Monday, November 30, 2009

Πολλά βαρύς γλυκός μισός: Ελληνικά Εγκλήματα 3


Αστυνομικό διήγημα: μπορεί να αποδώσει μια πολύπλοκη αστυνομική ιστορία και να “δέσει” έντεχνα την υπόθεση μέχρι τη “λύση”; Ή απλώς στήνει μια κορύφωση η οποία αρκεί για να δοθεί το έγκλημα, η αποκάλυψη του δολοφόνου και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται όλα;


επιμ. Α. Χρυσοστομίδης
εκδόσεις Καστανιώτη
2009

         Οι συλλογές αυτών των ελληνικών αστυνομικών ιστοριών έχουν αποκτήσει πλέον χαρακτήρα τακτικότητας. Έχω διαβάσει και τις δύο άλλες συλλογές που προηγήθηκαν και, μολονότι οι συγγραφείς και οι ιστορίες-τους διαβάζονται με το ίδιο ενδιαφέρον, δεν εξεπλάγην ιδιαίτερα. Ή το διήγημα κορεννύεται εύκολα ή οι αναγνώστες έχουμε συνηθίσει τα κόλπα των συγγραφέων.
         Φυσικά, ξεχώρισα μερικά, είτε επειδή ως διηγήματα προσφέρουν μια αστυνομική ιστορία με τρόπο γοητευτικό, είτε επειδή ως συγγραφική τεχνική καταξιώνουν τον γράφοντά-τους.

        Το διήγημα της Κακούρη διακρίνεται για τη στιβαρή δομή-του, τη μελετημένη διαπλοκή υπόπτων και θύματος, μέχρι το τέλος που δείχνει ότι δεν είναι όλοι οι πιθανοί εγκληματίες κατ’ ανάγκην και θύτες. Η ψυχολογική διάσταση δίνει άλλη πνοή στο έργο. Ο Μαρτινίδης συνεχίζει τις εμμονές-του με τις όμορφες μοιραίες γυναίκες και την αντεκκλησιαστική-του ιδεολογία, ο Βασιλικός συγγράφει ένα πολιτικό –εποχής δικτατορίας- διήγημα με άγνωστους δράστες αλλά με ανάλυση –έστω και αποσπασματική- της τρέχουσας παραπολιτικής επικαιρότητας στην Ευρώπη, ο Αποστολίδης παρακολουθεί την επικαιρότητα με την εκ νέου δραπέτευση του Παλαιοκώστα.
         Η Δανέλλη στήνει ένα οικογενειακό δράμα, με διαδοχικές απιστίες και πρόσωπα, τα οποία συμπλέκονται σε σημείο σύγχυσης, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να περιμένει ή μια μεγάλη αποτυχία ή μια δυνατή λύση που να ξεμπλέξει επιτυχώς το κουβάρι. Μάλλον ούτε το ένα κατορθώνει ούτε το άλλο. Ο Φιλίππου ορθώνει ένα δράμα πολυκατοικίας, ο νεοεμφανισθείς Γριπιώτης ένα έγκλημα στον επιχειρηματικό χώρο με θύτη έναν γιάπις και με αφήγηση της οικονομικής ανόδου σε στυλ Καραγάτση. Ο Μάρκαρης μιλάει για την απόσταση μεταξύ της αναγνώρισης του θύματος ως συγγραφέα (λόγω διασυνδέσεων) και της ποταπής-του διάστασης ως ανθρώπου (λόγω διασυνδέσεων πάλι), και με αυτόν τον τρόπο μιλάει για τα άπλυτα του συγγραφικού παρασκηνίου, όπου οι μισοί θάβουν τους άλλους μισούς και τούμπαλιν. Εδώ μού φαίνεται ότι κρύβονται αληθινά πρόσωπα…

          Ο Δανέλλης (υιός;) μπλέκει σαν σε κοτσίδα δύο άσχετες ιστορίες, μια με την κακοποίηση και θανάτωση ενός Ασιάτη μετανάστη και μια με την εξαφάνιση και εντέλει δολοφονίας μιας νεαρής κοπέλας. Μολονότι ήλπιζα ότι οι δύο ιστορίες θα συνέκλιναν εντέλει σε μια κοινή συνισταμένη, διαψεύστηκα: απλώς παρακολουθούμε δύο διηγήματα σε ένα, χωρίς προσπάθεια αλληλοσυσχετισμού. Ο Σταμάτης αναφέρεται στον έρωτα ενός κλοσάρ για μια Πολωνή καλλονή, που αναρριχήθηκε στα τηλεοπτικά πλατό. Ο Μιχαηλίδης αποτυπώνει την οικολογική ευαισθησία του σύγχρονου ανθρώπου με έναν φόνο επιχειρηματικών συμφερόντων. Θα έλεγα ότι είναι το πιο άρτιο τεχνικά διήγημα, ενώ παράλληλα περνάει και μηνύματα περιβαλλοντικής αυτοσυνειδησίας και πολιτικής διαπλοκής: και τα δύο γνωστά και επίκαιρα.
         Ο Λύκαρης καταφέρνει να συνδυάσει πολιτική, αστυνομία και ρατσισμό σε ένα αστυνομικό κράμα, όπου η διαπλοκή είναι πολύ πιο διευρυμένη απ’ ό,τι φαίνεται και η διαφθορά ξεπερνάει τα όρια του εκβιασμού. Το τέλος του διηγήματος αποκαλύπτει την αισιοδοξία του συγγραφέα ότι κάποια λύση μπορεί να βρεθεί, έστω κι αν είναι περιπτωσιακή, πράγμα που στα μάτια-μου δεν φαίνεται ευοίωνη διέξοδος. Τέλος ο Γκάκας, πάλι σε διάθεση τιμωρίας, παρακολουθεί την οργάνωση και την εκτέλεση ενός βίαιου αλαζόνα από έναν γηραιό αριστερό με προβλήματα υγείας.

