β' ερώτημα περί διαδικτυακής ελευθερίας δεν έχει ουσία, αν σκεφτούμε όλα τα παραπάνω. Ακόμη περισσότερο, το διαδίκτυο, είτε γράφουμε δοκίμια είτε ιστολόγια, είναι δημόσιος χώρος έκφρασης, όπου ισχύουν όσα και οπουδήποτε αλλού. Η προσωπική γραφή δημοσιοποιημένη εντάσσεται αυτοδικαίως στο εθνικό σύστημα γλωσσικής έκφρασης, αναβαθμίζοντας ή υποβαθμίζοντάς το. Κανείς δεν μπορεί να είναι ασύδοτος για να νιώθει ελεύθερος. Λ.χ. πάνω στα τείχη της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη δεν μπορώ να γράψω τα οπαδικά μου συνθήματα, όπως έχουν κάνει οι ομάδες της πόλης, ή να κάνω γκράφιτι, για να εκφραστώ.

Το θέμα είναι ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ. Ούτε εθνικιστικό ούτε δήθεν προοδευτικό. Κι επειδή θεωρώ ότι όλα αυτά προέρχονται από την ευκολία και τη μόδα, αυτό που ακριβώς στη γλωσσολογία ονομάζεται «ήσσων προσπάθεια», θεωρώ τα επιχειρήματα της συνηγορίας του ατονικού προφάσεις εν αμαρτίαις. Εκτός αν κανείς υποστηρίζει πράγματι ότι πρέπει να καταργηθούν οι τόνοι ή ο καθένας να γράφει όπως θέλει (γκρίγκλις, άτονα, με απλοποιημένη ορθογραφία κ.ο.κ.).
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 21, 2009

Ελληνικός με ολίγη: Μένης Κουμανταρέας


Ο καλλιτέχνης κι ο στρατιώτης

Ο στρατός στην ελληνική λογοτεχνία λειτουργεί όπως στις αγγλοσαξονικές χώρες το πανεπιστήμιο: δημιουργεί έναν μικρόκοσμο, μια μικρογραφία της κοινωνίας, ορθώνει αρχετυπικούς χαρακτήρες, στήνει μικροσκηνικά που αντανακλούν τη συνολική κοινωνική πραγματικότητα. Με αυτήν τη λογική θα μπορούσαμε να μιλάμε για ελληνικό “στρατιωτικό μυθιστόρημα” (κατά το ομόλογό-του αλλοδαπό πανεπιστημιακό είδος).


“Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά”
εκδόσεις Κέδρος
2009

          Ο Κουμανταρέας έχει προϋπηρεσία στον χώρο λ.χ. με το διήγημα “Δόξα του Σκαπανέα” στην πρώτη-του συλλογή “Τα μηχανάκια” (1962) και φυσικά τον “Ωραίο λοχαγό” (1982), αλλά και άλλες άμεσες και έμμεσες αναφορές. Στο συγκεκριμένο έργο ο στρατηγός σε ένα απομακρυσμένο στρατόπεδο πριν από πολλά χρόνια αποφασίζει με την παρότρυνση της συζύγου-του να φτιάξει το πορτρέτο-του∙ το αναθέτει μάλιστα σε έναν αγγελόμορφο ξανθό στρατιώτη (σκηνογραφία Τσαρούχη), ο οποίος βάζει στο φόντο του πίνακα το κρατητήριο του στρατοπέδου, όπου οι κρατούμενοι σηκώνουν τις γροθιές-τους.

         Η νουβέλα ισορροπεί ανάμεσα στο παραμύθι και στην αλληγορία, καθώς γράφτηκε και διαβάζεται με την απλή (απλοϊκή) πλοκή της λαϊκής αφήγησης, με τη γραμμική εξέλιξη και με τα σαφή περιγράμματα που δεν (συ)σκοτίζουν. Παράλληλα, κάθε στοιχείο της ιστορίας αφήνει προεκτάσεις σε συμβολισμούς που ξεφεύγουν από τα όριά-της και ανοίγουν τον προβληματισμό στη σχέση εξουσίας και τέχνης. Το τρίγωνο στρατηγού, στρατηγίνας και στρατιώτη-ζωγράφου είναι η βάση για πολλές αντιθέσεις, οι οποίες διπολικά θέτουν ζητήματα δύναμης, δημιουργίας και αντίστασης.
         Η βασική αντίθεση είναι αυτή μεταξύ εξουσίας και τέχνης. Ο στρατηγός εκπροσωπεί τη δύναμη που αντανακλά ανδρικά πρότυπα, που επιβάλλεται με διαταγές και ετσιθελική συμπεριφορά, που νιώθει να απειλείται από “αναρχικούς” και εντέλει αποδεικνύεται να βουλιάζει κι αυτός από τις προσωπικές-του ανασφάλειες. Από την άλλη, η τέχνη είναι θηλυκή∙ εκπροσωπείται από τον ζωγράφο που διακρίνεται από γυναικεία γνωρίσματα και φαίνεται τόσο ξένος μέσα στο βαρβάτο στρατόπεδο (το οποίο ωστόσο δεν σκιαγραφείται σκληρό και αδυσώπητο) αλλά και από τη γυναικεία φιλοδοξία της συζύγου του στρατηγού, η οποία δονείται από ερωτισμό και καλλιτεχνικά οράματα. Ο άνδρας-της βλέπει την προσωπογραφία-του ως φορέα δύναμης και διαχρονικού κύρους (ποζάρει με τα παράσημά-του), ενώ η γυναίκα-του ως δείγμα φιλελεύθερης διακυβέρνησης.