         Το βασικό είναι αυτό που εξ αρχής επισημαίνει ο επιμελητής της σειράς Ανταίος Χρυσοστομίδης: κάθε διήγημα είναι και μια ανατέμνουσα ματιά στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου το έγκλημα σχετίζεται με συγκεκριμένες πλευρές της κοινωνικής παθογένειας. Είναι γνωστή πλέον η ουσιαστική τομή που φέρνει η αστυνομική λογοτεχνία στην αναγνώριση των μεμπτών και στον φωτισμό-τους, ώστε να τα δούμε με άλλη ματιά πέρα από τη σαρκοβόρα διάθεση της τηλεόρασης.
         Ωστόσο, η επιτυχία κάθε ιστορίας δεν αρχίζει ούτε τελειώνει μόνο σ’ αυτό. Προσωπικά με θλίβει, πέρα από τις αστοχίες στη ζεύξη των επιμέρους στοιχείων για την επίτευξη στέρεης πλοκής, ένα είδος εμμονών, μιας μανιέρας στον τρόπο που στήνουν πολλοί συγγραφείς τα πρόσωπά-τους, την ψυχολογία-τους, τη θέαση του κόσμου, που καταντά ιδεολογική μανιέρα. Διαβάζω και βλέπω από τους ίδιους συγγραφείς τις ίδιες στερεότυπες αντιλήψεις, που δεν τους επιτρέπουν να φτιάξουν νέους κόσμους, πιο πολυφωνικούς και πιο πολύπλευρους. Ξεχωρίζω τα διηγήματα των Κακούρη, Μιχαηλίδη και του Λύκαρη, επειδή αυτοί συναρμόζουν καλοαρμοσμένες δομές και πειστικές συνδέσεις προσώπων, ενδείξεων και ατμόσφαιρας.
Η φωτογραφία στην κορυφή της ανάρτησης ανήκει στον Simon Howden.
Πατριάρχης Φώτιος

28 comments:

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ said...

Διάβασα το βιβλίο το καλοκαίρι και με κούρασε πάρα πολύ. Τα προηγούμενα δύο που επίσης είχα διαβάσει ήταν για μένα λίγο καλύτερα. Πρόσφατα ήρθα σ' επαφή με το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα και σ' αυτό βοήθησε ο Δημήτρης Μαμαλούκας του οποίου τα βιβλία με συναρπάζουν και θεωρώ οτι έχει πολλά να δώσει στο είδος αυτό.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Φίλη Λένα,
σε μια συλλογή διηγημάτων και μάλιστα διαφορετικών ανθρώπων, ίσως πρέπει διευκρινίζουμε ποιο μας κούρασε και ποιο μας άρεσε, γιατί παρασύρουμε στο πλήθος το μεμονωμένα καλό ή μεμονωμένα κακό.
Θυμάσαι περιπτώσεις;
Πατριάρχης Φώτιος

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ said...

Μετά από τόσους μήνες και δεκάδες άλλα βιβλία που ακολούθησαν, είναι λίγο δύσκολο να θυμηθώ λεπτομέρειες, παρά μόνο την τελική γεύση που μου άφησε το βιβλίο και αυτό ήταν η κούραση. Θυμάμαι πάντως οτι το διήγημα του Βασιλικού, ίσως εξαιτίας και της δομής του με κούρασε, ο Γριπιώτης δεν με κάλυψε καθόλου και ο Δανέλλης κάτι πήγε να μου πει αλλά δεν τα κατάφερε. Θεωρώ όμως, οτι ένα αστυνομικό, θέλει τον χρόνο του (και τις σελίδες του) για ν' αναπτυχθεί και να παρασύρει τον αναγνώστη και αυτό δεν μπορεί να γίνει μέσα στις λίγες σελίδες που επιβάλλει ένα διήγημα.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Αυτό το τελευταίο είναι και ο προβληματισμός-μου από την αρχή της ανάρτησης. Όχι ότι δεν μπορεί το διήγημα να το πετύχει, αλλά θέλει πολύ περισσότερη μαεστρία και περιεκτικότητα.
Πατριάρχης Φώτιος

Μαρίνα said...

Η κυρία Μαντά θα ήθελε κάπως πιο οργανωμένη τη δομή του κυρίου Βασιλικού; Όπως και να χει σεβαστή η άποψη της, όμως θα μπορούσε ίσως να μας εξηγήσει λίγο πιο αναλυτικά τι ακριβώς εννοεί; Και τι ακριβώς σημαίνει "κάτι θέλει να μου πει ο συγγραφέας, αλλά δεν τα καταφέρνει;". Ποιός θεωρεί ότι είναι ο ρόλος του Αναγνώστη; Ας μην εκληφθεί το παραπάνω ως ειρωνικό, γιατί δεν είναι καθόλου. Το ότι η κ. Μαντά υπηρετεί ένα άλλο είδος λογοτεχνίας, δεν έχει καμία σημασία, είναι εξ ίσου σεβαστό, μια και είναι ειλικρινέστατης στόχευσης. Απλά θα ήθελα την άποψή της.

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ said...

Η αλήθεια είναι οτι όλες αυτές οι ερωτήσεις δεν παραπέμπουν σε συζήτηση, αλλά σε κάτι άλλο που δεν μου άρεσε, παρ΄όλα αυτά έχω νομίζω το δικαίωμα να λέω την γνώμη μου για..... άλλα είδη λογοτεχνίας. Και ναι, θα ήθελα την δομή λίγο πιο οργανωμένη στο διήγημα του κ. Βασιλικού. Όσο για τον ρόλο του αναγνώστη είναι να ψάχνει και να βρίσκει τα μηνύματα του συγγραφέα, αν υπάρχουν. Εγώ πάλι παίρνω μηνύματα, ακόμα και από μια διαφήμιση, από ένα παιδικό παραμύθι, από παντού γιατί παντού υπάρχουν αν το μυαλό είναι ανοιχτό.(ακόμα και από το είδος της λογοτεχνίας που υπηρετώ....λίγο ρατσιστικό μου ακούγεται αυτό, αλλά έτσι με έμαθαν) Θα πρέπει όμως να παραδεχτούμε οτι όπως υπάρχει χημεία ανάμεσα στους ανθρώπους, υπάρχει και ανάμεσα στον αναγνώστη και στην γραφή του εκάστοτε συγγραφέα. Έτσι μπορούμε να λέμε οτι έχουμε αγαπημένους συγγραφείς γιατίτ ο ύφος τους "μας πάει" καλύτερα.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μπορεί ο καθένας να εκτιμά ή να μην εκτιμά ένα είδος πεζογραφίας, μπορεί να μη διαβάζει όσα εμπίπτουν σε μια κατηγορία, μπορεί να τα κρίνει δημοσίως ως παραλογοτεχνία, αλλά ΔΕΝ μπορεί να θεωρεί τον συγγραφέα-τους β' διαλογής αναγνώστη, ανίκανο να καταλάβει άλλα είδη γραφής.
Γι' αυτό θεωρώ, Μαρίνα, ότι το ύφος-σου είχε κάτι παραπάνω από τόνο ...συζήτησης.

Όσο για τον ρόλο του αναγνώστη,
Λένα, πλέον δεν θεωρείται ότι είναι να ανιχνεύει το νόημα που ο συγγραφέας θέλει να βάλει στο έργο-του. Το νόημα υπερκαλύπτει τις όποιες προθέσεις του δημιουργού. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να δομεί άρτια το κείμενό-του, αλλά να το αφήνει στα κύματα της ανάγνωσης... Το ζήτημα είναι να δούμε αν η δομή του Βασιλικού είναι σκοπίμως αποσπασματική ή άτεχνα διασκορισμένη.
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Καλημέρα και καλό μήνα!

"Όσο για τον ρόλο του αναγνώστη,
πλέον δεν θεωρείται ότι είναι να ανιχνεύει το νόημα που ο συγγραφέας θέλει να βάλει στο έργο του. Το νόημα υπερκαλύπτει τις όποιες προθέσεις του δημιουργού. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να δομεί άρτια το κείμενό του, αλλά να το αφήνει στα κύματα της ανάγνωσης..."

Συμφωνώ για το ρόλο του αναγνώστη, αλλά τονίζω λίγο παραπάνω την πλευρά του συγγραφέα: Πιστέυω ότι ο συγγραφέας πρέπει να έ χ ε ι προθέσεις και να ΄δινει ένα ν ό η μ α, ακόμα και μήνυμα (είμαι ντεμοντέ, το ξέρω) στο έργο του, την ώρα της συλληψης και της γράφής (και πάντα βέβαια ΧΩΡΙΣ να έχει την πρόθεση το ίδιο ακριβώς να δει ο ανανγώστης. Το αντιθετο, θα πρέπει να ελπίζει σε άλλες αναγνώσεις!) ΟΜΩΣ δεν μπορώ να μπω στη συγγραφική διαδικασία χωρίς να έχω ορίσει εκ των προτέρων ένα πρωτέυον νόημα στο εργο μου (θέλω να πω "αυτό κι αυτό"), που στην πορεία ίσως συμπληρωθεί ή/και τροποποιηθεί. Γιατί αυτό θα σημαίνει πως κάθομαι και κάνω (επίπονα και προσεκτικά) κατι χ ω ρ ί ς ν ό η μ α για μένα! Δηλαδή, πως είμαι τρελή!
Συνεπώς, η τέχνη αφήνεται στα χέρια των ψυχοπαθών, ή έστω αυτών που αυτοψυχαναλύονται γράφοντας, που γράφουν "από εσωτερική ανάγκη", που γράφουν για να ξεφύγουν, γιατί φοβούνται "το θάνατο" κλπ τέτοια (Κι εγώ φοβάμαι το θάνατο, αλλά δεν καταφεύγω στο γράψιμο ΓΙ ΑΥΤΟ) με άλλα λόγια, αν ο συγγραφέας δεν εχει ένα νόημα, έναν τελικό σκοπό στο έργο του, γιατί το κάνει, αν έχει σώας τας φρένας; Υπάρχουν ανθρώπινες πράξεις χωρίς νόημα για τον πράττοντα;
ουφ !(εγραψα πολλά γιατί γράφω βιαστικά! Επίσης, σόρι που το πήγα αλλού -δεν εχω διαβασει το βιβλίο)

Μαρίνα said...