            Τρίτη αντίθεση (μετά τα δίπολα εξουσία-τέχνη, άνδρας-γυναίκα) είναι η ιεραρχική διαφορά εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Φυσικά, ο πρώτος είναι ο στρατηγός κι ο δεύτερος ο ζωγράφος, των οποίων οι ρόλοι αντιστρέφονται συχνά λ.χ. όταν ο στρατιώτης αναγκάζει τον διοικητή-του να απελευθερώσει τους κρατούμενους ή να δώσει άδεια σε όλη τη διμοιρία. Ακόμα κι όταν ο στρατηγός δείχνει τα δόντια-του, η τέχνη δείχνει πόσο μπορεί να άρει τον εξουσιαζόμενο σε μια ανώτερη σφαίρα ελευθερίας. Η καταπίεση και η ανεξαρτησία περνάνε μέσα από τη δύναμη της αυταρχικής επιβολής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο πίνακας (εμπνευσμένος από το
"Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι") είναι του Mercuralis

         Άλλη αντίθεση που προκύπτει από τη σκηνοθεσία της προσωπογράφησης είναι αυτή μεταξύ πραγματικότητας και τέχνης∙ απέναντι στην ελευθερία της τελευταίας να αποτυπώνει την πρώτη ή ακόμα και να την κατασκευάζει εξ αρχής, προβάλλεται η ρεαλιστική αποτύπωση της ζωής από τη ζωγραφική, η οποία χωρίς τη θέληση του δημιουργού φέρνει στο προσκήνιο αφανείς πλευρές ανθρώπων και καταστάσεων. Ο Κουμανταρέας σε μια σύλληψη αλά Όσκαρ Ουάιλντ αφήνει το πορτρέτο να δουλεύεται μόνο-του, να ολοκληρώνεται μέσα στη νύχτα και να εξελίσσεται ανεξάρτητα από τη θέληση του ζωγράφου, ο οποίος γνωρίζοντας τη δύναμη της τέχνης δεν παραξενεύεται αλλά σιωπηλά συναινεί.
           Ποικίλες άλλες αντιθέσεις (όπως αυτή της νιότης και τα γηρατειά και της δημοκρατίας έναντι του ολοκληρωτισμού) εντάσσονται μέσα στο οργανόγραμμα του συγγραφέα και διαπλέκονται αμοιβαία με τα βασικά δίπολα της νουβέλας.

         Αν διαβάσει κανείς στενά ρεαλιστικά το έργο, θα απορήσει με μικρά και μεγάλα άλογα σημεία, όπως η ευκολία στις ενέργειες των προσώπων και η ατελής απόδοση των κινήτρων-τους, ή με τις πάμπολλες στερεότυπες εικόνες. Αν όμως δεχτεί ότι πρόκειται για μια αλληγορία δοσμένη με αδρές γραμμές και με ενδελεχή μυθοπλαστική αληθοφάνεια, θα καταλάβει τα όνειρα που παρεισφρέουν, την παράλογη φυγή από το στρατόπεδο αλλά και τις ποιητικές φράσεις και τους φιλοσοφικούς διαλόγους. Η ουσία του κειμένου έγκειται στην αντιπαράθεση κυρίαρχων δυνάμεων της ζωής, που βρίσκουν το απόλυτο πλαίσιό-τους μέσα στο στρατόπεδο (όπως η εξουσία) αλλά και το περιθώριο να αντισταθούν στην απολυτότητα (και δη στην αληθοφάνεια) ακριβώς μέσα στο σκληρό περιβάλλον του λογοκρατικού στρατού.