Aγαπητή κυρία Μαντά, νομίζω ότι με παρεξηγήσατε… Κι αν πήρατε έτσι το ποστ μου ειλικρινά ζητω συγγνώμη. Όταν λέω «λογοτεχνικό είδος» εννοώ το «αισθηματολογικό μυθιστόρημα» (νομίζω ότι είναι δόκιμος ο όρος, όπως ο Ράνκιν υπηρετεί το «αστυνομικό» η ο Μούζιλ τον «μοντερνισμό» η ο Τριβιζάς το «παιδικό») το όποιο μια χαρά τεκμηριωμένο ως ειδος είναι, και κάνεις δεν πρέπει να έχει πρόβλημα όταν το ακολουθεί με τέτοια επιτυχία και συνέπεια και μάλιστα ανανεώνοντας το. Στο εξωτερικό δεν υπάρχει κανένας ρατσισμός για αυτό το ειδος της λογοτεχνίας το όποιο φυσικά ανθεί και πολύ περισσότερο από την Ελλάδα καιφυσικά δεν αντιμετωπίζεται ως "παραλογοτεχνία". Και εννοείται ότι η γνώμη σας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, απλά τυχαίνει να έχω μια συγκεκριμένη διαφωνία. Εκείνο στο όποιο ήθελα να εστιάσω και την απάντηση την πήρα ήταν καταρχήν το θέμα της δομής. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί προαπαιτείται «οργανωμένη δομή» σε ένα διήγημα ή σε λογοτεχνικό κείμενο κατ’ επέκταση. Ποιος είπε ότι ένα κείμενο οφείλει να έχει οργανωμένη δομή; Κι αν έχει υπάρχει η περίπτωση να είναι σοφά αποσιωπημένη. Επίσης διαφωνώ καθέτως με τη λέξη «μήνυμα» ως απαιτούμενο της ανάγνωσης. Προσωπικά όπου αναγνωρίζω «μήνυμα» σε βιβλίο μου παύει να έχει γοητεία, μου θυμίζει πολύ παλιούς καιρούς όταν η τροφή έπρεπε να είναι «μασημένη». Αλλα αντιλαμβάνομαι ότι μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών το αποζήτα, διότι θέλει όταν κλείνει το βιβλίο να έχει απάντηση όχι ερωτήματα. Υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία σήμερα που είναι γραμμένα με αυτό το στόχο. Επαναλαμβάνω και πάλι για να μην παρεξηγηθώ, ότι δεν το καταδικάζω αυτό. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη της ανακούφισης. Και είναι στο DNA του η παρηγοριά. Η λογοτεχνία είναι ένα ευρύτατο «πάρκο» και υπάρχει χώρος για όλους και για όλα. Απλώς θεωρώ ότι η έλλειψη μηνύματος και δομής σε ένα κείμενο δεν το καθίστα προβληματικό, το αντίθετο μάλιστα, τα περισσότερα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας δεν έχουν ορατές «ραφές» και εννοείται δεν κουβαλάνε μήνυμα. Αν ίσχυε αυτό, πχ όλο το έργο του Μπέκετ η του Μπόρχες, ή του Βαλτινού και του Γ. Χειμωνά στα καθ υμάς, θα ήταν προβληματικό… Τι λέτε;

Pellegrina said...

Το μήνυμα είναι παρεξηγημένο: "μήνυμα" δεν είναι η απάντηση, είναι η ερώτηση! Ακόμα πιο πλούσιο μήνυμα, οι πολλές ερωτήσεις και οι αντικρουόμενες απαντήσεις! Μήνυμα είναι το άνοιγμα, όχι το κλείσιμο! Αλλά προΫποθέτει ά π ο ψ η. Πώς και γιατί γράφεις αλλιώς, εγώ δεν το καταλαβάινω και βέβαια ίσως υπολέιπομαι είμαι μια μικρή, φτωχή και ασήμαντη, αλλά δεν θελω να είμαι παλαβή! Είναι και θέμα αυτοσυντήρησης, πώς να επιβιώσει (μόνος του μάλιστα) ένας παλαβός; Η αυτοσυντήρηση προηγείται της δημιουργίας!
Μπέκετ, Μπόρχες και Βαλτινός έχουν μια χαρά δομή, ΟΛΟΙ! Δομή δεν είναι σώνει και καλά αυτό που ο καθένας αντιλαμβάνεται με την πρώτη ως δομή (η σειρά των γεγονότων, η συνέπεια κλπ), είναι, όπως λες, κατι εσωτερικό, που επιτρέπει στο μήνυμα να περάσει (και μήνυμα έχουν οι τρεις που είπα). Ο Μπόρχες έχει αρχιτεκτονική δομή σχεδόν μαθηματική, πιστέυω, και μάλιστα ε΄χοντας ενσωματώσει σε αυτήν στοιχεία παό την παγκόσμια λογοτεχνία και μυθολογία. Για τον Μπέκετ τωρα είναι δύσκολο να πω 9ειναι και θέατρο), αλλά νομίζω πως έχει μια ιδιάζουσα δομή, μια πολύ μελετημένη κ λ ί μ α κ α έντασης. Κι ο Βαλτινός από ΄σο ε΄χω διαβάσει έχει μια δομή, που μετά την αποδομεί δήθεν,α λλά τα στοιχεία (πχ για τη δεκλαετία του 60) συνδέονται μεταξύ τους. Ο Χειμωνάς (πατήρ εννοείται) είναι ιδιαίτερη περίπτωση, δεν ξέρω...δεν τον πιάνω...

τελικά, η δομή είναι όντως συζητήσιμη. Αν το ψάξουμε, Θα καταλήξουμε όλοι στα ίδια!

Μαρίνα said...

Πελεγκρινα,συμφωνώ έτσι όπως το θέτεις. Δομή έχουν και τα αποδομημένα κείμενα υπό μία έννοια. Εδώ όμως αναφερόμασταν -αν κατάλαβα καλά από την άποψη της κυρίας Μαντά-, στην "φανερή" δομή, στην "κλασική λογοτεχνική δομή" που πλέον διδάσκεται και στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής κι εχουμε γεμίσει με προκάτ αφηγήσεις. Το "μήνυμα" τώρα, σε παρακαλώ διέγραψε το ως λέξη και πες το αλλιώς και συμφωνούμε! Διότι, συγγνώμη, άλλα ένα μήνυμα δεν είναι πότε άνοιγμα, ένα μήνυμα είναι μια καταστατική, περίκλειστη και μονοκατευθυντήρια έννοια. Κάθε φόρα που ακούω τη φοβερή ερώτηση "ποιο είναι το μήνυμα;" του έργου (οποιοδήποτε τομέα τέχνης, υποψιάζομαι πως κάποια ανεπάρκεια υπάρχει από πίσω. Η λογοτεχνία δεν κατευθύνει, η λογοτεχνια διερωτάται, φωτίζει και ανατέμνει. Όπως και η μεγάλη τέχνη γενικότερα.

Pellegrina said...

Καλά, το διαγράφω! να το πούμε "θέμα";;:)

Μαρίνα said...

Να σου πω την αλήθεια, ούτε κι αυτό. Δεν έχω να προτείνω κατι. Το θέμα είναι η ομπρέλα. Το θέμα της "Άννα Καρένινα" είναι ο έρωτας. Ε , και; Δεν έχω να προτείνω κατι. Ίσως κι αυτό να ειναι το μεγαλείο της λογοτεχνίας. Υπερβαίνει τα εργαλεία που την ανατέμνουν.

Pellegrina said...

Λοιπόν, you are absolutely right, but...:)

α) το θέμα της Άννα Καρένινα ΔΕΝ είναι ο έρωτας, αλλά η σύγκρουση με το κατεστημένο και η μοναξιά του ανθρώπου που συγκρούεται με αυτό! (εγώ έτσι τη διαβάζω!)

β) Είναι άραγε μεγαλείο να μη μπορεί κατι (τα στοιχεία, η "φύση" της λογοτεχνίας) να διατυπωθεί και να προσδιοριστέι με λέξειες; Δηλαδή οι πράξεις μας ξεπερνάνε τη γλώσσα; ¨η, όπως το διατυπώνει, σε σχέση με τη σύγχρονη εποχή και την επιστήμη η Χάνα Άρεντ, η γνώση ξεπερνάει τη σκέψη; (αφού η γνώση της επσιτήμης πλέον δεν μπορέι να διατυπωθεί με την κοινή γλώσσα και έτσι μένει εξω από την κοινή σκέψη; Βλέπε "Η ανθρω΄πινη κατάσταση"; Δεχόμαστε τη λογοτεχνάι ως κάτι μεταφυσικό; Δεν γουστάρω τα μεταφυσικά!

Μαρίνα said...

μα δεν πρόκειται περί μεταφυσικής. Αυτό ακριβώς είναι το μαγικό με τη λογοτεχνία, όλο αυτοί που νιώθεις ως άρρητο, είναι απόλυτα φυσικό για τον δημιουργό. ΚΙ εκεί ο κατακερματισμός του δεν αποδίδει, δεν είναι σε θέση να αποδώσει το όλον. Μόνο ο αναγνώστης εισπράττει αυτή την αίσθηση, όταν έχει αφεθεί, όταν απορροφά. Άρα είναι εκατοντάδες χιλιάδες αισθήσεις μαζί. Το σύνολο υπερβαίνει όχι απλά τα μέρη , αλλα όταν κομματιάζεται δεν μπορεί να ανασυσταθεί εύκολα. (μιλάμε για τα μεγάλα έργα έτσι). Έστω κι αν το θέμα της Άννα Καρενινα είναι η σύγκρουση κλπ, εκείνο που συμβαίνει εκεί μέσα είναι απείρως πιο ενδιαφέρον. Μόνο ης σκηνή της αυτοκτονίας, μπορεί να την αναλύεις από πεντακόσια επίπεδα, κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, καμία αντίρρηση, αλλα στην ουσία είναι αξεδιάλυτη. Κι αυτό είναι που κάνει τον Τολστόι, Τολστόι και τον κάθε επαρκή αφηγητή μιας αντίστοιχης σκηνής , επαρκή αφηγητή.

Pellegrina said...

οκ, συμφωνώ (βεβαίως)

Pellegrina said...

...όμως αυτό έχει μια λογική εξήγηση κατα τη γνώμη μου: τα έργα της λογοτεχνίας είναι έργα (το καθένα) ΕΝΟΣ ανθρώπου, μιας μονάδας, ατόμου. Είναι λοιπόν ο συγκεκριμένος άνθρωπος που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, είναι η μοναδικότητά του, δηλαδή ο μαθηματικός συνδυασμός σε αυτόν τόσων στοιχείων που είναι αδύνατο το μυαλό να συλλάβει και να γνωρίσει (ακόμα, ίσως). Αυτό που δεν μπορείτε να καταλάβετε πώς προκύπτει στο (πχ) δικό μου έργο (γιατί ισχύει και για μεσαία, μικρά κλπ έργα) προκύπτει από τον ατομικό τρόπο σκέψης μου, το υποσυνείδητο, τις αντιλήψεις μου, τη δική μου αίσθηση ρυθμού, την προσωπική γλώσσα, τα βιώματά μου. Είναι κομμάτι της μοναδικής προσωπικότητάς μου. Αν το αναλύσεις, μοιραία θα βάλεις μεσα στην ανάλυση άλλα πράγματα, πιο "αντικειμενικά", δηλαδή πιο ξένα σε μένα, θα διασπάσεις το μοναδικό συνολο σε κατι άλλο. Αυτό είναι όλο.

Αλλά εγώ δεν μιλούσα γ αυτό: ασφαλώς δεν μπορείς να μιλήσεις ΓΙΑ ΕΝΑ συγκεκριμένο έργο χωρίς να έχεις τη φύρα που λες. Μιλούσα για τη λογοτεχνία γενικά ως πράξη, ως θεωρητική σύλληψη, ως λειτουργία γενικα΄. Γι αυτήν θα πρεπει να μπορούμε να μιλήσουμε, γιατί αν δεν μπορούμε, τότε φτάνουμε στο επικίνδυνο (μεταφυσικό δηλαδή) σημείο να παραδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε πια για τα επιτεύγματα της ίδιας της ανθρωπότητας! Αλλά αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε, δεν τα ελέγχουμε! Ο θεός βγήκε(;) από την πόρτα και μπήκε από το παράθυρο! Εμείς βλέπουμε το σίριαλ και στο κενό της σκέψης μας χορεύουν οι "διανοούμενοι", παρέα με την άρχουσα τάξη!

εννοώ, να μπορούν να μιλήσουν οι ε ι δ ι κ ο ί, αλλά με τέτοιο τροπο ωστε να κάνουν κοινωνούς της γνώσης τους, προοδευτικά, όσο γίνεται περισσότερους. ΔΕΝ εννοώ να μιλάμε όλοι και να λέμε, άσχετοι όντες, ό,τι μας κατέβει, αλλά όπως είπα διαφωνώ και με το αντίθετο, το "μαγικό" που υπερβαίνει τη δυνατότητα σύλληψης -εκτός, επαναλαμβάνω, αν εννοείς ΕΝΑ έργο. τότε ναι, το αληθινό εργο τέχνης (και όχι μόνο το μεγάλο), αντιστέκεται στις ερμηνείες, για τους λόγους που είπα (ίσως και για άλλους)
σόρι για την ακατάσχεη φλυαρία και την επανάληψη!