         Ένα ωστόσο από τα μεγάλα μειονεκτήματα του έργου είναι η αμήχανη κατάληξή-του. Ο Κουμανταρέας έφτασε μέχρι ενός σημείου τη νουβέλα-του και έπειτα δεν ήξερε πώς να την ολοκληρώσει. Έτσι, κάθε μικρή ή μεγάλη ανακάλυψη των μηχανισμών-της από τον αναγνώστη εξαερώνεται στο τέλος, όταν η ιστορία τελειώνει πεζά και ανούσια, σαν μια απόληξη που κρέμεται στο άπειρο…
Οι δύο άλλοι πίνακες είναι φυσικά του Γ. Τσαρούχη
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 18, 2009

Χυμός γκρέιπ-φρουτ: γιατί όχι αστυνομικό μυθιστόρημα;


Αστυνομικό μυθιστόρημα: η παθογένεια μιας ανάκαμψης

         Γενικά ακούμε από παντού τον νέο άνεμο που πνέει στην αστυνομική λογοτεχνία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ένας άνεμος που έβγαλε το είδος από τα στενοσόκακα της παραλογοτεχνίας και το εγκαθίδρυσε στις πλατείες της λογοτεχνίας. Ο κύριος άξονας αυτής της αλλαγής είναι οι κοινωνικές προεκτάσεις που κέντησαν το μυστήριο με προβληματισμό και μετέφεραν την προσοχή όχι μόνο στον εγκληματία αλλά και στο κοινωνικό πλαίσιο.
       Γιατί όμως το είδος εξακολουθεί να προκαλεί (τουλάχιστον σε μένα) επιφυλάξεις για τη δυναμική-του; Πού χαλιέμαι δηλαδή, όταν ανοίγω ένα αστυνομικό κείμενο; Ας εξηγήσω δυο-τρία σημεία:

        α. οι διαδοχικοί φόνοι που παρουσιάζονται στα περισσότερα αστυνομικά έργα εθίζουν τον αναγνώστη στη βία; Θα πει κανείς: μα κάτι τέτοιο το έχει ήδη συνηθίσει από τις χολιγουντιανές ταινίες στην τηλεόραση. Ναι, αλλά είναι λογικό αυτό που κατηγορούμε σε ευτελείς, εμπορικές παραγωγές ή σε θεαματικές σκηνές να το συναντάμε στη λογοτεχνία και μάλιστα όχι σ’ αυτήν που χαϊδεύει αυτιά εύκολων αναγνωστών παραλίας; Αν θέλουμε να δούμε τη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία ως κάτι υψηλότερο, πόσο η παρέλαση νεκρών, ιδωμένη σαν κάτι ανεκτό και αναμενόμενο, σαν κάτι που δεν προκαλεί φρίκη ή απέχθεια, μπορεί να συνεχιστεί, έστω κι αν είναι συστατικό στοιχείο του είδους; Το ζήτημα είναι πόσο συνηθίζει ο αναγνώστης και θεωρεί τους νεκρούς ένα ακόμα πεδίο για να οξύνει την κρίση-του και όχι ως το αποτρόπαιο αποτέλεσμα κοινωνικά καταδικαστέων παραγόντων. Μπορεί με άλλα λόγια η αστυνομική λογοτεχνία να γίνει κάποια στιγμή αντι-εγκληματική;

        β. στο άλλο άκρο του προβληματισμού-μου είναι η αισιόδοξη προοπτική ότι πάντα ο δράστης / οι δράστες συλλαμβάνονται. Εξίσου ακραίο και αντιρεαλιστικό είναι να πιστεύει ο αναγνώστης ότι η δικαιοσύνη πάντα θριαμβεύει και ότι το happy end είναι η συνήθης κατάληξη κάθε εγκλήματος. Στη ζωή ένας τέτοιος συλλογισμός φαντάζει ρομαντικός, ουτοπικός και μέχρι ενός σημείου αιθεροβάμων. Ευτυχώς, αυτό σε πολλά άλλα έργα δείχνει να μετριάζεται, καθώς με ποικίλες παραλλαγές (σύλληψη αλλά όχι καταδίκη, εύρεση του δράστη αλλά αδυναμία σύλληψής του κ.ο.κ.) η λογοτεχνία έρχεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.