Πάπισσα Ιωάννα said...

Παρακολουθώ τη συζήτησή-σας με ενδιαφέρον και αναρωτιέμαι το εξής (με βάση τα λόγια της Μαρίνας και την τελευταία ρήση της Pellegrina):
στη γεωπονική λ.χ. λέμε "μονοκοτυλήδονο" και όλοι (ειδικοί και μη ειδικοί, π.χ. οι αγρότες) καταλαβαίνουμε (όσοι καταλαβαίνουν) τι εννοούμε. Στην ανάλυση των έργων ή των γενικότερων τάσεων, στη θεωρία δηλαδή της λογοτεχνίας, λέμε "μήνυμα" (από τη γλωσσολογία: πομπός-μήνυμα-δέκτης) ή θέμα κ.ο.κ. και ο καθένας λέει ότι δεν τον εκφράζει ο όρος, ή δεν καταλαβαίνει τι εννοούμε μ' αυτόν ή δεν αντιλαμβάνεται πως είναι παγιωμένος στην επιστήμη. Όλοι είναι ειδικοί κι όλοι άσχετοι!
Ας συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν σταθεροί όροι (όσο είναι σταθερό κάτι στην επιστήμη) και σταδιακά να τους αναζητούμε.

Συμφωνώ απόλυτα με την ανάλυση της Pellegrina που εξήγησε τι είναι καλλιτεχνική μοναδικότητα αλλά συνάμα τι από τη μοναδικότητα του καθενός μπορεί να ενταχθεί σε γενικότερα πλαίσια και να εξηγηθεί. ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ εξηγείται, γιατί αλλιώς... (τα λέει πολύ καλά η Pellegrina).
Πατριάρχης Φώτιος

Μαρίνα said...

Πατριάρχη, Πελεγκρίνα, είναι πολύ λεπτά τα ζητήματα που συζητάμε και φυσικά είναι δύσκολο μέσω δικτύου. Εννοείται ότι δεν καταδικάζω κανένα εργαλείο ερμηνείας. Και η αποσαφήνιση του θέματος, και του νοήματος, ακόμα και το τρισκατάρατο για μένα «Μήνυμα» είναι ως ένα σημείο εργαλεία προσέγγισης ενός κείμενου. Ένα κείμενο ως γνωστόν όταν φεύγει από το δημιουργό ανήκει στον αναγνώστη. Όμως θα υπάρχουν ως γνωστόν τόσες ερμηνείες όσες οι αναγνώστες. Με την πάροδο του χρόνου τα έργα αναλύονται οριζοντίως και καθέτως από τους ειδικούς. Για κάποια υπάρχει ας το πούμε έτσι μια «γενική συναίνεση». Φερ ειπείν το «Πέδρο Παρμό»-σπουδαίο και μοναδικό κείμενο-, θεωρείται ο πρόδρομος του μαγικού ρεαλισμού. Ωστόσο στα εντόσθια του κείμενου αυτού υπάρχουν πολλαπλές εγγραφές που σε κάθε ανάγνωση οδηγούν αλλού. Ναι μεν να χρησιμοποιούμε τα εργαλεία, αλλα όχι ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΕΡΓΑΛΕΙΟ. κι εκεί ήταν η διαφωνία μου ως προς το ποστ της κ. Μαντά. Ένα έργο μπορεί να μην έχει Μήνυμα αλλα να έχει ένα σωρό άλλα στοιχεία πολύ πιο σημαντικά. Και το κατά τη γνώμη μου μαγικό σε ορισμένα έργα τέχνης είναι ότι δεν επιδέχονται οριστικής ερμηνείας. Το «μονοκοτυλήδονο» είναι μια ιδιότητα ενός φυτού, όπως το ότι η Μόνα Λίζα ας πούμε είναι ελαιογραφία (είναι;), η ότι η Άννα Καρένινα είναι γραμμένη στα ρωσικά και η ηρωίδα ονομάζεται όπως ονομάζεται. Το «Μαρίνα» είναι μια αδιαφανής ιδιότητα που με περιγράφει. Φυσικά δεν εξηγούμαι μόνον έτσι, αν εξηγούμαι. Όπως τα κείμενα και ο άνθρωπος δεν μπουν να εξηγηθούν ως το άθροισμα των ιδιοτήτων τους και μόνο.

Μαρίνα said...

Αυτό θα ναι κάτι το πολύ μυωπικό όταν μιλάμε για ζωντανούς οργανισμούς. Γιατι δε δεχόμαστε ότι η μεγάλη λογοτεχνία δεν έχει «οριστική εξήγηση» δεν ταχτοποιείται ρε αδερφε, άπαξ και δια παντός. Εξ αλλού είναι κάτι το εξαιρετικά αισιόδοξο να μπορείς να επαναδιαπραγματεύεσαι με κάτι επί αιώνες. Γιατί συζητάμε τόσους αιώνες για το Δάντη και τον Όμηρο; Αν είχε καθαρίσει το τι ακριβώς είναι το καθένα : ιδου το μήνυμα, ιδου το θέμα, αρά είναι το και το, δεν θα υπήρχε λόγος. Αυτό συμβαίνει γιατί το κείμενο υπερβαίνει τα συστατικά του. Κι αυτό δεν είναι καθόλου μεταφυσικό και καθόλου κακό. Με τα μονοκοτυλήδονα έχουμε τελειώσει δεν θα μας προσφέρει άλλη χαρά η έρευνα πάνω σ αυτό (δεν είμαι σίγουρη δεν είμαι βοτανολόγος) άλλα με τα μεγάλα κείμενα ευτυχώς έχουμε ακόμη πολύ δουλεία ίσως δε και αέναη (ευτυχώς)..