         γ. η στροφή που έχει γίνει στην αστυνομική πεζογραφία αφορά και στα αίτια των εγκλημάτων και συνεπώς στο ποιος κρύβεται πίσω από αυτά. Έχει περάσει πλέον η εποχή που μας σέρβιραν φόνους από ζήλια, ερωτική απογοήτευση, ιδιωτικές διαφορές κ.ο.κ., ενώ τώρα κυριαρχούν τα κοινωνικά προβλήματα και το οργανωμένο έγκλημα. Η αστυνομική λογοτεχνία θέλει να πιάσει τον σφυγμό της κοινωνικής πραγματικότητας με εγκλήματα που αφορούν το σύνολο και όχι το άτομο. Η ένστασή-μου: πιθανότατα η εντύπωση πως μόνο οργανωμένα εγκλήματα συμβαίνουν και ποτέ προσωπικά, ψυχολογικά ή άλλα κίνητρα δεν οδηγούν στην παράνομη πράξη παρουσιάζουν τον μέσο άνθρωπο ανεύθυνο για την εγκληματικότητα, εν γένει φιλήσυχο, συνολικά αναίτιο. Πάντα δηλαδή σκοτώνουν οι κακοί, οι εκ φύσεως ή εκ συμφέροντος κακοί, και όχι πολλοί καθημερινοί άνθρωποι που ωθήθηκαν παρορμητικά ή αναγκάστηκαν από εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις να φτάσουν στο έγκλημα;
        Ανάλογες ήταν και οι ενστάσεις σε παλαιότερες εποχές, όταν το αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν στο περιθώριο για τον επιπλέον λόγο ότι ήταν προχειρογραμμένο και γλωσσικά αδούλευτο. Σήμερα φυσικά έχει ανέβει επίπεδο, τόσο αισθητικά όσο και ιδεολογικά, και εντάχθηκε στο κύριο σώμα της λογοτεχνίας. Παύει όμως να προβληματίζει;
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 15, 2009

Διπλή Μπύρα: Χένινγκ Μανκέλ


Η παγκόσμια οικονομία στο έλεος των υπολογιστών
Αστυνομικό μυθιστόρημα με μηχανισμό ρολογιού

        Το πώς γράφει κανείς δείχνει πώς σκέφτεται. Ακόμα περισσότερο δείχνει πώς σκέφτεται ο λαός-του (ή τουλάχιστον μια μερίδα του λαού-του) που έχει διαμορφωθεί με συγκεκριμένες παραμέτρους σε θέματα κοινωνίας, πολιτικής, παγκοσμιοποίησης, ατομικότητας, ανθρώπινων δικαιωμάτων κ.ο.κ.


“Firewall”
μετ. Λ. Καλοβυρνάς
εκδόσεις Ψυχογιός,
2009

         Αν κάτι σε συνεπαίρνει σ’ αυτό το βιβλίο είναι το εκπληκτικό ξεδίπλωμα της υπόθεσης, σημείο σημείο, που να πιστέψεις ήδη από το πρώτο τέταρτο ότι πρόκειται για μια κραταιή πλοκή, μια ιδιαίτερα μελετημένη πορεία σκέψης. Κι αν ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα σημαίνει απόλυτα ισορροπημένη ανάπτυξη των ενδείξεων μέχρι την τελική εξαγωγή τού συμπεράσματος, το “Firewall” του Σουηδού συγγραφέα είναι ακριβώς αυτό. Ο αναγνώστης βλέπει να σχηματίζεται εξ αρχής ένα παζλ σημείων, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ-τους, αλλά ικανών να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο συνολικό σχέδιο.

         Δύο άσχετα πτώματα, το ένα καταρχάς αδιάφορο, το άλλο προϊόν μιας ασύλληπτης στην ανθρώπινη συνείδηση επίθεσης από μια δεκαεννιάχρονη και μια δεκατετράχρονη. Η ασίγαστης αίσθησης φράση του αστυνόμου Κουρτ Βαλάντερ, που έχει αναλάβει την υπόθεση, αποκαλύπτει το μέγεθος της ανάγκης για διαλεύκανσή του: «Θέλω να διερευνήσω αυτό το έγκλημα για να δω πώς λειτουργεί αυτή η κοινωνία» (την γράφω από μνήμης). Η αστυνομική λογοτεχνία αποδεικνύει παγκοσμίως ότι δεν αναζητεί πλέον μεμονωμένα αίτια εγκληματικότητας (απιστία, εκδίκηση κ.ο.κ.), αλλά τις βαθύτερες αιτίες τής κοινωνικής παθογένειας. Στο παρόν έργο ο παγκόσμιος ηλεκτρονικός ιστός κινδυνεύει από μια ομάδα που τον θεωρεί όργανο μιας λανθασμένης πολιτικής για την οικονομία ολόκληρου του πλανήτη.

         Ολοκληρώνοντας το έργο θαυμάζει κανείς ακόμα περισσότερο το πλήρες σχέδιο που κατάστρωσε ο συγγραφέας, για να συνδέσει τα επιμέρους στοιχεία προς ένα ικανοποιητικό σχέδιο. Ένας ολόκληρος μηχανισμός ρολογιού όπου τα πάντα, γρανάζια και ελάσματα, μοχλοί και διακόπτες, πρέπει να είναι σε απόλυτο συντονισμό μεταξύ τους, για να κινούνται όπως πρέπει οι δείκτες. Ανάλογα, όλα πρέπει να τέθηκαν μέσα στο μυθιστόρημα με οργάνωση και σύστημα, ώστε να κινείται χωρίς κενά η πορεία τής αφήγησης. Ο συγγραφέας-ωρολογοποιός πρέπει να δαπάνησε άφθονο χρόνο, για να διπλοελέγξει όλα τα στοιχεία και τις συνδέσεις, ώστε να πετύχει το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να μπορεί κανείς να του καταλογίσει αμήχανα χάσματα ή αμελείς ατέλειες.
        Ο Μανκέλ όμως δεν αποδεικνύεται μόνο μαέστρος της πλοκής, αλλά και ικανότατος ψυχογράφος. Τελικά, είναι καθοριστικό να μπορεί ο συγγραφέας να συνδέει πράξεις με κίνητρα, δεδομένα με συναισθήματα, εξωτερικά στοιχεία με ψυχικές διαθέσεις. Ο Σουηδός συγγραφέας κάνει κάτι περισσότερο: παρακολουθεί την υπόθεση μέσα από τα μάτια τού αστυνόμου Βαλάντερ και ταυτόχρονα παρακολουθεί τον Βαλάντερ στις λογικές-του σκέψεις, στις συναισθηματικές-του μεταπτώσεις, στις ανθρώπινές-του στιγμές. Φαίνεται κι αυτός πολύ ανθρώπινος κι όχι απλώς μια μηχανή συσχετισμών και συλλογισμών· έχει τις καλές και τις κακές-του πλευρές, επηρεάζεται από τα τεκταινόμενα, περνάει κρίσεις αυτοεκτίμησης, ετοιμάζεται να υποβάλει την παραίτησή-του και συνάμα (από αίσθημα ευσυνειδησίας) δίνεται εξολοκλήρου στην έρευνα.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 11, 2009

Σκοτσέζικος καφές: Ίαν Ράνκιν


“Οι καταρράκτες – Οι αναστημένοι – Υπόθεση αίματος”
μετ. Γ. Τζήμας
εκδόσεις Μεταίχμιο
2009

Ρέμπους, κουίζ και φέρετρα

Ο ΙΑΝ ΡΑΝΚΙΝ
επισκέπτεται την Ελλάδα: χθες 10/11 (Αθήνα), σήμερα 11/11 (Βόλος), αύριο 12/11 (Θεσσαλονίκη) και μεθαύριο 13/11 (Ιωάννινα).

         Ο Ίαν Ράνκιν, πολυγράφος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, θεωρείται κατά πολλούς η καλύτερη πέννα του είδους στη Μεγάλη Βρετανία. Αναγνωρίσιμη μορφή στα έργα του είναι ο επιθεωρητής Ρέμπους, που μεγάλωνε ηλικιακά από έργο σε έργο και εκπροσωπεί τον ευφυή αστυνόμο ο οποίος δεν τα πάει καλά με την εξουσία και βρίσκει συχνά τον μπελά του από την αντισυμβατική συμπεριφορά του, ορατό δείγμα της οποίας είναι η έφεσή του στο οινόπνευμα. Αλωνίζει τη Σκοτία με κέντρο το Εδιμβούργο, συνδυάζει στοιχεία και προσπαθεί παράλληλα να γλυκάνει τη μοναχική του ζωή με σύντομες σχέσεις.