Μαρίνα said...

"Πέδρο Πάραμο" εννοούσα.(Χουάν Ρούλφο)

Μαρίνα said...

Πέδρο Πάραμο εννοούσα (Χουάν Ρούλφο)

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ said...

Μαρίνα: Ίσως υπήρξα λίγο παραπάνω ...ευαίσθητη αλλά η αλήθεια είναι οτι τα τελευταία χρόνια έχω αισθανθεί πολλές φορές "σάκκος του μποξ" και έχω κληθεί ν' απολογηθώ για τις πωλήσεις των βιβλίων μου, όπως δεν θα συνέβαινε νομίζω σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου.... Πάμε παρακάτω λοιπόν, αν και αισθάνομαι πολύ άβολα μιλώντας και "κρίνοντας" έναν συγγραφέα σαν τον κ. Βασιλικό. Η "διαφωνία" μου όμως είχε να κάνει με το συγκεκριμένο διήγημα το όποιο Πατριάρχη , νομίζω οτι εξυπηρετούσε απόλυτα το θέμα και έτσι όπως αυτό έπρεπε να δοθεί. Απλά εμένα με κούρασε, όπως με κουράζει κάθε βιβλίο που δεν ...οργανωμένο. Υποθέτω οτι φταίει ο χαρακτήρας μου και η υπερβολική δική μου ανάγκη να είναι όλα.... τακτοποιημένα.
Συμφωνώ και με την Pellegrina, οτι ο ίδιος ο συγγραφέας πρέπει να έχει κατά νου κάποια νοήματα που θέλει να περάσει και μηνύματα (και δεν με νοιάζει αν είναι ντεμοντέ), ενώ θέλω οι αντιδράσεις των ηρώων δικών μου ή άλλων συγγραφέων να δικαιολογούνται, να "πατάνε" κάπου να μπορώ να τις δικαιολογήσω....
Με κίνδυνο να δεχτώ ....νέα επίθεση, τολμώ να πω οτι προσπαθείτε ν' αναλύσετε πράγματα που αν αναλυθούν, θα χάσουν την μαγεία τους. Στις δεκάδες των παρουσιάσεων που έχω κάνει όλοι οι αναγνώστες ζητούν να μάθουν το πως και το γιατί ενός βιβλίου και με ρωτούν πράγματα που δεν έχουν απάντηση! Έχει τύχει να κάνει ανάλυση ενός βιβλίου μου ομότεχνη και βιβλιοκριτικός και να μου αποδίδει προθέσεις που ουδέποτε μου πέρασαν από το μυαλό όταν το έγραφα, ν' ανακαλύπτει σημειολογίες που δεν σκέφτηκα καν! Με όλο αυτό θέλω να πω οτι κάθε βιβλίο, με ολοκληρωμένη, διασκορπισμένη ή ελλειπή δομή, έχει να δώσει κάτι διαφορετικό στον αναγνώστη και εκεί που ένας "βλέπει" μήνυμα, ο άλλος να διαβάζει μια ερώτηση που θα τον ταλανίζει για καιρό! Δεν υπάρχει πιο υποκειμενική διεργασία από την ανάγνωση και την συγγραφή!
Ίσως αν ζούσαν σήμερα ο Τολστόι, ο Καραγάτσης και όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες, να γελούσαν αν διάβαζαν όσα γράφουμε, προσπαθώντας ν' αναλύσουμε την μαγεία της πένας τους που καθήλωσε εκατομμύρια αναγνωστες...

Πάπισσα Ιωάννα said...

Λένα,
δεν μας ενδιαφέρουν οι προθέσεις του δημιουργού, παρά μόνο ως μία εκδοχή της κειμενικής πραγματικότητας. Ο δημιουργός είναι "υπό" του κειμένου-του, της γλώσσας με της πολυσημίας-της, της ευρύτερης ατμόσφαιρας, την οποία δεν αντιλαμβάνεται εξ ανάγκης συνειδητά αλλά συχνά υποσυνείδητα και δεν μπορεί να την αναλύσει εκτός του έργου-του.
Γι' αυτό όλες οι τεκμηριωμένες αναλύσεις ξεπερνούν αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας είχε κατά νου και είναι εξίσου νόμιμες.
Δεν ζητάμε από έναν παίχτη του μπιλιάρδου οπωσδήποτε να μας εξηγήσει πώς μπήκε η μπάλα στην τρύπα, αλλά ένας μαθηματικός μπορεί να υπολογίσει με γωνίες και ένας φυσικός με δυνάμεις κρούσης το φαινόμενο.

Τελικά, μερικά αστυνομικά διηγήματα γέννησαν έναν πλούσιο διάλογο που συνεχώς καρπίζει..., έναν διάλογο που ξέφυγε ακόμα ξαθ από τις προθέσεις-μου ως δημιουργού μπλογκ!
Πατριάρχης Φώτιος

Μαρίνα said...