        Στον παρόντα πολυσέλιδο τόμο έχουν συγκεντρωθεί τρία μυθιστορήματά του που γράφτηκαν στη δεκαετία του 2000: “Οι καταρράκτες” (2001), “Οι αναστημένοι” (2002) και η “Υπόθεση αίματος” (2003). Στο πρώτο μια νεαρή κοπέλα εξαφανίζεται κι έπειτα ανακαλύπτεται νεκρή, ενώ παράλληλα ανευρίσκεται ένα φέρετρο με μια κούκλα μέσα∙ ο φόνος της συνδέεται με παιχνίδια ρόλων που έπαιζε στο διαδίκτυο, αλλά και με σειρά φερέτρων που είχαν στο παρελθόν ανευρεθεί ταυτόχρονα με εξαφανίσεις ή θανάτους άλλων νεαρών γυναικών. Στους “Αναστημένους” ο Ρέμπους έρχεται αντιμέτωπος με έναν γνωστό γκάνγκστερ του Εδιμβούργου, όταν διερευνά τον θάνατο ενός εμπόρου τέχνης, ενώ παράλληλα έχει αναλάβει μυστική αποστολή εσωτερικών υποθέσεων της αστυνομίας. Στην “Υπόθεση αίματος” δύο έφηβοι σκοτώνονται από έναν πρώην στρατιωτικό, ο οποίος στη συνέχεια αυτοκτονεί.
         Ο Ίαν Ράνκιν ανήκει στους συγγραφείς που στηρίζουν τα έργα τους στον προγραμματισμένο συνδυασμό ποικίλων σημείων σε μια άρτια πλοκή. Οι εκπρόσωποι της αστυνομίας παρελαύνουν πολυάριθμοι με τις διαπροσωπικές τους κόντρες, ενώ εξίσου πολυάριθμοι είναι και οι εμπλεκόμενοι (ιατροδικαστές, μάρτυρες, συγγενείς κ.λπ.) οι οποίοι γίνονται συν τω χρόνω πιθανοί ύποπτοι. Έτσι, οικοδομείται ένας πολυδαίδαλος λαβύρινθος, ο οποίος απλώνεται σε πολλαπλές σχέσεις, συναντήσεις, διαλόγους, ανακρίσεις, παράλληλα επεισόδια που διαπλέκονται μέχρις ότου κάποια πρόσωπα να ξεχωρίσουν και εντέλει να καταλήξουμε στον πραγματικό δράστη. Ο Ράνκιν δηλαδή ακολουθεί σχετικά “πιστά” το αγγλοσαξονικό πρότυπο του καλοσχεδιασμένου γρίφου, όπου μετράει πρώτιστα μέσω της τεχνικής της πλάνης η αποκάλυψη του θύτη.
       Αν όμως εξετάσει κανείς καλύτερα τους τρόπους γραφής του, θα καταλάβει ότι πίσω από την γεμάτη σασπένς δράση πηγαινοέρχονται και στοιχεία που άπτονται της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Οι ήρωές του –ή οι αντιήρωές του- συγκρούονται έντονα με τους άλλους, δημιουργούν συμμαχίες και έχθρες, λειτουργούν όχι μόνο ως αστυνομικά όργανα, ανεπηρέαστα από τη ζωή, αλλά ως πόλοι διαπροσωπικών σχέσεων που συστέλλονται και διαστέλλονται φέρνοντας τα άκρα τοϋς άλλοτε φιλικά κοντά κι άλλοτε σε σημείο αντιπαράθεσης.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 08, 2009

Λογοτεχνική Σούπερ Λίγκα


        Έχει ξεκινήσει πλέον η λογοτεχνική Σούπερ Λίγκα της σεζόν 2009-2010 με τις ομάδες-εκδοτικούς οίκους να ρίχνονται στους αγωνιστικούς χώρους, προκειμένου να κατακτήσουν τρόπαια και την εκτίμηση των φιλάθλων-αναγνωστών. Τα ρόστερ έχουν συμπληρωθεί και όλοι περιμένουμε με αγωνία ποια από τα ονόματα που στελεχώνουν τις ομάδες θα αποδειχθούν σωτήρες και ποια παλτά. Μια μικρή παρουσίαση των παιχτών θα δείξει τη δυναμική κάθε ομάδας:
Γαβριηλίδης: Αλέξης Σταυράτης, Αντώνης Μιχαηλίδης
Ελληνικά γράμματα: Γιάννης Ξανθούλης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Γιώργος Μανιώτης
Καστανιώτης: Ισμήνη Καπάνταη, Ρέα Γαλανάκη, Παύλος Μάτεσις, Αλέξης Πάρνης, Παντελής Καλιότσος, Θοδωρής Ραχιώτης, Αλέξανδρος Ασωνίτης, Τιτίνα Δανέλλη, Στέφανος Δάνδολος
Κέδρος: Πρόδρομος Μάρκογλου, Κώστας Καβανόζης, Σάκης Σερέφας, Νίκος Δαββέτας, Έλενα Χουζούρη, Μένης Κουμανταρέας
Λιβάνης: Γιώργος Λεονάρδος, Παρασκευή Καραγιάννη
Μελάνι: Εύα Στάμου
Μεταίχμιο: Λίλα Κονομάρα, Ευσταθία Ματζαρίδου

Πατάκης: Δήμητρα Κολλιάκου, Σώτη Τριανταφύλλου
Πόλις: Τάσος Χατζητάτσης, Βασιλική Ηλιοπούλου
Τόπος: Έκτορας Αποστολόπουλος, Μαρία Τσολακούδη, Δημοσθένης Βουτυράς
Ψυχογιός: Γιάννης Ρεμούνδος, Μάρω Βαμβουνάκη, Έλση Τσουκαράκη
         Δεν αναφέρομαι στους ξένους παίχτες που επανδρώνουν τις ομάδες μέχρι να ολοκληρωθεί η ημερομηνία στην οποία πρέπει να δηλωθούν. Ούτε στα άλλα είδη πρωταθλήματος που τρέχουν παράλληλα, όπως της ποίησης, της παιδικής λογοτεχνίας ή του δοκιμίου. Περιμένουμε ήδη μετεγγραφές την περίοδο Φεβρουαρίου 2010, για να ανανεώσουν οι ομάδες τα ρόστερ-τους με νέο αίμα.

         Στη σέντρα λοιπόν με τους εκδοτικούς οίκους να κονταροχτυπιούνται για τα μπεστ σέλερ και τα βραβεία. Ανάμεσά τους οι κριτικοί, μαύρα κοράκια της διαιτησίας που άλλοτε αντικειμενικά κι άλλοτε με το ένα μάτι να αλληθωρίζει κρίνουν φάσεις, καταλογίζουν πέναλτι και οφσάιντ, επικυρώνουν γκολ και δέχονται τα πυρά δικαίως ή αδίκως όλων εμάς που στις κερκίδες ή στους καναπέδες-μας παρακολουθούμε το ματς. Οι συγγραφείς-παίχτες μπορεί φέτος να αναδειχθούν, να εδραιωθούν, να συνεχίσουν την καλή-τους πορεία και να κληθούν στην Εθνική ή να χαθούν, να καθίσουν, να κάνουν κοιλιά...

        Όλοι διαβάζουν και σκέφτονται, απολαμβάνουν τους αγώνες ή αναρωτιούνται μήπως είναι σικέ. Τελικά, είναι το πρωτάθλημα δίκαιο ή κάποιοι εκδοτικοί οίκοι ελέγχουν τη διαιτησία; Διαδραματίζουν και άλλοι παράγοντες ρόλο στην ανάδειξη ενός παίχτη πέρα από τη λογοτεχνική-του αξία; Τι ρόλο παίζουν οι παράγοντες των ομάδων;
        Θα ήθελα ένα καθαρό πρωτάθλημα. Θέλω να ελπίζω ότι κάθε βιβλίο κρίνεται με καθαρούς όρους. Θέλω να πιστεύω στην αντικειμενικότητα των διαιτητών, όσο κι αν όλοι, αυτοί και εμείς, κριτικοί και αναγνώστες, παρασυρόμαστε συχνά από τις οπαδικές-μας πεποιθήσεις, από τις συγγραφικές-μας αγάπες, από τα βιώματά-μας που δεν μας αφήνουν να δούμε συχνά εξόφθαλμα φάουλ ή έξοχες τρίπλες.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 06, 2009

Espresso Doppio: Χριστόφορος Κάσδαγλης


“Σπλιτ”
εκδόσεις Καστανιώτη
2009

Καζίνο και λογοτεχνία no 2.

       Ο χώρος των καζίνο ή των χαρτοπαιχτικών λεσχών και των τυχερών παιχνιδιών δεν είναι γενικά γνωστός, και στη λογοτεχνία ακόμα λιγότερο προσφιλής. Θυμάμαι τον “Χορό των ρόδων”, το αξιόλογο έργο του Αντώνη Σουρούνη και το πρόσφατο μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου “Όλα στο μηδέν” (βλέπε προηγούμενο ποστ).
        Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό, ευτυχώς ούτε μέτριο. Διαβάζεται με ενδιαφέρον, αλλά δεν συγκλονίζει. Ευτυχώς, όμως, ξαναλέω, δεν το πετάς αδιάφορα μόλις τελειώσει.