Πατριάρχη οι προθέσεις του δημιουργού είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση όντως. Ο αναγνώστης ανα-δημιουργει το κείμενο. Φυσικά υπάρχουν δημιουργοί-εξαιτερικοί αναλυτές ακόμη και του ίδιου τους του έργου- αλλα αυτό αποτελεί μια και μόνον ερμηνεία σχεδόν ισότιμη του όποιου άγνωστη. Ο παίκτης του μπιλιάρδου δημιουργεί το εκκωφαντικό φαινόμενο, έχει την τεχνική να βρει την τρύπα. Από κει και μετά ο φυσικός θα αναλάβει τα της θεωρίας κρούσεων κι αναγνώστης θα απολαύσει το θέαμα. Τού θέμα είναι βέβαια να μπει η μπάλα στην τρύπα. όμως η λογοτεχνία (ευτυχώς) δεν είναι φυσική. (αν και ακόμη και στη φυσική τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, υπάρχουν θεωρίες αβεβαιότητας κλπ που αυτό ακριβώς δηλώνουν, την αδυναμία ακόμη και του εδικού να εξηγήσει κάτι που συμβαίνει) Όσο για αυτές τις συζητήσεις δεν θα συμφωνήσω με την κύρια Μαντά, δεν προσπαθούμε να εξηγήσουμε, ισα μιλάμε για την αδυναμία της τελικής εξήγησης και την μαγεία ενός φαινομένου που υπερβαίνει τον αναλυτή του. Υπάρχουν εργαλεία προσέγγισης, κύκλωσης, διαπότισης, περιχαράκωσης, απ όλα έχει ο μπάσες a rose is a rose is a rose όπως είπε και η Γ. Σταιν, αλλα ένα τριαντάφυλλο σε ένα κείμενο μπορεί να μυρίζει όσα όλα τα τριαντάφυλλα του κόσμου μαζί. Κι αυτό δεν υπάρχει λογοτεχνική βοτανική για να το εξηγήσει.

Μαρίνα said...

Πατριάρχη οι προθέσεις του δημιουργού είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση όντως. Ο αναγνώστης ανα-δημιουργει το κείμενο. Φυσικά υπάρχουν δημιουργοί-εξαιτερικοί αναλυτές ακόμη και του ίδιου τους του έργου- αλλα αυτό αποτελεί μια και μόνον ερμηνεία σχεδόν ισότιμη του όποιου άγνωστη. Ο παίκτης του μπιλιάρδου δημιουργεί το εκκωφαντικό φαινόμενο, έχει την τεχνική να βρει την τρύπα. Από κει και μετά ο φυσικός θα αναλάβει τα της θεωρίας κρούσεων κι αναγνώστης θα απολαύσει το θέαμα. Τού θέμα είναι βέβαια να μπει η μπάλα στην τρύπα. όμως η λογοτεχνία (ευτυχώς) δεν είναι φυσική. (αν και ακόμη και στη φυσική τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, υπάρχουν θεωρίες αβεβαιότητας κλπ που αυτό ακριβώς δηλώνουν, την αδυναμία ακόμη και του εδικού να εξηγήσει κάτι που συμβαίνει) Όσο για αυτές τις συζητήσεις δεν θα συμφωνήσω με την κύρια Μαντά, δεν προσπαθούμε να εξηγήσουμε, ισα μιλάμε για την αδυναμία της τελικής εξήγησης και την μαγεία ενός φαινομένου που υπερβαίνει τον αναλυτή του. Υπάρχουν εργαλεία προσέγγισης, κύκλωσης, διαπότισης, περιχαράκωσης, απ όλα έχει ο μπάσες a rose is a rose is a rose όπως είπε και η Γ. Σταιν, αλλα ένα τριαντάφυλλο σε ένα κείμενο μπορεί να μυρίζει όσα όλα τα τριαντάφυλλα του κόσμου μαζί. Κι αυτό δεν υπάρχει λογοτεχνική βοτανική για να το εξηγήσει.

Pellegrina said...

Καλημέρα σε όλους. Μια ωραία ανάρτηση για το Πέδρο Πάραμο έχει αυτή την εποχή ο Ναυτίλος. Δεν το έχω διαβάσει. Επι τη ευκαιρία, θα ήθελα να ποτείνω ένα κάπως πρωτότυπο και αρκετά πρακτικό θέμα για συζήτηση: το διάβασμα! Έχω ένα θεματάκι και θα ήθελα γνώμες ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ (κυρίως) Πώς και τι να διαβάζουμε, ΠΟΤΕ (παιδιά αλήθεια δνε ε΄χω χρόνο! Κι αν δεν εχω εγώ η τεμπέλα, -τρεις ώρες τη μέρα δουλεύω!- σκεφτείτε οι σκληρά εργαζόμενοι!), πώς να διαλέγουμε κλπ. Προσωπικά είμαι πολύ ακατάστατη και εχω πάρα πολλές ελλέιψεις, αλλά έχω πια διαμορφώσει κια ένα ατίθασο ατομικό κριτήριο που με κάνει και πολυ απέιθαρχη: μόλις δεν με τραβάει κάτι, το παρατάω! (έτσι ήμουν όμως από μικρή σε όλα στη ζωή μου, έχω πολύ μειωμένη ψυχολογικά αντοχή στα "πρέπει") τεσπά, αυτό! Θα ήταν ζωηρό θεματάκι, νομίζω!

Pellegrina said...

Συμπλήρωση: τρεις ωρες εννοώ το σχολείο (νυχτερινό, τόσο λειτουργεί), όχι το γράψιμο, που ΔΕΝ το θεωρώ δουλειά (ίσως γιατί ποτέ, στην περίπτωσή μου, δεν συνδυάστηκε με χρήματα, αλλά νομίζω και για άλλους λόγους!) Όμως κι αυτό με απασχολεί, ανταγωνιστικά μάλιστα προς το διάβασμα(οι εμπνεύσεις μου δεν στηρίζονται σε πράγματα που διαβάζω, το μόνο που συσχετίζει τα δύο στην περίπτωσή μου είναι η ορμή για γλωσσική έκφραση που ζωντανεύει με το διάβασμα και κάποια μεμονωμένα σημεία που διασκευασμένα τα ενσωματώνω στο ήδη διαμορφωμένο μου σχεδιάγραμμα) Σόρι για τη φλυαρία αυτή, απλώς ήθελα να διευκρινίσω το θέμα του χ΄ρονου.

υγ: επίσης ανήκω στη βιολογική κατηγορία των ανθρωπων που αν δεν συμπληρωσουν 7 ώρες ύπνο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα! Επίσης ζω μόνη μου, που σημαίνει ΟΛΑ ανεξαιρέτως τα πράγματα που αφορούν τη ζωή περνάνε μόνο από τα χέρια μου. ΠΟΤΕ να διαβάσω;;; help!

(σορι και πάλι!)