       Το μυθιστόρημα του Χριστόφορου Κάσδαγλη “Σπλιτ” ξεκινά με την εικόνα του καζίνο και τον πρωταγωνιστή, τον αργόμισθο δημοσιογράφο Βλαδίμηρο Δημητριάδη, να παίζει με μέτρο και χωρίς πάθος. Η συνέχεια βέβαια του έργου αφορά τη δημοσιογραφική-του ιδιότητα και το κυνήγι επιχειρηματικών κολοσσών και οικονομικών κομπίνων. Βασική μέριμνά-του είναι ο φάκελος των δραστηριοτήτων του επιχειρηματία Φίλιππου Μπάρλου, τον οποίο ενημερώνει συνεχώς με νέα στοιχεία και ντοκουμέντα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να δημοσιεύσει ούτε μία αράδα στην εφημερίδα στην οποία δουλεύει. Όταν κάποια στιγμή συναντά τον Μπάρλοου, συμφωνεί να εγκαταλείψει το όποιο φιλόδοξο σχέδιο…
          Δύο παράλληλες πορείες: ο τζόγος και η δημοσιογραφία, το καζίνο και οι επιχειρήσεις. Προσωπικά βέβαια δεν κατάλαβα πώς συνδέονται, εκτός κι αν μείνει κανείς στην αλληγορία του παιχνιδιού, στους συμβολισμούς της ρουλέτας κ.ο.κ. και τους μεταφέρει στο επιχειρηματικό πεδίο.
          Δύο βασικά είναι τα σημεία που αξίζει να σταθούμε στο έργο: από τη μία, η αυτοαναφορική διάσταση του μυθιστορήματος, όπου ο ήρωας είναι και λίγο συγγραφέας, γράφει ιστορίες με τα βιώματά του τις οποίες δημοσιεύει σε ένα μικρό περιοδικό και έτσι εφαρμόζει το δόγμα ότι μια ιστορία, ακόμα κι αν αποβαίνει αρνητική, είναι πάντα η αφορμή για συγγραφή και συνεπώς για άλλου είδους κέρδη. Από την άλλη, ο πρωταγωνιστής είναι κουλ κι αυτό φαίνεται τόσο από τη ζωή-του, όσο κι από τη γλώσσα του, τους έξυπνους διαλόγους και τις παρεΐστικες ατάκες, ακόμα και με ξένους, την προφορική γλώσσα της πιάτσας με τα όποια κλισέ και με τα όποια ψιλοέξυπνα – ψιλοσαχλά σλόγκαν-της.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 03, 2009

Καφές φίλτρου και 0 ζάχαρη: Αργυρώ Μαντόγλου


“Όλα στο μηδέν”
Εκδόσεις ελληνικά γράμματα
2009

         Είναι το καζίνο, το χαρτί, η ρουλέτα, τα τυχερά παιχνίδια μια αναλογία με τον έρωτα; Ποιος παίζει και στα δύο και πότε ισχύει το γνωστό «όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη»;
        Η Αυγή γνωρίζει τον Σταύρο στο καζίνο και ξαναρχίζει τη ζωή-της. Ποντάρει στον έρωτα με έναν άγνωστο και ανανεώνει τη μιζέρια-της. Φιλόδοξη συγγραφέας αναζητά στο καζίνο την έμπνευση. Ο έρωτας συνδυάζεται με την απάτη, τα σώματα όμως δεν μένουν πιστά. Εκείνη το ψυλλιάζεται, το καταλαβαίνει, αλλά δεν μπορεί να απεξαρτηθεί. 
        Η υπόθεση δεν είναι κάτι πρωτότυπο, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο (για τη συγγραφέα τουλάχιστον) είναι η οπτική γωνία της γυναίκας στον τομέα σχέση και έρωτας, η αναγνώριση του εαυτού και του άλλου, η τύχη και η ελευθερία. Αν ήμουν γυναίκα, θα εκτιμούσα την προσπάθειά-της να ξαναδεί το καθημερινό ως διαχρονικό και τον έρωτα ως παιχνίδι της τύχης.

          Προσωπικά, ωστόσο, θα χαρακτήριζα αυτή τη λογοτεχνία ως πεζογραφία σε βήμα σημειωτόν: η δράση είναι ο αργός κυλιόμενος ιμάντας πάνω στον οποίο βαδίζει στοχαστικά και νωχελικά, αργά και ομφαλοσκοπούμενα η γυναικεία ματιά, ο κόσμος του σήμερα, το συναίσθημα ως άξονας της γραφής, το σώμα και ο ήπιος φεμινισμός ως πρίσμα εξήγησης της πραγματικότητας. Μπορεί κανείς να διαβάσει τις σελίδες με διαγώνιο βλέμμα, και θα το έκανα, αν δεν ήθελα να μπω στο πετσί των προθέσεων της συγγραφέως, να δω τον κόσμο με τα γυαλιά-της. Το βήμα σημειωτόν εντέλει, όσο κι αν ο άνθρωπος γυρίζει επιτόπου προς διάφορες κατευθύνσεις, είναι εξίσου βαρετό με το να κάθεσαι για ώρες στον καθρέφτη και να κοιτάς τον εαυτό-σου. Και τέτοια κείμενα μού δίνουν την εντύπωση μιας συνεχούς και συχνά μάταιης ενδοσκόπησης.
          Κρατάω ωστόσο την αναλογία έρωτα και καζίνο ως προς το θέμα της εξάρτησης. Η Μαντόγλου επιχειρεί να δείξει πως όσο ντόπα είναι για κάποιον η ρουλέτα, η οποία δεν τον αφήνει να απεξαρτηθεί, εθισμένος καθώς είναι στον τζόγο, άλλο τόσο και ο έρωτας, παράλογος και εθιστικός, δεν αφήνει τα θύματά-του να δουν την πραγματικότητα, να δουν τον διασυρμό και να απεγκλωβιστούν.
Πατριάρχης Φώτιος